Στουρνάρας: Χρειάζεται ρεαλισμός και ευελιξία για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης

Απαιτείται ρεαλισμός και ευελιξία, τόσο
από τους εταίρους και τους θεσμούς όσο και από την ελληνική πλευρά, με στόχο
την άμεση κατάληξη της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος και την ολοκλήρωση
των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, έτσι ώστε να ισχυροποιηθεί η πρόβλεψη για
ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας από το 2017 και μετά, τόνισε ο Διοικητής της Τράπεζας
της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του σε εκδήλωση του
Wharton Club of Greece.


Αν εκπληρωθούν αυτές οι προϋποθέσεις, πρόσθεσε,
θα ανοίξει ο δρόμος για την περαιτέρω εκταμίευση δόσεων αλλά και για τη
συζήτηση της παραμετροποίησης και των μεσοπρόθεσμων μέτρων για τη διευθέτηση
του χρέους, με δυνητική εφαρμογή τους μετά το 2018.


«Μια τέτοια εξέλιξη θα επιτρέψει την
ένταξη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων του
Ευρωσυστήματος. Αυτό θα βελτιώσει τη ρευστότητα των τίτλων, θα οδηγήσει σε
σημαντική περαιτέρω αποκλιμάκωση των αποδόσεών τους και θα διευκολύνει τη
διατηρήσιμη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά
τη λήξη του προγράμματος, ενισχύοντας το τραπεζικό σύστημα και την πραγματική
οικονομία», συνέχισε.


Παράλληλα, είπε ο
Διοικητής, ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην
άρση των εμποδίων που αντιμετωπίζουν ακόμη και ιδιωτικοποιήσεις που έχουν ήδη
εγκριθεί και στην περαιτέρω προώθηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και
αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας καθώς και στη βελτίωση της διαχείρισής του.


Ο κ.
Στουρνάρας τόνισε, επίσης, ότι είναι αναγκαίες οι αλλαγές στην αρχιτεκτονική της
Ευρωζώνης, με τον μεγαλύτερο καταμερισμό των κινδύνων μεταξύ των χωρών – μελών.





Ομιλία του Διοικητή
της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα σε εκδήλωση του
Wharton Club of Greece



25 Ιανουαρίου 2017, Αθήνα




“Η Ελλάδα και η ζώνη του ευρώ: προκλήσεις και προοπτικές”




Αισθάνομαι μεγάλη χαρά που βρίσκομαι σήμερα εδώ και έχω την ευκαιρία να
μοιραστώ μαζί σας μερικές σκέψεις για τις σημαντικές προκλήσεις που
αντιμετωπίζουν η Ελλάδα και η ζώνη του ευρώ. Και όπως θα προσπαθήσω να
δείξω στην ομιλία μου, για να αντιμετωπιστούν τα υφιστάμενα προβλήματα τώρα και
στο μέλλον, απαιτείται ενδυνάμωση του κοινού ευρωπαϊκού οικοδομήματος με την
περαιτέρω εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μόνο μία ισχυρή και λειτουργική
ευρωζώνη μπορεί να απορροφήσει τους κραδασμούς που επιφυλάσσουν οι
διαφαινόμενες μεγάλες αλλαγές σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Και η
συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτήν είναι επιτακτική, όχι μόνο για λόγους
οικονομικούς, αλλά και για λόγους κοινωνικούς και εθνικούς. Το ευρώ είναι η
ασπίδα μας.



