Κορονοϊός: Τι θα συμβεί εάν γίνει υποχρεωτικός ο εμβολιασμός στους εργαζομένους – Γράφουν οι δικηγόροι Καρούζος – Κατσιάδα

Έντονος διάλογος αναπτύσσεται αναφορικά με τον υποχρεωτικό εμβολιασμό για τη νόσο του κορονοϊού στους εργαζομένους. Ειδικά, επικρατεί μεγάλος προβληματισμός σχετικά με τους εργαζομένους, που πιθανόν αρνηθούν τον εμβολιασμό, και τις παρεκτάσεις που η απόφασή τους θα έχει στην εργασιακή τους σχέση. Ο προβληματισμός αφικνείται του σημείου αν είναι υποχρεωτικός ο εμβολιασμός στους χώρους εργασίας.

Γράφουν οι δικηγόροι Γιάννης Καρούζος και Μαριάννα Κατσιάδα

Ο εμβολιασμός κατά του COVID-19, δεν έχει περιληφθεί υποχρεωτικό χαρακτήρα με ισχύ νόμου. Ωστόσο, έχει προβλεφθεί στην από 25-02-2020 ΠΝΠ, ότι: « Στην υποχρεωτική υποβολή σε κλινικό και εργαστηριακό ιατρικό έλεγχο, υγειονομική παρακολούθηση, εμβολιασμό, φαρμακευτική αγωγή και νοσηλεία προσώπων, για τα οποία υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι μπορεί να μεταδώσουν άμεσα ή έμμεσα τη νόσο,
(β) στην επιβολή κλινικών και εργαστηριακών ιατρικών ελέγχων, καθώς και μέτρων προληπτικής υγειονομικής παρακολούθησης, εμβολιασμού, φαρμακευτικής αγωγής και προληπτικής νοσηλείας προσώπων που προέρχονται από περιοχές όπου έχει παρατηρηθεί μεγάλη διάδοση της νόσου». Επομένως, η ανωτέρω πρόβλεψη της ΠΝΠ, παρέχει τη νομοθετική εξουσιοδότηση προκειμένου οι αρμόδιοι υπουργοί με απόφασή τους, να προβλέψουν ως υποχρεωτικό τον εμβολιασμό των πολιτών, νομοθετικό διάβημα, που μέχρι σήμερα δεν έχει πραγματοποιηθεί.
Με βάση τα παραπάνω, ανακύπτει το σοβαρό ζήτημα περί της νομιμότητας του πιθανολογούμενου αιτήματος των εργοδοτών να εμβολιαστούν οι εργαζόμενοι στις επιχείρησεις τους, ή ακόμα και της απόφασής τους, να καταγγείλουν τις συμβάσεις εργασίας ορισμένων εργαζόμενων, λόγω της άρνησής τους να υποβληθούν σε εμβολιασμό.
Προς επίτευξη μιας πρώτης προσέγγισης του ανωτέρω ζητήματος, κρίνεται αναγκαίο να παραθέσουμε τις σκέψεις της πρόσφατης απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας με αριθμό 2387/2020. Η ανωτέρω απόφαση έκρινε, αναφορικά με τη νομιμότητα ανάκλησης της εγγραφής νηπίων από βρεφονηπιακούς σταθμούς, τα οποία δεν είχαν υποβληθεί σε υποχρεωτικό εμβολιασμό για μεταδοτικές ασθένειες, ότι η μέριμνα για τη δημόσια υγεία αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του Κράτους. Στο πλαίσιο αυτής, η Πολιτεία οφείλει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την πρόληψη της διάδοσης και την καταπολέμηση μεταδοτικών ασθενειών, οι οποίες συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Στα μέτρα αυτά εντάσσεται και ο εμβολιασμός νηπίων και παιδιών, ο οποίος διενεργείται με σκοπό την προστασία της υγείας, συλλογικώς και ατομικώς, από τις ασθένειες καθώς και την βαθμιαία εξάλειψή τους. Ο τελευταίος, εφόσον κρίνεται, σύμφωνα με τεκμηριωμένα επιστημονικά δεδομένα, αναγκαίος και πρόσφορος για την προστασία της υγείας τόσο των ίδιων των εμβολιαζομένων όσο και τρίτων δεν αποτελεί δυσανάλογη επέμβαση στη σφαίρα της προσωπικότητας του ατόμου, για την επίτευξη του προμνημονευθέντος συνταγματικού δημοσίου σκοπού. Εξάλλου, η θέσπιση του επίμαχου μέτρου δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας, δεδομένου ότι σε εμβολιασμό υπόκεινται όλα ανεξαιρέτως τα νήπια και παιδιά, πλην εκείνων που τελούν ατομικώς σε ειδικές διαφορετικές συνθήκες, δεν επιτρέπεται δηλαδή για λόγους υγείας να εμβολιαστούν.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να επισημανθεί ότι το μέτρο του εμβολιασμού, καθ’ εαυτό, συνιστά σοβαρή μεν παρέμβαση στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην ιδιωτική ζωή του ατόμου και δη στη σωματική και ψυχική ακεραιότητα αυτού, πλην όμως συνταγματικώς ανεκτή, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ότι προβλέπεται από ειδική νομοθεσία, υιοθετούσα πλήρως τα έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα στον αντίστοιχο τομέα και β) ότι παρέχεται δυνατότητα εξαίρεσης από τον εμβολιασμό σε ειδικές ατομικές περιπτώσεις, για τις οποίες αυτός αντενδείκνυται.
Με βάση τα παραπάνω, και μόνο εφόσον νομοθετηθεί ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του εμβολιασμού κατά της μετάδοσης του COVID-19, δύναται να ανοιχθεί επί του πιεστηρίου ο παραπάνω διάλογος. Και σε αυτή την περίπτωση πάντως, η όποια ενέργεια του εργοδότη, πρέπει να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Η τελευταία δεν απαιτεί μόνον, τη λήψη ενός πρόσφορου μέτρου για την εξασφάλιση της υγείας των λοιπών εργαζομένων, του κοινού, αλλά και της εν γένει λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά και του πιο ήπιου. Επομένως, και σε αυτή την πιθανολογούμενη περίπτωση, οι εργοδότες, πρέπει να εξαντλήσουν τα πλέον ήπια μέτρα, που διαθέτουν (πχ συνέχιση της εξ αποστάσεως εργασίας) και να μην προβούν σε δυσμενή για τους εργαζομένους μέτρα.



Exit mobile version