Η ανάπτυξη ήρθε από τη… θάλασσα για την Καβάλα

Η πρόσφατη εξαγγελία του υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Παναγιώτη Κουρουμπλή, ότι η κυβέρνηση προτίθεται να παραχωρήσει στον Δήμο Καβάλας ένα μέρος της χερσαίας λιμενικής ζώνης, δηλαδή του παραλιακού μετώπου της πόλης (συμπεριλαμβανομένου και του καρνάγιου – καλαφατιά), εύλογα προκάλεσε την ικανοποίηση της τοπικής κοινωνίας, καθώς η Καβάλα συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων των πόλεων, η θάλασσα και το λιμάνι των οποίων αποτελούν, εδώ και αιώνες, αναπόσπαστο μέρος της οικιστικής της ζώνης, αλλά και της κοινωνικής, εμπορικής και οικονομικής ζωής των κατοίκων της.

Η θάλασσα «έφερε» τον Απόστολο Παύλο στην Ευρώπη, διαδίδοντας για πρώτη φορά τα Ευαγγέλιο στην περιώνυμη πόλη των Φιλίππων, ταξίδεψαν σε Ευρώπη και Αμερική τα φημισμένα καπνά της Καβάλας, ποικιλίας μπασμά, κάνοντας την περιοχή γνωστή για το καπνεμπόριο και την καπνεργασία, έφερε τους χιλιάδες πρόσφυγες στις νέες πατρίδες τους, αντικρίζοντας για πρώτη φορά μία άνυδρη, αμφιθεατρική πόλη, χτισμένη πάνω σε βράχια. Επίσης, η θάλασσα αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές, χάρη στις μεγάλες ποσότητες αλιευμάτων που διαθέτει και εξάγονται σε πολλές χώρες, ενώ σήμερα συμβάλλει στην τουριστική ανάπτυξη της πόλης, με την κατασκευή των νέων πλωτών εξεδρών, δημιουργώντας μία σύγχρονη μαρίνα, αλλά και τον κατάπλου, κάθε χρόνο, κρουαζιερόπλοιων μεταφέροντας τουρίστες από κάθε γωνιά του πλανήτη.

Στο διάβα της μακράς ιστορικής διαδρομής της Καβάλας, η κατασκευή ενός λιμανιού αποτέλεσε επιτακτική ανάγκη και επένδυση. Από πάρα πολύ νωρίς, όλοι οι κάτοικοι είχαν αντιληφθεί τη σπουδαιότητα της ύπαρξης ενός λιμανιού ικανού να καλύπτει μικρές ή μεγάλες λιμενικές δραστηριότητες. Ίσως, να ήταν και αυτός ο λόγος που τη δεκαετία του 1920 οι κάτοικοι της Καβάλας δέχθηκαν αδιαμαρτύρητα να φορολογηθούν παραπάνω οι εξαγωγές των καπνών τους, προκειμένου η πόλη να αποκτήσει λιμάνι, αναγνωρίζοντας έτσι τη μεγάλη σημασία που είχε στη συνολικότερη ανάπτυξη της πόλης και της ευρύτερης περιοχής της ανατολικής Μακεδονίας.

Επίσης, δεν είναι διόλου τυχαία και η ύπαρξη του αστικού θρύλου για δήθεν πρόταση του, Καβαλιώτη στην καταγωγή, Μεχμέτ Αλή, καθώς φανερώνει την αντίληψη που πάντα υπήρχε για τα μεγάλα οφέλη της κατασκευής ενός λιμανιού. Από ευγνωμοσύνη, λοιπόν, προς τη γενέτειρά του, ο μεγάλος και τρανός πασάς της Αιγύπτου θέλησε να χαρίσει στους συμπατριώτες του ένα μεγάλο και ασφαλές λιμάνι για να ακμάσει το εμπόριο. Όμως, οι Τούρκοι της Καβάλας φοβήθηκαν ότι τα πολλά καράβια θα έδιωχναν τα καλά ψάρια στα βαθιά και έτσι παρακάλεσαν τον συμπατριώτη τους να τους φτιάξει ένα ιμαρέτ (πτωχοκομείο), όπως και έγινε.