1. Σύντομη επισκόπηση της κρίσης στην Ελλάδα και
τη ζώνη του ευρώ


Η κρίση στη ζώνη του ευρώ μπορεί να θεωρηθεί ως κρίση του ισοζυγίου
τρεχουσών συναλλαγών. Μέχρι το 2008, οι ροές κεφαλαίων από τις χώρες του πυρήνα
της ζώνης του ευρώ στις χώρες της περιφέρειας κατευθύνονταν κατά κύριο λόγο σε
επενδύσεις στους τομείς των μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών (δημόσιος
τομέας και οικιστικά ακίνητα). Η αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης, δημόσιας και
ιδιωτικής, ασκούσε ανοδικές πιέσεις στους μισθούς και τις τιμές, υπονομεύοντας
την ανταγωνιστικότητα και τις εξαγωγές και επιδεινώνοντας το ισοζύγιο τρεχουσών
συναλλαγών των χωρών της περιφέρειας. Με την πάροδο του χρόνου, συσσωρεύονταν
ανισορροπίες όσον αφορά το χρέος, καθώς ο δημόσιος ή/και ο ιδιωτικός τομέας των
χωρών της περιφέρειας δανείζονταν σε υπερβολικό, όπως αποδείχθηκε, βαθμό.
Αποτέλεσμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 ήταν η ξαφνική
διακοπή των εισροών κεφαλαίων στις χώρες της περιφέρειας, η οποία προκάλεσε
κρίση δημόσιου χρέους στην Ελλάδα και τραπεζικές κρίσεις στην Ισπανία και την
Ιρλανδία, όπου οι αγορές ακινήτων κατέρρευσαν. Στην Ελλάδα, το υπερβολικό
δημόσιο έλλειμμα και η συνακόλουθη κρίση χρέους έπληξε την ευρωστία των
τραπεζών, καθιστώντας πιο ευάλωτο τον χρηματοπιστωτικό τομέα και οδηγώντας σε
τραπεζική κρίση. Αντιθέτως, στην Ιρλανδία και, σε μικρότερο βαθμό, στην
Ισπανία, η τραπεζική κρίση εξασθένισε το Δημόσιο.


Συνεπώς, οι γενεσιουργές αιτίες της κρίσης στη ζώνη του ευρώ και οι
καθυστερήσεις και ασυνέχειες στην ανάκαμψη αντανακλούν ανεπάρκειες στη
μακροπροληπτική εποπτεία, όπως ονομάζεται σήμερα, αστοχίες των κυβερνήσεων,
ιδίως στο δημοσιονομικό τομέα, και μια σειρά από διαρθρωτικές αδυναμίες σε
επίπεδο επιμέρους κρατών-μελών, αλλά και στο σχεδιασμό της Οικονομικής και
Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η κρίση ήταν πιο βαθειά
και πιο παρατεταμένη στις χώρες με προϋπάρχοντα διαρθρωτικά προβλήματα.


Οι διαρθρωτικές αδυναμίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την υπερβολική
εξάρτηση των επιχειρήσεων από την τραπεζική χρηματοδότηση στη ζώνη του ευρώ, η
οποία, καθώς το τραπεζικό σύστημα είχε εξασθενήσει λόγω της κρίσης, καθυστέρησε
την ανάκαμψη. Παράλληλα, οι δυσκαμψίες των αγορών εργασίας και προϊόντων στις
χώρες της ζώνης του ευρώ, καθώς και οι αδυναμίες του θεσμικού πλαισίου για τη
διαχείριση και διευθέτηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (π.χ. χρονοβόρες
δικαστικές διαδικασίες, ανεπαρκής πτωχευτική νομοθεσία) καθυστέρησαν την τόσο
αναγκαία προσαρμογή.


Ατέλειες υπήρχαν και στον αρχικό σχεδιασμό της νομισματικής ένωσης.
Πρώτον, το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (Stability and Growth Pact
–SGP) δεν κατόρθωσε να αποτρέψει τη διόγκωση του δημόσιου
χρέους στο διάστημα πριν από την κρίση. Δεύτερον, δεν υπήρχε παρακολούθηση και
έλεγχος των μακροοικονομικών ανισορροπιών και της εξέλιξης του ιδιωτικού
χρέους. Τέλος, όταν ξέσπασε η ελληνική κρίση το 2010, τα εργαλεία διαχείρισης
και επίλυσης κρίσεων στη ζώνη του ευρώ ήταν από υποτυπώδη έως ανύπαρκτα λόγω
των ανησυχιών για ηθικό κίνδυνο και λόγω της έλλειψης ενός κατάλληλου θεσμικού
πλαισίου. Στη θεσμική συγκρότηση της ΟΝΕ δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη για
επιμερισμό των κινδύνων.



