Quantcast
FT: Βάλτε φόρο στις εταιρείες που δεν επενδύουν - enikonomia.gr
share

FT: Βάλτε φόρο στις εταιρείες που δεν επενδύουν

δημοσιεύτηκε:

Ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά του αγγλο-αμερικάνικου καπιταλισμού είναι οι εταιρικές επενδύσεις παραμένουν τόσο χαμηλές όταν τα κέρδη είναι τόσο υψηλά.

Αυτή η απουσία επενδύσεων φαίνεται όλο και πιο αινιγματική δεδομένου ότι το χρήμα είναι φθηνό, η ανάγκη για υποδομή είναι κατάφωρη, οι ραγδαία αναπτυσσόμενες καταναλωτικές αγορές ανοίγουν σε όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο και οι έξυπνες τεχνολογίες κάνουν δυνατή την επινόηση και δημιουργία νέων επιχειρηματικών μοντέλων.

Τι συμβαίνει; Η πλέον προφανής απάντηση είναι ότι οι επικεφαλής των εταιριών υποφέρουν ακόμη από το τραύμα της κατάρρευσης του 2008 και εξακολουθούν να απεχθάνονται τα ρίσκα. Είναι ευκολότερο να «πιαστείς» από αυτά που έχεις παρά να ποντάρεις σε κάτι νέο. Απλά ρωτήστε την Eli Lilly, την αμερικανική φαρμακευτική εταιρία που ξόδεψε δισεκατομμύρια δολάρια στην ανάπτυξη μιας θεραπείας για το Άλτσχαϊμερ που δυστυχώς απέτυχε στις κλινικές δοκιμές.

Ένα πιο περίπλοκο επιχείρημα λέει ότι υπάρχουν υπερβολικά λίγες νέες τεχνολογίες για να πυροδοτήσουν επενδύσεις. Οι μεγάλες ανακαλύψεις των τελευταίων 150 ετών, όπως ο ηλεκτρισμός, τα αεροπορικά ταξίδια και η μηχανή καύσης, ενθάρρυναν εκτεταμένες επενδύσεις καθώς οικοδομήθηκαν βιομηχανίες και υποδομή.

Αλλά τα τεχνολογικά προϊόντα που ήταν εύκολο να πουληθούν, έχουν εξαντληθεί.

Άλλοι, ωστόσο, υποστηρίζουν ακριβώς το αντίθετο: η πρόσφατη αφθονία στις τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η ρομποτική, απειλεί να καταστρέψει πολλές υπάρχουσες επιχειρήσεις και εμποδίζει την επένδυση. Μια μοιρολατρία φαίνεται πως έχει περάσει σε πολλά εταιρικά συμβούλια: γιατί να επενδύσεις όταν δεν έχεις την παραμικρή ιδέα αν μια «εταιρία-αντάρτης» θα σου «τη βγει και θα σου φάει τη μπουκιά».

Σύμφωνα με μια έρευνα της Fujitsu, στην οποία συμμετείχαν σχεδόν 1.200 ανώτατα στελέχη από όλο τον κόσμο, το 52% πιστεύει ότι η επιχείρησή του δε θα υπάρχει με την τρέχουσα μορφή της σε πέντε χρόνια. Η καινοτομία θεωρείται το προσόν μιας νέας εταιρίας.

Αλλά υπάρχουν όλο και περισσότερες ενδείξεις που υπαινίσσονται ότι η «ξηρασία» στις επενδύσεις έχει προκληθεί και από την υπερβολικά βραχυπρόθεσμη εστίαση και τα άστοχα χρηματοοικονομικά κίνητρα, όπως επιχειρηματολογούν εδώ και καιρό πολλοί οικονομολόγοι. Γιατί ένας διευθύνων σύμβουλος, του οποίου η μέση θητεία διαρκεί λιγότερο από πέντε χρόνια, να επενδύσει με μακροπρόθεσμους στόχους, όταν μπορεί να τονώσει τα κέρδη μειώνοντας τα κόστη;

Σε μια διατριβή που είναι διαθέσιμη στην Review of Financial Studies, ο Alex Edmans του London Business School, η Vivian Fang από το Carlson School of Management και η Katharina Lewellen του Tuck School of Business, παρουσιάζουν αποκαλυπτικές αποδείξεις που δείχνουν ότι οι διευθύνοντες σύμβουλοι «πετσοκόβουν» τις δαπάνες για την έρευνα, μόλις πριν τη λήξη της περιόδου κατοχύρωσης για να πιέσουν ανοδικά την τιμή της μετοχής.

