Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: “Αρκετά αισιόδοξες” οι προβλέψεις στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού 2017

«Αρκετά αισιόδοξες» θεωρεί το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή
(ΓΠΚΒ) τις προβλέψεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας που περιλαμβάνονται στο προσχέδιο του
κρατικού προϋπολογισμού 2017. Όπως σημειώνει σε έκθεσή του, το προσχέδιο
αναμένει για το 2017 ρυθμό ανάπτυξης 2,7% που θα προέλθει από την αύξηση της ιδιωτικής
κατανάλωσης (1,8), τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (9,1) και τις εξαγωγές
αγαθών και υπηρεσιών (5,3%).


«Οι ανωτέρω προβλέψεις πάντως για την ιδιωτική κατανάλωση,
τις επενδύσεις και τις εξαγωγές μπορούν χαρακτηριστούν αρκετά αισιόδοξες. Η
προσέγγισή τους θα γίνει υπό προϋποθέσεις. Επίσης, όπως επισημαίνει το ίδιο το
Προσχέδιο, υπάρχουν κίνδυνοι –εσωτερικοί και εξωτερικοί- που απειλούν την
πραγματοποίησή τους», σημειώνεται στην έκθεση.


«Με δεδομένη την εφαρμογή επιπλέον μέτρων από 1/1/2017,
(αυξήσεις σε έμμεσους φόρους, περιορισμός των δικαιούχων του ΕΚΑΣ, αύξηση
ασφαλιστικών εισφορών κ.α., η
προβλεπόμενη αύξηση της Ιδιωτικής Κατανάλωσης κατά 1,8% κρίνεται επίσης αρκετά
αισιόδοξη. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το χαμηλό επίπεδο της Καταναλωτικής
Εμπιστοσύνης του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος», συνεχίζει η έκθεση.


Η προβλεπόμενη αύξηση των Επενδύσεων κατά 9,1% «μπορεί να
θεωρηθεί εφικτή λόγω της χαμηλής βάσης του 2016 και εφόσον γίνει ορθή χρήση των
ευρωπαϊκών «εργαλείων» (ΕΣΠΑ, Πακέτο «Γιούνκερ κ.α.), ολοκληρωθούν σημαντικές
αποκρατικοποιήσεις στις υποδομές που συνδέονται με νέες επενδύσεις, αποδώσει ο
νέος Αναπτυξιακός Νόμος κ.ά», σημειώνεται. «Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να
καταβληθούν σημαντικές περαιτέρω προσπάθειες για τη δημιουργία ενός
περιβάλλοντος -πραγματικά- φιλικού για τις επιχειρήσεις, με παρεμβάσεις για
μείωση της γραφειοκρατίας (π.χ. νέο πλαίσιο αδειοδότησης), την εξασφάλιση συνέχειας
στις εφαρμοζόμενες πολιτικές, τη δυνατότητα χρηματοδότησης, καθώς τα τελευταία
στοιχεία για τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι
ιδιαίτερα ανησυχητικά», προσθέτει το Γραφείο της Βουλής.


«Τέλος, ο εξαγωγικός τομέας της ελληνικής οικονομίας
κρίνεται αναγκαίο να στηριχθεί, κυρίως μέσω μέτρων για τη χαλάρωση των
περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και τις επιστροφές φόρων. Η σημαντική
ανάκαμψη των εξαγωγών προϋποθέτει ακόμα, μια εξαιρετικά καλή χρονιά για τον
ελληνικό τουρισμό, προκειμένου να ξεπεράσουν τη σημαντική μείωσή τους το τρέχον
έτος».



Το ΓΠΚΒ αναφέρει και τους όρους που πρέπει να εκπληρωθούν
για να επιτευχθούν οι αισιόδοξοι στόχοι για το 2017:


«Συνολικά, η πραγματοποίηση των αισιόδοξων στόχων για
ανάκαμψη το 2017 προϋποθέτει πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή του
προγράμματος, αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, έγκαιρη
αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων του Δημοσίου (χωρίς τη μαζική δημιουργία νέων),
κυβερνητική σταθερότητα και κοινωνική ομαλότητα. Αυτή η εσωτερική διαδικασία
προσαρμογής θα πρέπει λογικά να υποστηριχθεί με μέτρα για την ουσιαστική
ελάφρυνση του χρέους και κατόπιν συμμετοχή στο πρόγραμμα της ποσοτικής
χαλάρωσης της Ε.Κ.Τ. Στην περίπτωση
αυτή, θα υπάρξει ταχεία άρση της αβεβαιότητας, αποκατάσταση της εμπιστοσύνης
και της ρευστότητας στην ελληνική οικονομία. Αν όλες αυτές οι προϋποθέσεις
συντρέξουν, είναι πιθανό οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας να ξεπεράσουν
ακόμα και αυτές τις αισιόδοξες προβλέψεις, όπως προβλέπει π.χ. το Δ.Ν.Τ».



Αμφφιβολίες εκφράζει το Γραφείο και για τους δημοσιονομικούς
στόχους:


«Ένα εξίσου κρίσιμο ζήτημα είναι και η διατηρησιμότητα των
πρωτογενών πλεονασμάτων, αν δηλαδή η ελληνική κυβέρνηση θα μπορεί να
επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα σε βάθος χρόνου. Τα στοιχεία πάντως
αναδεικνύουν τις δυσκολίες του εγχειρήματος.
Συγκεκριμένα, μόνο το Μεξικό φαίνεται να έχει καταφέρει να διατηρήσει
πρωτογενές πλεόνασμα μεγαλύτερο του 3,5% του ΑΕΠ για -τουλάχιστον- μια δεκαετία
(1983 – 1992), ενώ μεγαλύτερο του 3% κατέστη εφικτό στο Βέλγιο (1994 – 2004)
και στη Φινλανδία 1975 – 1990). Επίσης, από τις διεθνείς συγκρίσεις προκύπτει
ότι οι μεγάλης έκτασης δημοσιονομικές προσαρμογές ανατρέπονται εύκολα και
γρήγορα. Τότε, τα πρωτογενή πλεονάσματα μετατρέπονται σε πρωτογενή ελλείμματα,
ειδικά αν το πρωτογενές πλεόνασμα υπερβαίνει το 3,5% του ΑΕΠ».






Exit mobile version