Quantcast
Οι 4 προκλήσεις στο τραπέζι του οικονομικού επιτελείου - enikonomia.gr
share

Οι 4 προκλήσεις στο τραπέζι του οικονομικού επιτελείου

δημοσιεύτηκε:

Αντιμέτωπο με προκλήσεις θα βρεθεί τις επόμενες εβδομάδες το οικονομικό επιτελείο, η έκβαση των οποίων θα καθορίσει και την πορεία της οικονομίας για τα επόμενα χρόνια.

Όπως αναφέρει ο Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής, παρά τις ευνοϊκές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας τουλάχιστον μέχρι και το 2026, με την οικονομία να αναμένεται να ευεργετηθεί με κοινοτικούς πόρους ύψους περίπου 45 δισ. ευρώ (30,5 δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης και 15,1 δισ. από το επόμενο ΕΣΠΑ), η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα κομβικό σημείο και προετοιμάζει δομικές αλλαγές. Μάλιστα, η Ελλάδα περιμένει να κερδίσει από τον μετασχηματισμό αυτό χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, πιο ομαλή αποκλιμάκωση χρέους και ευνοϊκότερη αντιμετώπιση στις διακυμάνσεις του οικονομικού της κύκλου. Παράλληλα, θέλει τόσο το χρέος της όσο και τα επιτόκια δανεισμού να συνεχίσουν να διέπονται από το εξαιρετικά ευνοϊκό καθεστώς που έχει διαμορφώσει από το 2015 η ΕΚΤ (μηδενικά επιτόκια, χρηματοδότηση τραπεζών, λειτουργία του PEPP) για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Πριν από αυτά, όμως, θα πρέπει να αφήσει πίσω της την πανδημία και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η οικονομία από τον μεγάλο αριθμό κρουσμάτων και την πίεση στο σύστημα Υγείας, που μπορούν να οδηγήσουν σε ένα εντελώς ανεπιθύμητο και εξαιρετικά επώδυνο οικονομικά νέο lockdown. Με αυτά τα δεδομένα η οικονομία έχει μπροστά της τέσσερις σοβαρές προκλήσεις:

1. ΑΠΟΦΥΓΗ ΝΕΟΥ LOCKDOWN
Η πρώτη πρόκληση είναι να αποφύγει πάση θυσία ένα νέο lockdown στην οικονομία. Κυβερνητικά στελέχη ξορκίζουν σε κάθε περίπτωση το ενδεχόμενο, αλλά παρακολουθούν τον αριθμό των διασωληνωμένων να αυξάνεται σταθερά λόγω της μετάλλαξης «Δέλτα». Το φαινόμενο είναι πανευρωπαϊκό, αλλά για την Ελλάδα έχει και την ειδική σημασία, καθώς περιμένει μέσα στον Σεπτέμβριο να αναθεωρήσει προς τα πάνω τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, λόγω των θετικών μηνυμάτων που έρχονται για την ανάπτυξη του δεύτερου τριμήνου του χρόνου, εξαιτίας της σταδιακής επανεκκίνησης της οικονομίας, αλλά και του τουρισμού, ο οποίος δείχνει να κερδίζει το στοίχημα του 2021 και να ανακτά περίπου το 70% του τζίρου του 2019 έναντι της αρχικής πρόβλεψης για ανάκτηση του 40% του τζίρου, που ήταν και η επίσημη μέχρι πριν από περίπου έναν μήνα. Είναι σαφές ότι η ώθηση αυτή θα ανακοπεί αν έχουμε ένα νέο φρενάρισμα της οικονομίας.

Η διαχείριση των κοινοτικών πόρων ύψους 77 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης (30,5 δισ. ευρώ), το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (27,7 δισ. ευρώ) και τις αγροτικές επιδοτήσεις, παρότι ελπιδοφόρο για την οικονομία, απαιτεί άριστο συντονισμό των συναρμόδιων υπουργείων και υπέρβαση του κακού ιστορικού που έχει η χώρα στη διαχείριση τέτοιων προγραμμάτων.

Ειδικά για το Ταμείο Ανάκαμψης, που αποτελεί και τη ραχοκοκαλιά της ανάκαμψης της οικονομίας, η πρόκληση είναι αρκετά μεγάλη. Μετά την είσπραξη της προκαταβολής των 4 δισ. στις αρχές του μήνα θα ακολουθήσει πλέον η υλοποίηση των 13 πρώτων ορόσημων για να εξασφαλίσει και την πρώτη δόση του προγράμματος ύψους 3,5 δισ. ευρώ μέχρι και το τέλος του χρόνου. Τα πρώτα 13 «προαπαιτούμενα» είναι σχετικά εύκολα, αφού αποτελούν στην πλειονότητά τους νομοθετικές διαδικασίες. Ωστόσο, η πρόκληση παραμένει σε ό,τι αφορά την προετοιμασία και την ένταξη στο πρόγραμμα μεγάλων επενδύσεων εθνικής σημασίας, που αποτελούν τον κορμό του προγράμματος. Αυτό θα πρέπει να ξεκινήσει άμεσα, ώστε να μη χαθούν χρόνος και χρήμα.

2. ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ
Η δεύτερη πρόκληση είναι η προετοιμασία του πλαισίου για τις ιδιωτικές επενδύσεις, που θα απορροφήσουν τα 12,7 δισ. ευρώ των δανείων του προγράμματος. Οι συμβάσεις για τη συμμετοχή της ΕΤΕπ και της EBRD στο ελληνικό πρόγραμμα έχουν ήδη υπογραφεί. Μένει, πλέον, να υπογραφούν μέσα στον Σεπτέμβριο και οι συμβάσεις με τις εμπορικές τράπεζες και, κυρίως, να προχωρήσουν η έγκριση και η ένταξη ιδιωτικών επενδύσεων που θα φιλοδοξούν να κινητοποιήσουν πόρους 32 δισ. ευρώ έως το 2026.

3. ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Η τρίτη πρόκληση είναι οι αλλαγές που θα πρέπει να γίνουν στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Ο ευρωπαϊκός Νότος, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Κύπρος, η Πορτογαλία, αλλά και το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ισπανία είναι χώρες συντεταγμένες στη θέση ότι τα κριτήρια του Συμφώνου, όπως ίσχυαν μέχρι το 2019 για το έλλειμμα και το χρέος, είναι εξαιρετικά αυστηρά και κάπως «μηχανιστικά», αφού στις περισσότερες περιπτώσεις δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τον οικονομικό κύκλο της κάθε χώρας. Επίσης, κατά τη συζήτηση που θα ανοίξει ξανά, το αργότερο μέχρι και τον Οκτώβριο, θα ξαναέρθει στο τραπέζι το παλιό θέμα των δημόσιων επενδυτικών δαπανών. Αν δηλαδή θα πρέπει να υπολογίζονται στο έλλειμμα οι δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις ή θα πρέπει να εξαιρούνται αφού παράγουν ανάπτυξη.

Απέναντι στις θέσεις του ευρωπαϊκού Νότου, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Αυστρία και η Φινλανδία αλλά και οι χώρες τις Βαλτικής θεωρούν ότι μια χαλάρωση των κριτηρίων του Συμφώνου έπειτα από μια κρίση, όπως αυτή που προκάλεσε ο κορονοϊός, θα οδηγήσει σε μόνιμο δημοσιονομικό εκτροχιασμό πολλά κράτη-μέλη, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, που έχουν υψηλό χρέος. Είναι σαφές ότι και αυτό το θέμα είναι ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα, καθώς όσο μεγαλύτερες είναι οι υποχρεώσεις προσαρμογής από το 2023, όταν αναμένεται να ισχύσει ξανά το αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας, τόσο πιο περιορισμένη θα είναι η δημοσιονομική πολιτική. Για παράδειγμα, αν συνεχίσει να ισχύει ο κανόνας για μείωση του 1/20 κάθε χρόνο για το χρέος αν αυτό είναι πάνω από 60% του ΑΕΠ, η Ελλάδα θα πρέπει να μειώνει το δικό της χρέος κατά περίπου 10% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση. Κάτι τέτοιο περιορίζει το δανεικό πρόγραμμα και, κατά συνέπεια, τη δυνατότητα για περισσότερες δημόσιες επενδύσεις.

4. Η ΕΥΝΟΪΚΗ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΚΤ
Η τέταρτη πρόκληση -μετά το άνοιγμα των Κοινοβουλίων της Ε.Ε. και των θεσμικών οργάνων της Ευρώπης- θα είναι η επόμενη μέρα στην εξαιρετικά ευνοϊκή νομισματική πολιτική που έχει υιοθετήσει η ΕΚΤ από τον περασμένο Μάρτιο. Σε μια πρώτη προσπάθεια να μείνει εντός ορίων του καταστατικού της, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επαναπροσδιόρισε το όριο του πληθωρισμού στο 2% υιοθετώντας μια «περιμετρική» ερμηνεία, αφού, σύμφωνα με την πρόεδρό της, κ. Κριστίν Λαγκάρντ, η άνοδος του πληθωρισμού είναι συγκυριακή και ο σκληρός πυρήνας του πληθωρισμού στην ευρωζώνη (δηλαδή, ο πληθωρισμός χωρίς καύσιμα και εποχικά είδη) είναι ακόμη κοντά στο 1%. Στην ουσία της η κίνηση αυτή έγινε για να μην αναγκαστεί να αλλάξει τη στάση της και να μειώσει της αγορές κρατικών ομολόγων μέσω του PEPP από τα 1,85 τρισ. που είναι σήμερα. Τούτο παρότι υπήρξαν αντιρρήσεις από τα λεγόμενα «γεράκια» του Δ.Σ. Η πλειονότητα συμφώνησε ότι η πανδημία συνεχίζεται και παρά τις σαφείς ενδείξεις ανάκαμψης στην Ευρώπη θα πρέπει να εξασφαλιστούν επαρκείς συνθήκες ρευστότητας. Οι εκλογές στη Γερμανία είναι πολύ πιθανό να γίνουν η αιτία στη συνεδρίαση του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής στις 7 Σεπτεμβρίου να ακουστούν εντονότερα οι αντιρρήσεις από τη Γερμανία και τους «δορυφόρους» της, την Ολλανδία, την Αυστρία και τη Φινλανδία, οι οποίοι πιέζουν εδώ και μήνες για μια μείωση του PEPP. Το τέλος του προγράμματος θα έχει ως συνέπεια να χάσει έναν ισχυρό παράγοντα διατήρησης των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων στα σημερινά χαμηλά επίπεδα, στα οποία το ελληνικό δεκαετές, παρότι η χώρα δεν έχει επενδυτική βαθμίδα, διαπραγματεύεται με απόδοση κάτω από 1%.

ΠΗΓΗ: Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής


share
Σχόλια Αναγνωστών
Ροή
Οικονομία
Επιχειρήσεις
Επικαιρότητα

Ενημερωθείτε πρώτοι με τον τρόπο που θέλετε.