Οι καθυστερήσεις στα δικαστήρια «κοστίζουν» 7 δισ. ευρώ στις τράπεζες

Οφελος 7 δισ. ευρώ θα μπορούσε να προκύψει για τις τράπεζες από την επιτάχυνση κατά τρία χρόνια των δικαστικών διαδικασιών και την επίσπευση του χρόνου ρευστοποίησης των ακινήτων που διαθέτουν ως εγγυήσεις για τα «κόκκινα» δάνεια.

Αυτό διαπιστώνει η ΤτΕ στην έκθεση επισκόπησης του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, στην οποία αναλύεται το κόστος των καθυστερήσεων από τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος στον καθορισμό της τιμής πώλησης των «κόκκινων» δανείων.

Βασική παραδοχή στην ανάλυση της ΤτΕ είναι ότι η αξία των εξασφαλίσεων απομειώνεται όσο αυξάνονται ο χρόνος ρευστοποίησης και ο εσωτερικός βαθμός απόδοσης, δηλαδή το κέρδος των επενδυτών που ενδιαφέρονται να δραστηριοποιηθούν στην αγορά της διαχείρισης «κόκκινων» δανείων.

Σημειώνεται ότι στη χώρα μας ο χρόνος εκκαθάρισης ενός μη εξυπηρετούμενου δανείου διαμορφώνεται στα 3,5 χρόνια (στην πράξη μπορεί να ξεπεράσει και τα πέντε) και είναι ο δεύτερος υψηλότερος χρόνος (μετά τη Σλοβακία) στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στην οποία ο μέσος όρος είναι 2 χρόνια.

Στην έκθεση υπογραμμίζεται η σημασία της επίσπευσης των δικαστικών ενεργειών που θα πρέπει να αποτελέσουν βασική προτεραιότητα στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων, μετά τη θεσμοθέτηση μιας σειράς άλλων εργαλείων, όπως ο εξωδικαστικός μηχανισμός, η προστασία των τραπεζικών στελεχών, οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί κ.ά. Να σημειωθεί ότι το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αυξήθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2017, εξαιτίας όπως σημειώνει η ΤτΕ της μείωσης του συνολικού υπολοίπου των δανείων, αλλά και της αυξημένης αβεβαιότητας από την παράταση των διαπραγματεύσεων για τη δεύτερη αξιολόγηση.

Επίσπευση

Η ανάγκη συντόμευσης του χρόνου που απαιτεί το δικαστικό σύστημα στη χώρα μας για την εκδίκαση των υποθέσεων, αποκτά πρόσθετη σημασία, λόγω του ότι το ύψος των ανοιγμάτων που βρίσκονται σε καθεστώς νομικής προστασίας (κυρίως μέσω του νόμου Κατσέλη) και εκκρεμεί πρακτικά η δικαστική τους επίλυση ήταν στα τέλη του 2016 στα 15,3 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 14,6% των συνολικών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, στην κατηγορία των δανείων με καθυστέρηση άνω των 90 ημερών όσο και στις καταγγελμένες απαιτήσεις που αποτελούν το 45% των συνολικών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, δηλαδή περί τα 47 δισ. ευρώ, οι τράπεζες έχουν κάνει υψηλές προβλέψεις, ύψους 29 δισ. ευρώ, ενώ οι εξασφαλίσεις διαμορφώνονται σε 21 δισ. ευρώ, ανεβάζοντας τα ποσοστά κάλυψης άνω του 100%. Από τη διάρθρωση των εξασφαλίσεων προκύπτει ότι το 88% αυτών αφορά στοιχεία ακίνητης περιουσίας, με το 50% αυτών να αφορά αμιγώς στεγαστικά δάνεια και το 34% εμπορικά και βιομηχανικά ακίνητα. Αν ως αφετηρία για την εξέλιξη της τιμής των εξασφαλίσεων θεωρηθεί η λογιστική τιμή τους και με δεδομένο χρόνο ρευστοποίησης τα 5 έτη που αποτελεί σύμφωνα με την ΤτΕ μια ρεαλιστική παραδοχή με βάση τα σημερινά δεδομένα του δικαστικού συστήματος, η αξία αυτών των εξασφαλίσεων απομειώνεται από 50% έως 73% με βάση τρία σενάρια (συντηρητικό, βασικό και ακραίο), που μεταβάλλουν ανάλογα και την τιμή που μπορεί να εξασφαλίσουν οι υποψήφιοι επενδυτές που ενδιαφέρονται να αγοράσουν ή να διαχειριστούν «κόκκινα» δάνεια.

Σε περίπτωση που οι τράπεζες επιθυμούσαν την πώληση των εν λόγω ανοιγμάτων, η απομείωση και συνεπώς η ενδεχόμενη ζημία που θα προέκυπτε εξαιτίας της χρονοβόρας δικαστικής διαδικασίας θα διαμορφωνόταν από 6 δισ. ευρώ έως 13 δισ. ευρώ, δηλαδή από 12% έως 27% της αρχικής τους αξίας, ανάλογα βέβαια με τον εκτιμώμενο χρόνο ρευστοποίησης, ήτοι από 2 σε 5 χρόνια.

Πηγή: Καθημερινή

Exit mobile version