Ο όρμος που σχηματίζεται στις δυτικές ακτές της χερσονήσου της Παναγίας, της παλιάς πόλης, χρησιμοποιήθηκε ως λιμάνι από την αρχαιότητα. Η αρχαία ακτογραμμή έφτανε σχεδόν μέχρι τον σημερινό ναό του Αγίου Νικολάου. Σε αυτόν τον χώρο έχουν αποκαλυφθεί ερείπια κατασκευών, που μάλλον ανήκουν σε κτίσματα του λιμανιού. Επίσης, σε αυτό το σημείο έχει ανεγερθεί και το αφιερωματικό μαρμάρινο και ψηφιδωτό μνημείο για την αποβίβαση του Αποστόλου Παύλου στην Ευρώπη, για τη διάδοση του Ευαγγελίου στη γηραιά ήπειρο μέσω των Φιλίππων.

Όπως εξηγεί στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο ιστορικός και συγγραφέας, Κυριάκος Λυκουρίνος, «στη μακραίωνη ιστορική διαδρομή της Καβάλας και της περιοχής της, το λιμάνι αποτέλεσε πηγή πλούτου και μέσο επικοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο. Η εμπορική δραστηριότητά του στα χρόνια της αρχαίας Νεάπολης και της βυζαντινής Χριστούπολης, καθώς και η σύνδεσή του με άλλα λιμάνια του ελλαδικού χώρου, πιστοποιείται από τα λίγα ανασκαφικά ευρήματα».

Ο ίδιος τονίζει ότι «το μεγάλο πλεονέκτημα της Καβάλας, η θέση της πάνω στους οριζόντιους και κάθετους θαλάσσιους δρόμους του βορείου Αιγαίου, αξιοποιείται κατά την οθωμανική περίοδο, όταν το λιμάνι λειτουργεί ως διαμετακομιστικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Η εποχή της ακμής του έρχεται στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου και στις πρώτες του 20ού αιώνα, περίοδο κατά την οποία εξάγονται από εδώ τεράστιες ποσότητες επεξεργασμένου καπνού. Από τη δεκαετία του 1920 το λιμάνι γίνεται κέντρο μίας αξιόλογης αλιευτικής οικονομίας τοπικής κλίμακας, χάρη στους προσφυγικούς πληθυσμούς από την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ και από την Προποντίδα, που εισάγουν τις μεθόδους της εντατικής αλιείας των παράκτιων περιοχών».

Από τον φυσικό όρμο στο «Απόστολος Παύλος» και το «Φίλιππος Β’»

Το σημερινό λιμάνι της Καβάλας δεν θυμίζει σε τίποτα, βέβαια, το λιμάνι των προηγούμενων περιόδων. Στην πραγματικότητα, σήμερα η Καβάλα διαθέτει δύο μεγάλα και καλά οργανωμένα λιμάνια. Ένα επιβατικό, το «Απόστολος Παύλος», μέσα στον οικιστικό ιστό και ένα εμπορικό, ανατολικότερα, το «Φίλιππος Β’», στην περιοχή της Νέας Καρβάλης. Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα το λιμάνι ήταν σχεδόν ένας φυσικός όρμος. Η θάλασσα εισχωρούσε αρκετά βαθύτερα στην ξηρά. Στα αβαθή νερά της μπορούσαν να προσεγγίσουν μόνο μικρά σκάφη. Τα μεγάλα πλοία άραζαν στα ανοιχτά. Η επιβίβαση και η αποβίβαση των επιβατών, η φόρτωση και η εκφόρτωση των εμπορευμάτων γίνονταν με βάρκες και με μαούνες από τις ξύλινες προβλήτες.

