Ernst & Young: Ισχυρή η αγορά των συγχωνεύσεων & εξαγορών διεθνώς

Σε σταθερά επίπεδα διατηρήθηκαν οι συμφωνίες Συγχωνεύσεων & Εξαγορών (Σ&Ε) διεθνώς κατά το πρώτο εξάμηνο του 2016, παρά την αστάθεια των κεφαλαιαγορών και την αβεβαιότητα ως προς την οικονομική ανάπτυξη, σύμφωνα με ανάλυση της Ernst & Young (ΕΥ).

Η συνολική αξία των Σ&Ε μειώθηκε κατά 18% στο πρώτο εξάμηνο, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2015, ωστόσο, η πτώση αυτή οφείλεται εξ ολοκλήρου στο γεγονός ότι ο αριθμός των μεγάλων συμφωνιών (megadeals, άνω των 10 δισ. δολ.) ήταν μειωμένος κατά οκτώ. Η φετινή αξία των συμφωνιών κινήθηκε στα επίπεδα του πρώτου εξαμήνου του 2014, ήταν όμως αυξημένη κατά 35% έναντι του ιδίου διαστήματος του 2013.

Ο αριθμός των συμφωνιών (17.642) παρέμεινε ουσιαστικά σταθερός το πρώτο εξάμηνο του 2016, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2015 (17.665) και του 2014 (17.464).

Σύμφωνα με την ανάλυση της ΕΥ, ο αντίκτυπος του πρόσφατου δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε βραχυπρόθεσμα να επηρεάσει τη δραστηριότητα Σ&Ε σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην Ευρώπη, σε μία περίοδο αβεβαιότητας, οι επιχειρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ ενδέχεται να μειώσουν τις βραχυπρόθεσμες επενδύσεις τους, έως ότου ξεκαθαρίσουν οι μελλοντικές εξελίξεις.

Την ίδια στιγμή, οι εξαγορές βρετανικών και ευρωπαϊκών εταιρειών και περιουσιακών στοιχείων από αμερικανικές ή ασιατικές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να επιταχυνθούν, αν οι σχετικές αξίες εταιρειών με σημαντικά άυλα περιουσιακά στοιχεία και με μία παγκόσμια πελατειακή βάση γίνουν πιο ελκυστικές. Το πιθανότερο είναι αυτό να παρατηρηθεί στους τομείς της τεχνολογίας, της βιομηχανίας, της υγείας και των καταναλωτικών προϊόντων στη Μεγάλη Βρετανία και την ευρύτερη περιοχή της ΕΕ.

Σύμφωνα με την ανάλυση της EY, εκτιμάται ότι, αναπόφευκτα, θα υπάρξει κάποια βραχυπρόθεσμη αβεβαιότητα για τις επιχειρήσεις στην Ευρώπη, καθώς θα επιχειρούν να ζυγίσουν τις πολύπλοκες συνέπειες της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ.

Αντανακλώντας τη μεταβαλλόμενη δυναμική των Σ&Ε διεθνώς, οι εξαγορές στο εξωτερικό από κινεζικές επιχειρήσεις έφθασαν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα το 2016.

Σε ό,τι αφορά στις εξαγωγικές συμφωνίες από κινεζικές επιχειρήσεις, το πρώτο εξάμηνο του 2016 έχει ήδη ξεπεράσει το σύνολο του 2015, το οποίο ήταν ήδη μία χρονιά ρεκόρ. Οι μειωμένοι εγχώριοι ρυθμοί ανάπτυξης και οι προσπάθειες της κυβέρνησης να στηρίξουν τα σχέδια επέκτασης των κινεζικών εταιρειών ώθησαν τις επιχειρήσεις να προχωρήσουν σε εξαγορές στο εξωτερικό, προκειμένου να συμβάλουν στην ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας και ευημερίας.

Σύμφωνα με την ανάλυση της ΕΥ, οι κινεζικές επιχειρήσεις ανακοίνωσαν 387 συμφωνίες κατά το πρώτο εξάμηνο του 2016 συνολικής αξίας 129 δις δολαρίων, ξεπερνώντας το ποσό-ρεκόρ των 97,9 δισ. δολ. το 2015. Οι κινεζικές εταιρείες έχουν αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον τους για την απόκτηση βιομηχανικών ρομπότ και σχετικού λογισμικού, στοχεύοντας ιδιαίτερα σε ευρωπαϊκές εταιρείες.