2. Μέτρα πολιτικής των αρχών στην Ελλάδα και
τη ζώνη του ευρώ


Τα τελευταία χρόνια τόσο η Ελλάδα όσο και η ζώνη του ευρώ έχουν
σημειώσει σημαντική πρόοδο στην αντιμετώπιση των αιτιών που οδήγησαν στην κρίση.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) μαζί με τις Εθνικές Κεντρικές
Τράπεζες (ΕθνΚΤ) παρενέβησαν αποφασιστικά για τη διατήρηση της
χρηματοπιστωτικής σταθερότητας καθώς και για την αντιμετώπιση των ισχυρών και
επίμονων αποπληθωριστικών πιέσεων στην οικονομία της ζώνης του ευρώ.



2.1 Η οικονομική προσαρμογή στην Ελλάδα την τελευταία επταετία


Τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα από
το 2010 και χρηματοδοτήθηκαν κυρίως από τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, πέτυχαν
την εξάλειψη των μεγάλων μακροοικονομικών και δημοσιονομικών ανισορροπιών και
έθεσαν τη βάση για την ανάκαμψη της οικονομίας, παρά τις όποιες καθυστερήσεις
και αστοχίες. Ειδικότερα επιτεύχθηκε:

















Οι αλλαγές
που έχουν έως τώρα εφαρμοστεί έχουν συντελέσει στη διαφαινόμενη αναδιάρθρωση
της οικονομίας προς ένα νέο, εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο, που βασίζεται
στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και στην αύξηση του
μεριδίου των εξαγωγών στο ΑΕΠ. Εξάλλου, ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων,
αναμένεται να ενισχυθεί το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας
μακροπρόθεσμα μέσω της ταχύτερης ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας και
της αύξησης της απασχόλησης.


Σύμφωνα
με τον ΟΟΣΑ, οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν την περίοδο 2010-2016 σε
συνδυασμό με αυτές που πρόκειται να εφαρμοστούν στο πλαίσιο του προγράμματος,
αναμένεται, ceteris paribus, να αυξήσουν το πραγματικό ΑΕΠ κατά 13% περίπου την
επόμενη δεκαετία. Η
εκτίμηση αυτή είναι ένα ελάχιστο επίπεδο, με την έννοια ότι δεν μπορούν εύκολα
να ποσοτικοποιηθούν άλλες μεταρρυθμίσεις, όπως οι αλλαγές του πλαισίου των
συλλογικών διαπραγματεύσεων και η αύξηση του ρόλου των επιχειρησιακών
συμβάσεων, οι αλλαγές στον καθορισμό των κατώτατων αποδοχών, η βελτίωση του
δικαστικού συστήματος, η αναμόρφωση του πτωχευτικού δικαίου, ο εκσυγχρονισμός
της δημόσιας διοίκησης και η αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη
εξυπηρετούμενων δανείων. Αναλύσεις των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος
υποδηλώνουν ότι μακροχρόνια υπάρχουν πρόσθετα οφέλη όταν οι διαρθρωτικές
μεταρρυθμίσεις προωθούνται ταυτόχρονα με τη δημοσιονομική εξυγίανση.



2.2 Παρεμβάσεις της ΕΚΤ και μέτρα που ελήφθησαν στη ζώνη του ευρώ για
την αντιμετώπιση της κρίσης


Η ΕΚΤ παρενέβη αποφασιστικά για την εκτόνωση της κρίσης χρέους και την
αντιμετώπιση των ισχυρών και επίμονων αποπληθωριστικών πιέσεων στην οικονομία
της ζώνης του ευρώ, εφαρμόζοντας ένα ευρύ φάσμα συμβατικών και μη συμβατικών
μέτρων. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων το
2010 (Securities Market Programme –SMP) και κυρίως το πρόγραμμα Οριστικών Νομισματικών Συναλλαγών (Outright Monetary Transactions-ΟΜΤ) το καλοκαίρι του 2012, οπότε η ΕΚΤ δεσμεύτηκε, μέσω του Προέδρου
της Μάριο Ντράγκι, «να κάνει ότι απαιτηθεί» στο πλαίσιο της εντολής της,
προκειμένου να διασφαλίσει τη σταθερότητα της ζώνης του ευρώ. Το Μάρτιο του
2015 άρχισε η εφαρμογή του προγράμματος αγοράς τίτλων που εκδίδουν φορείς του
δημόσιου τομέα στη ζώνη του ευρώ (PSPP) με ορίζοντα έως το Δεκέμβριο του 2017 ή και αργότερα, εφόσον
χρειαστεί. Τα μέτρα αυτά βοήθησαν στη βελτίωση των χρηματοδοτικών συνθηκών και
στήριξαν την ανάκαμψη στη ζώνη του ευρώ.