Ενδιαφέρον έχει η μαρτυρία του Γερμανού Löher στα 1873. Περιγράφει τον χώρο όπου αποβιβάστηκε, ως ένα παχύ στρώμα άμμου που εκτείνεται σε όλη την ακρογιαλιά. Εκεί παίζουν γυμνά τσιγγανόπουλα, χωρικοί οδηγούν τα πρόβατά τους για πούλημα και αχθοφόροι σπρώχνουν τις βάρκες για να μεταφέρουν τα εμπορεύματα στα πλοία. Μπροστά από τα παραλιακά κεφενεδάκια κάθονται οι σοβαροί γενειοφόροι Τούρκοι με τα μακριά τσιμπούκια τους στο στόμα. Στα 1860 η Αγγλίδα M.A. Walker παρατηρούσε με έκπληξη ότι αμέσως μετά τον χώρο της αποβίβασης υπήρχαν διάσπαρτοι τουρκικοί τάφοι, καλυμμένοι με χόρτα.

Το μεγάλο μειονέκτημα του υποτυπώδους λιμανιού ήταν η έλλειψη ασφάλειας για τα πλοία, τα εμπορεύματα και τους επιβάτες. Το πρόβλημα επεσήμαιναν συνεχώς οι ξένοι περιηγητές στις αναφορές που έκαναν. Οι πηγές των αρχών του 20ού αιώνα περιγράφουν την κατάσταση με τα μελανότερα χρώματα: Ο όρμος της Καβάλας, αν και είναι εκτεθειμένος στα σφοδρά κύματα του Αιγαίου, στερείται κάθε προστατευτικού έργου. Έτσι, όταν φυσούν νοτιοδυτικοί άνεμοι τα πλοία δεν μπορούν να προσεγγίσουν το λιμάνι. Μερικές φορές παρασύρονται από τους ανέμους και τα κύματα, καθίζουν στα ρηχά ή βυθίζονται. Η αγκυροβόληση των φορτηγών πλοίων είναι επισφαλής και με την ελάχιστη θαλασσοταραχή αναγκάζονται να διακόπτουν τις φορτώσεις τους. Η επικοινωνία ανάμεσα στα πλοία και την ακτή γίνεται με πρωτόγονα μέσα, λέμβους και φορτηγίδες, που δεν παρέχουν καμία ασφάλεια. Συχνά συντρίβονται στα βράχια, με αποτέλεσμα ανθρώπινα θύματα και απώλειες εμπορευμάτων. Όλη αυτή η κατάσταση ζημιώνει τους εμπόρους της Καβάλας, τους επιβαρύνει με αυξημένα ασφάλιστρα.

Η κατασκευή του λιμανιού και τα λαμπρά εγκαίνια από τον Ελ. Βενιζέλο

Παρά τα αιτήματα του εμπορικού κόσμου, ζήτημα κατασκευής του λιμανιού τέθηκε μόλις το 1912. Τον Ιούνιο του 1920 συστήθηκε το Λιμενικό Ταμείο Καβάλας, με κύριο σκοπό την κατασκευή του λιμανιού. Για την εξεύρεση ιδίων πόρων το τότε δημοτικό συμβούλιο Καβάλας ενέκρινε την αύξηση των λιμενικών φόρων στα εισαγόμενα εμπορεύματα και τον δεκαπλασιασμό της φορολογίας των εξαγόμενων καπνών, από έξι σε 60 λεπτά την οκά.

Η πρώτη μελέτη έγινε το 1922 από τον Ιταλό μηχανικό N. Andruzzi, αλλά απορρίφθηκε, επειδή είχε πολλά μειονεκτήματα. Το 1923 συντάχθηκε νέα μελέτη από τον Άγγελο Γκίνη, καθηγητή του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, διαπρεπή λιμενολόγο και μετέπειτα ακαδημαϊκό. Εγκρίθηκε το 1924 και αποτέλεσε τη βάση για τα μετέπειτα λιμενικά έργα.