Αφότου μελέτησαν το ιστορικό 1.758 αμερικανικών εταιριών, οι καθηγητές συμπέραναν ότι «οι μειώσεις στην επένδυση είναι κοντόφθαλμες».

Η επένδυση δεν αποτελεί αυτοσκοπό και δε θα πρέπει να γίνεται υποχρεωτικά, εξηγεί ο καθηγητής Edmans. Εξάλλου, η λειτουργία των χρηματιστηρίων είναι συχνά το να ανακυκλώνουν χρήματα από ανεπτυγμένες, πλούσιες σε μετρητά εταιρίες, προς startups με πιο γρήγορη ανάπτυξη.

Αλλά οι μέτοχοι σίγουρα θα μπορούσαν να πιέσουν τους managers να εξερευνήσουν πιο προσοδοφόρες, μακροπρόθεσμες επενδύσεις, παρατείνοντας τη διάρκεια των περιόδων κατοχύρωσης από τη βασική τριετία σε επτά χρόνια ή και παραπάνω. Αντί να παθαίνουν εμμονές για το μέγεθος των πληρωμών, οι μέτοχοι θα έπρεπε να εστιάσουν στην περίοδο κατά την οποία δίνονται τα κίνητρα. «Δεν είναι το ποσό που έχει σημασία, αλλά ο χρονικός ορίζοντας», επισημαίνει ο καθηγητής Edmans.

Επιπλέον, ίσως είναι αποτελεσματική και η πρόσληψη νεότερων CEOs που θα ζήσουν με τις συνέπειες των επενδυτικών τους αποφάσεων και ενδιαφέρονται περισσότερο για τη φήμη τους μακροπρόθεσμα.

Κάποιοι άλλοι οικονομολόγοι, ωστόσο, υπογραμμίζουν πως ακόμη πιο ριζοσπαστικές ενέργειες είναι απαραίτητες για να καρπωθεί κανείς απόλυτα τις πρόσφατες τεχνολογικές καινοτομίες.

Η Carlota Perez, καθηγήτρια στο London School of Economics, επιχειρηματολογεί πως ένας αποτελεσματικός τρόπος πυροδότησης περισσότερης επένδυσης θα ήταν να ξαναγραφτούν τα «παντελώς παλαβά» φορολογικά μας συστήματα, τα οποία τιμωρούν τα «καλά» αντί για τα «κακά».

Για ποιο λόγο φορολογούμε τους μισθούς τόσο πολύ, όταν θεωρούμε ότι η απασχόληση είναι καλό πράγμα; Γιατί να μην μετατοπιστεί το βάρος στην ενέργεια, τις ύλες και τις μεταφορές, ώστε να γίνει η οικονομία «πράσινη»; Γιατί να μην σπρώξουμε το «παιχνίδι» προς μακροπρόθεσμες επενδύσεις, φορολογώντας τα βραχυπρόθεσμα κέρδη με τιμωρητικούς συντελεστές, ενώ θα τους μειώσουμε για τις επενδύσεις που προσανατολίζονται σε παραπάνω από πέντε χρόνια.

Ελάχιστες κυβερνήσεις είναι πιθανό να φανούν τόσο τολμηρές, δεδομένου του πόσο υπόχρεες είναι στο εταιρικό λόμπινγ. Φαίνονται πολύ πιο επιρρεπείς σε εταιρίες που δεσμεύονται να επενδύσουν περισσότερα, αλλά μόνο στην περίπτωση που ο εταιρικός φόρος περικοπεί κι άλλο και στην περίπτωση που θεσπιστούν περισσότερες επιδοτήσεις για έρευνα. Αλλά τα οφέλη ενός τέτοιου συστήματος «εταιρικής πρόνοιας» είναι αμφίβολα.

Ίσως είναι καιρός να στραφούμε στο αντίθετο άκρο του τι θεωρείται λογικό αυτή τη στιγμή. Αν ο ιδιωτικός τομέας παραμείνει τόσο διστακτικός στις επενδύσεις, τότε οι κυβερνήσεις θα πρέπει να σκεφτούν να φορολογήσουν τις εταιρίες περισσότερο και να επενδύσουν άμεσα σε αυτές.

Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr


share
Σχόλια Αναγνωστών
Ροή
Οικονομία
Επιχειρήσεις
Επικαιρότητα

Ενημερωθείτε πρώτοι με τον τρόπο που θέλετε.