Μετά την ad-hoc δανειακή διευκόλυνση για το πρώτο πρόγραμμα
χρηματοδότησης της Ελλάδος το 2010, σε επίπεδο της ζώνης του ευρώ ιδρύθηκε το
Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) με σκοπό την παροχή οικονομικής στήριξης σε χώρες που αντιμετωπίζουν
δυσχέρειες, το οποίο αντικαταστάθηκε από τον ισχυρότερο Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας
(ESM) τον Οκτώβριο του 2012. Η χρηματοδότηση της Ελλάδος στο πλαίσιο του
τρίτου προγράμματος προέρχεται από τον ESM και συνοδεύεται από
αντισταθμιστικούς όρους (conditionality) εφαρμογής των συμφωνηθεισών πολιτικών. Το ίδιο συνέβη και με τις λοιπές
χώρες-μέλη που εφάρμοσαν ανάλογα προγράμματα.


Σημαντική πρόοδος επίσης επιτεύχθηκε ως προς την εποπτεία της
δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής. Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης
ενισχύθηκε σημαντικά με την υιοθέτηση δέσμης νομοθετικών μέτρων (“Six Pack”), ενώ η παρακολούθηση και ο
συντονισμός ενισχύθηκαν μέσω μίας δυάδας μέτρων (“Two Pack”). Το Ευρωπαϊκό
Εξάμηνο, η Διαδικασία Μακροοικονομικών Ανισορροπιών και οι ειδικές ανά χώρα
συστάσεις (Country Specific Recommendations
–CSRs)
συνέβαλαν στην ενίσχυση της μακροοικονομικής
εποπτείας.


Παράλληλα, αντιδρώντας στο φαύλο κύκλο μεταξύ τραπεζών και
Δημοσίου, καθώς και στη μετάδοση της κρίσης μεταξύ των εθνικών
χρηματοπιστωτικών αγορών, το 2012 οι Ευρωπαίοι ηγέτες έθεσαν σε κίνηση τη
διαδικασία για τη δημιουργία της Τραπεζικής Ένωσης. Οι τρεις πυλώνες της
Τραπεζικής Ένωσης είναι ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός, ο Ενιαίος Μηχανισμός
Εξυγίανσης και ένα κοινό Σύστημα Ασφάλισης των Καταθέσεων, το οποίο όμως δεν
έχει ολοκληρωθεί ακόμα. Επίσης, κατόπιν σημαντικής ενίσχυσης της
μακροπροληπτικής εποπτείας, οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν σήμερα στη διάθεσή τους
κατάλληλα εργαλεία πολιτικής για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής
σταθερότητας.



3. Τρέχουσες προβλέψεις, κίνδυνοι και επόμενα
βήματα


Οι τρέχουσες προβλέψεις δείχνουν σταδιακή ανάκαμψη τόσο στην Ελλάδα όσο
και στη ζώνη του ευρώ. Ωστόσο, η ανάκαμψη αντιμετωπίζει διάφορες αντιξοότητες,
που αφορούν πολιτικούς κινδύνους, συνδεόμενους με την άνοδο του λαϊκισμού και
της αντιευρωπαϊκής ρητορικής, την άνοδο της πολιτικής αβεβαιότητας σε αρκετές
ανεπτυγμένες χώρες, την έξαρση του προστατευτισμού διεθνώς, την ενδεχόμενη
επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης και την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την
Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) (Brexit). Όπως έχουν επισημάνει διακεκριμένοι στοχαστές, η
άνοδος του λαϊκισμού και οι τάσεις ενδυνάμωσης του προστατευτισμού διεθνώς
τροφοδοτήθηκαν από τις ανεπιθύμητες συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και της
τεχνολογικής – ψηφιακής επανάστασης, δηλαδή την αύξηση της ανεργίας, τις
αυξανόμενες εισοδηματικές ανισότητες και τη φοροδιαφυγή, κυρίως μέσω εξωχώριων
δραστηριοτήτων.