Η Κίνα είναι ήδη ο μεγαλύτερος χρήστης βιομηχανικών ρομπότ παγκοσμίως. Φαίνεται πλέον πως η Κίνα επιδιώκει να γίνει και ο κορυφαίος προμηθευτής, καθώς αναζητά την τεχνολογική καινοτομία σε όλο τον κόσμο.

Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα της ΕΥ Digital Deal Economy, μεταξύ 600 στελεχών μη τεχνολογικών επιχειρήσεων, εννέα στις δέκα επιχειρήσεις παγκοσμίως αναφέρουν ότι αντιμετωπίζουν αυξημένο ανταγωνισμό από επιχειρήσεις που έχουν υιοθετήσει την ψηφιακή τεχνολογία.

Ενισχύοντας τις προοπτικές των Σ&Ε παγκοσμίως, η έρευνα διαπιστώνει επίσης ότι τα δύο τρίτα των στελεχών (67%) σχεδιάζουν να αποκτήσουν ψηφιακές δεξιότητες μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, σε μία προσπάθεια μετασχηματισμού των επιχειρήσεών τους.

Σύμφωνα με την έρευνα, τα στελέχη αναγνωρίζουν ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός επηρεάζει όλες τις πτυχές των επιχειρήσεών τους – από την αρχή ως το τέλος. Γνωρίζουν, επίσης, ότι το ανταγωνιστικό τοπίο αλλάζει ραγδαία, καθώς οι νέες τεχνολογίες περιορίζουν τους φραγμούς εισόδου στην αγορά.

Το κρίσιμο ερώτημα για τις επιχειρήσεις είναι αν μπορούν να οικοδομήσουν τις δεξιότητες που απαιτούνται για να πετύχουν στο νέο ψηφιακό περιβάλλον, ή αν θα πρέπει να τις αγοράσουν. Η πλειοψηφία των στελεχών επιλέγουν τη λύση της εξαγοράς, αναγνωρίζοντας ότι η προσπάθεια του ψηφιακού μετασχηματισμού αποκλειστικά μέσω της οργανικής ανάπτυξης δε θα αποδώσει σύντομα.

Είναι προφανές ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις εξακολουθούν να οδηγούν σε σύγκλιση των κλάδων της οικονομίας και να προωθούν μεταβαλλόμενες καταναλωτικές συμπεριφορές. Αυτό ωθεί τις επιχειρήσεις να υιοθετήσουν μακρόπνοες στρατηγικές, οι οποίες επικεντρώνονται σε συμφωνίες, με στόχο να είναι προετοιμασμένες για έναν ψηφιακό κόσμο.

Η τάση των μη τεχνολογικών επιχειρήσεων να αποκτούν περιουσιακά στοιχεία στον τομέα της τεχνολογίας συνεχίστηκε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2016, καθώς οι επιχειρήσεις έχουν στραφεί στη δύναμη της ψηφιακής τεχνολογίας προκειμένου να επιταχύνουν την ανάπτυξή τους.

Οι συμμαχίες γίνονται, επίσης, όλο και πιο ελκυστικές – παράλληλα ή ακόμα και αντί των εξαγορών – καθώς οι επιχειρήσεις αναζητούν νέες ψηφιακές δεξιότητες. Σύμφωνα με τη μελέτη της EY, το ένα τρίτο των στελεχών σχεδιάζει σήμερα να δημιουργήσει συμμαχίες και συνεργασίες μέσα στα επόμενα δύο χρόνια.

Όπως αναδεικνύει η έρευνα, σχεδόν το 90% των στελεχών έχουν ανεβάσει ψηλότερα τον ψηφιακό μετασχηματισμό στη στρατηγική κατανομής των κεφαλαίων τους, ενώ η απόκτηση καινοτόμων λύσεων είναι η προτιμώμενη οδός. Τα στελέχη επιχειρήσεων φαίνεται να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος για να επιτύχουν τους ψηφιακούς τους στόχους είναι να διασφαλίσουν ότι όλες οι επενδυτικές αποφάσεις τους υποστηρίζουν το μελλοντικό όραμα της επιχείρησης με ψηφιακές δυνατότητες. Μία διασφαλισμένη μελλοντικά ψηφιακή κεφαλαιακή στρατηγική βρίσκεται στο επίκεντρο της πραγματοποίησης συμφωνιών σε έναν ψηφιακό κόσμο.


Exit mobile version