Η Ελλάδα παραμένει μία από τις ακριβότερες χώρες

Η Ελλάδα παραμένει μια ακριβή χώρα για τους πολίτες της αν και το
επίπεδο των τιμών υποχωρεί, ενώ βασικές αιτίες αποτελούν η εσωτερική υποτίμηση
μισθών που έχει συρρικνώσει το διαθέσιμο εισόδημα και οι αυξήσεις των άμεσων
και έμμεσων φόρων.


Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για τον Απρίλιο του 2016, προκύπτει πως
πλέον η Ελλάδα είναι ακριβότερη από κάποιες χώρες, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε
στο παρελθόν. Είναι ελαφρώς ακριβότερη από την Πορτογαλία και αρκετά ακριβότερη
από πρώην ανατολικές χώρες όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία. Ακριβότερες από την
Ελλάδα εμφανίζονται οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όχι μόνο του Βορρά, αλλά
και του ευρωπαϊκού Νότου, όμως οι μισθοί σε αυτές τις χώρες παραμένουν σε
ικανοποιητικά επίπεδα.


Στην Ισπανία, σύμφωνα με την “Καθημερινή της Κυριακής”, μια χώρα που έχει δοκιμαστεί από την λιτότητα,
οι τιμές είναι υψηλότερες σε σχέση με την Ελλάδα κατά 9%, όμως ο κατώτατος
μισθός είναι μεγαλύτερος κατά 12%, από τον αντίστοιχο στην χώρα μας. Η Ιρλανδία
που βγήκε από το μνημόνιο τον Δεκέμβριο του 2013, είναι 45% ακριβότερη από την
Ελλάδα. Όμως σύμφωνα με την Eurostat, ο βασικός μισθός ανέρχεται σε 1.545 ευρώ,
δηλαδή είναι υπερδιπλάσιος από τον αντίστοιχο ελληνικό.


Μπορεί λοιπόν ο Μάιος να ήταν ο 39ος
συνεχής μήνας αρνητικού πληθωρισμού, αυτό όμως δεν σημαίνει λιγότερα
βάρη για τους καταναλωτές και τους παραγωγούς. Πρόκειται για ένδειξη όχι
ανταγωνιστικής οικονομίας, αλλά οικονομίας που βρίσκεται σε βαθιά ύφεση.


Επιπλέον, οι διαδοχικές αυξήσεις των έμμεσων φόρων δεν επιτρέπουν μεγαλύτερη
υποχώρηση των τιμών και λιγότερα βάρη για τους καταναλωτές και τους παραγωγούς.


Ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή υποχώρησε τον Απρίλιο του
2016 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο του 2015, κατά 0,5%, σύμφωνα με τα στοιχεία
της Eurostat.


Όμως, σε σταθερές τιμές, χωρίς δηλαδή την επίδραση της αύξησης των
έμμεσων φόρων (ΦΠΑ και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης), η μείωση είναι πολύ
μεγαλύτερη , κατά 2,4%. Οι τιμές των τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών
αυξήθηκαν κατά 1,5% σε ετήσια βάση, όμως εάν δεν είχε αυξηθεί ο ΦΠΑ, οι τιμές
θα είχαν μειωθεί κατά 2,8%. Ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται σε σειρά προϊόντων,
όπως τα γαλακτοκομικά, τα έλαια και ο καφές.


Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν και οι τιμές των καυσίμων, οι
οποίες σε ετήσια βάση έχουν υποχωρήσει κατά 8,2% (λόγω της μείωσης κατά κύριο
λόγο των διεθνών τιμών). Ωστόσο η υποχώρηση θα ήταν πολύ μεγαλύτερη, κατά 14,7%
χωρίς την επίδραση της αύξησης των φόρων.






Exit mobile version