Επιπρόσθετα, η τρέχουσα ανάκαμψη στην ευρωζώνη, συγκρινόμενη με παλαιότερες,
είναι αισθητά πιο αργή, το παραγωγικό κενό εξακολουθεί να είναι αρνητικό, οι
επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ υπολείπονται του προ-κρίσης επιπέδου τους, ενώ
και το αυξανόμενο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ζώνης του
ευρώ υποδηλώνει σημαντικά υποτονική εσωτερική ζήτηση σε σχέση με την προσφορά. Τα παραπάνω οφείλονται στο ότι η
ανάκαμψη στην ευρωζώνη παρεμποδίζεται από τα
προβλήματα που κληροδότησε η κρίση, δηλ. την υψηλή ανεργία και το υψηλό δημόσιο
και ιδιωτικό χρέος.


Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί να ασκεί διευκολυντική πολιτική
σε μακροπρόθεσμη βάση, για να αντιμετωπιστούν τα υφιστάμενα προβλήματα και οι
προκλήσεις απαιτείται εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ενδυνάμωση του
κοινού ευρωπαϊκού οικοδομήματος με βελτίωση της αρχιτεκτονικής της ΟΝΕ. Στο
πλαίσιο αυτό, οι επόμενες κινήσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις
για να βελτιωθεί το αναπτυξιακό δυναμικό και για τη θωράκιση απέναντι σε
μελλοντικές διαταραχές, καθώς και αυξημένο συντονισμό των οικονομικών
πολιτικών, σύγκλιση και επιμερισμό των κινδύνων εντός της ΟΝΕ.



3.1 Παρεμβάσεις που απαιτούνται για να
καταστούν η Ελλάδα και η ζώνη του ευρώ ανθεκτικότερες σε μελλοντικές διαταραχές


Για να καταστεί δυνατή η εσωτερική απορρόφηση των εξωτερικών διαταραχών
από τα κράτη-μέλη της ΟΝΕ, χρειάζεται σε πρώτη φάση να διορθωθούν, όπως ήδη
γίνεται, οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές ανισορροπίες του παρελθόντος
και τα αρνητικά κληροδοτήματα της κρίσης (υψηλή ανεργία και υψηλό δημόσιο και
ιδιωτικό χρέος).


Παράλληλα, χρειάζεται να αρθούν από τα κράτη-μέλη οι δυσκαμψίες στις
αγορές εργασίας, προϊόντων και κεφαλαίων. Αυτό θα συμβάλλει σε αυξημένη
ευελιξία τιμών, η οποία είναι απαραίτητη για δύο λόγους: Αφενός για να
ανακτώνται οι απώλειες ανταγωνιστικότητας, αφετέρου για να προσαρμόζονται οι
σχετικές τιμές (ελλείψει της δυνατότητας προσαρμογής της συναλλαγματικής ισοτιμίας)
και να σηματοδοτούν έτσι την αποτελεσματική ανακατανομή του κεφαλαίου και της
εργασίας προς όφελος των πλέον δυναμικών κλάδων και επιχειρήσεων.


Η ευελιξία τιμών απαιτεί ευελιξία αμοιβών, ενίσχυση του ανταγωνισμού και
περιορισμό των υπερβολικών ρυθμίσεων στις τιμές και στις αμοιβές σε ορισμένα
κλειστά επαγγέλματα (π.χ. μηχανικοί, δικηγόροι κ.λπ.) και σε κλάδους δικτύων
υποδομών. Από την άλλη πλευρά βεβαίως, το κοινωνικό κράτος θα πρέπει να
εξασφαλίζει ένα προστατευτικό δίχτυ ασφαλείας για όσους θίγονται από την
προσαρμογή. Ευελιξία και ασφάλεια (flexicurity) πρέπει να συμβαδίζουν.


Σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ενδυνάμωση της
ανθεκτικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας μέσω μιας πιο αποτελεσματικής
κατανομής των πόρων (allocative efficiency) απαιτεί τη διευκόλυνση της εισόδου νέων επιχειρήσεων, την
αποτελεσματική και αποδοτική πτωχευτική διαδικασία που θα επιτρέπει την
επαναπασχόληση των διαθέσιμων πόρων που τίθενται σε αργία και την παροχή
δεύτερης ευκαιρίας στους επιχειρηματίες, φιλικό επιχειρηματικό και φορολογικό
περιβάλλον, εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και του δικαστικού
συστήματος, περιορισμό της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς στις δημόσιες
προμήθειες, διαθεσιμότητα υψηλού επιπέδου δημόσιων υποδομών και ρυθμιστικό πλαίσιο
που ενθαρρύνει τον ανταγωνισμό μέσω αποτελεσματικής εφαρμογής του δικαίου του
ανταγωνισμού.


Οι διαρθρωτικές
μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων, καθώς και η βελτίωση του
επιχειρηματικού περιβάλλοντος και της λειτουργίας του δημόσιου τομέα, θα
προσελκύσουν ιδιωτικές επενδύσεις, θα αυξήσουν την απασχόληση, την
παραγωγικότητα και τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και θα καταστήσουν την οικονομία
ανθεκτικότερη σε μελλοντικές διαταραχές.


Επιπλέον, ορισμένες
από αυτές τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα αυξήσουν τις προσδοκίες για τα
μελλοντικά εισοδήματα και έτσι θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη και τη ζήτηση
βραχυπρόθεσμα, στηρίζοντας την ανάκαμψη. Επίσης, οι πολιτικές που αυξάνουν τη
συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό και μειώνουν τη διαρθρωτική ανεργία είναι
απαραίτητες για την τόνωση της μελλοντικής ανάπτυξης και απασχόλησης.

Όλες οι παραπάνω μεταρρυθμίσεις αφορούν κατά
μείζονα λόγο την Ελλάδα. Σήμερα αναγκαία προϋπόθεση της οικονομικής ανάκαμψης
είναι πρωτίστως η ολοκλήρωση της
δεύτερης αξιολόγησης και η απαρέγκλιτη εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων
που περιγράφονται στο νέο πρόγραμμα. Παράλληλα, ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην
άρση των εμποδίων που αντιμετωπίζουν ακόμη και ιδιωτικοποιήσεις που έχουν ήδη
εγκριθεί και στην περαιτέρω προώθηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και
αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας καθώς και στη βελτίωση της διαχείρισής του.


Για να διευκολυνθεί η
τρέχουσα ανάκαμψη στη ζώνη του ευρώ, είναι επιτακτική η αντιμετώπιση του
προβλήματος της υπερχρέωσης του ιδιωτικού τομέα που θα επιτρέψει την επιτάχυνση
των χορηγήσεων. Το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων αφενός μειώνει
την κερδοφορία των τραπεζών και έτσι δυσχεραίνει την προσφορά πιστώσεων, κάτι
το οποίο πλήττει κατά κύριο λόγο τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες
εξαρτώνται από τις τράπεζες για χρηματοδότηση, και αφετέρου καθυστερεί την
αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων και έτσι περιορίζει τη δυνατότητα των βιώσιμων
επιχειρήσεων να χρηματοδοτήσουν νέα επενδυτικά προγράμματα. Το υψηλό
ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για το
ελληνικό τραπεζικό σύστημα και την ελληνική οικονομία.