Το Λιμενικό Ταμείο αδυνατούσε να καλύψει τον προϋπολογισμό των 75.000.000 δραχμών που απαιτούσε η κατασκευή του. Έτσι, το 1924, η Λιμενική Επιτροπή Καβάλας αποφάσισε, ως προσωρινή λύση ανάγκης, την κατασκευή ενός «λιμενίσκου». Το έργο ολοκληρώθηκε το 1924 και κόστισε 2,3 εκατομμύρια δραχμές. Οι προσπάθειες για την υλοποίηση του μεγάλου έργου ήταν συνεχείς, αλλά προσέκρουαν πάντα στα οικονομικά προβλήματα.

Με τον μειοδοτικό διαγωνισμό του Ιουλίου 1928 το έργο ανατέθηκε στην Ανώνυμη Εταιρεία Θαλασσίων και Υδραυλικών Έργων. Τον Μάρτιο του 1929 υπογράφηκε η σύμβαση και στις αρχές Νοεμβρίου έγιναν τα εγκαίνια από τον πρωθυπουργό, Ελευθέριο Βενιζέλο, με τη συμμετοχή χιλιάδων κατοίκων. Τα εγκαίνια του λιμανιού ήταν για όλους τους Καβαλιώτες μία μεγάλη γιορτή που αποτυπώνεται πολύ καθαρά στις φωτογραφίες της εποχής. Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, όταν μία μεγάλη επιθυμία δεκάδων ετών, τελικά, έγινε πραγματικότητα μετά από πιέσεις, προβλήματα και μεγάλες προσπάθειες, ανοίγοντας έτσι έναν νέο δρόμο ανάπτυξης και ευημερίας.

Οι τεχνικές δυσκολίες, οι καιρικές συνθήκες, τα ατυχήματα ή δυστυχήματα και οι απεργίες των ισχνά αμειβόμενων εργατών καθυστερούσαν την ολοκλήρωση του έργου. Το μεγαλύτερο μέρος του λιμανιού κατασκευάστηκε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, αλλά ο υπήνεμος μόλος επιμηκύνθηκε μετά τον πόλεμο.

Το μεγάλο ναυπηγείο στον κολπίσκο των Καμαρών

Η παλαιότερη μαρτυρία για τα ναυπηγεία της Καβάλας είναι του 1591. Ο Gabrielle Cavazza περιγράφει τις Καμάρες, που βρίσκονται «στο πιο βαθύ μέρος της κοιλάδας» και σημειώνει: «Εδώ ναυπηγείται μία γαλέρα με 23 banchi (23 σειρές κωπηλατών) για τον μπέη του τόπου…». Μετά από 420 χρόνια, στον ίδιο κολπίσκο, βρίσκεται το μοναδικό καρνάγιο της Καβάλας.

Ελάχιστα είναι γνωστά για τους ταρσανάδες της Καβάλας. Είναι βέβαιο, όμως, ότι η πόλη πάντα διέθετε χώρους για τον ελλιμενισμό, την επισκευή, τη συντήρηση και τη ναυπήγηση σκαφών. Η θέση τους δεν ήταν πάντα η ίδια και η λειτουργία τους δεν ήταν συνεχής.

Στο σημερινό καρνάγιο, στον γραφικό κολπίσκο πίσω από το μεσαιωνικό υδραγωγείο, τις Καμάρες, ναυπηγήθηκαν τα περισσότερα από τα αλιευτικά της Καβάλας, τράτες, γρι-γρι και ανεμότρατες. Στις μέρες μας, βέβαια, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Από τις τρεις ναυπηγοεπισκευαστικές επιχειρήσεις της μεταπολεμικής περιόδου απέμεινε μόνο μία. Βασική της δραστηριότητα είναι πλέον η συντήρηση ξύλινων και πλαστικών σκαφών. Μεγάλα καινούργια σκαριά δεν φτιάχνονται πια και τα μικρά είναι όλο και λιγότερα. Έστω κι έτσι, όμως, σε αυτόν τον χώρο διατηρείται μία ναυπηγοεπισκευαστική παράδοση αιώνων.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Exit mobile version