Πέρα από τα
έως τώρα μέτρα που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων και τη θέσπιση σειράς στόχων και βασικών δεικτών επιδόσεων με σκοπό τη μείωση
του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά 38% (ή περίπου 40 δισεκ.
ευρώ) μέχρι το τέλος του 2019, απαιτούνται τα ακόλουθα:













Η πιο
ενεργητική πολιτική διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από την πλευρά
των τραπεζών, σε συνδυασμό με την πλήρη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων αυτών, θα
οδηγήσει στην ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας και στην
οικονομική ανάπτυξη.



3.2 Μεταρρυθμίσεις στην αρχιτεκτονική της ΟΝΕ


Πρώτα
από όλα, πρέπει να βελτιωθεί τόσο η διαρθρωτική όσο και η κυκλική σύγκλιση των
κρατών-μελών της ευρωζώνης. Για να γίνει αυτό απαιτείται στενότερη συνεργασία
και συντονισμός των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών. Κάτι τέτοιο
προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, τη διαφάνεια και προβλεψιμότητα όσον αφορά την
ερμηνεία και εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και
Ανάπτυξης, αλλά και την οικειοποίηση και την αξιόπιστη υλοποίηση των ειδικών
ανά χώρα συστάσεων, οι οποίες απευθύνονται στα κράτη-μέλη στο πλαίσιο του
Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.


Παράλληλα,
ο
μηχανισμός προσαρμογής στο πλαίσιο της ΟΝΕ θα πρέπει να ρυθμιστεί ώστε
να εξασφαλίζεται ότι θα λειτουργεί εξίσου αποτελεσματικά τόσο για τις χώρες με
συνεχή ελλείμματα όσο και για τις χώρες με συνεχή πλεονάσματα στο εξωτερικό
ισοζύγιο. Προς το σκοπό αυτό, η Διαδικασία Μακροοικονομικών Ανισορροπιών θα
πρέπει να ενισχυθεί και να ενθαρρύνει μεταρρυθμίσεις στις χώρες που έχουν
συσσωρεύσει μεγάλα και συνεχή πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Οι χώρες που επλήγησαν από την κρίση έχουν βελτιώσει τις εξωτερικές τους θέσεις
λόγω αφενός της αύξησης των εξαγωγών χάρη στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας
και στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και αφετέρου της μείωσης των εισαγωγών
εξαιτίας της ύφεσης της οικονομίας αλλά και της βελτίωσης της
ανταγωνιστικότητας. Αντίθετα, οι χώρες που είχαν πλεονάσματα του ισοζυγίου
τρεχουσών συναλλαγών πριν από την κρίση δεν συνέβαλαν στην τόσο αναγκαία
αναδιάρθρωση λόγω της ανεπαρκούς εγχώριας ζήτησης και του χαμηλού αναπτυξιακού
δυναμικού.


Η
έλλειψη προόδου στις χώρες με συνεχή πλεονάσματα στο εξωτερικό ισοζύγιο καθιστά
πιο δύσκολη τη συνέχιση της προσπάθειας προσαρμογής στις χώρες που έχουν
διορθώσει τις εξωτερικές ανισορροπίες τους, καθότι συνεπάγεται ακόμη μεγαλύτερη
εσωτερική υποτίμηση προκειμένου να επιτύχουν διατηρήσιμα οφέλη σε όρους
ανταγωνιστικότητας και ανόδου των εξαγωγών τους. Ωστόσο, κάτι τέτοιο είναι
εξαιρετικά δύσκολο σε ένα περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού. Σύμφωνα με πρόσφατη
μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο υφιστάμενο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων,
μια αύξηση των δημόσιων επενδύσεων χρηματοδοτούμενη με υψηλότερο χρέος στις
χώρες με υψηλά πλεονάσματα στο εξωτερικό ισοζύγιο, θα ενίσχυε την εσωτερική
ζήτηση και θα οδηγούσε σε άνοδο του ΑΕΠ στις εν λόγω χώρες, ενώ παράλληλα θα
συνέβαλε, μέσω αποτελεσμάτων διάχυσης, σε άνοδο του ΑΕΠ και στις υπόλοιπες
χώρες της ευρωζώνης ενδυναμώνοντας την αναδιάρθρωση και την ανάκαμψη της
ευρωζώνης συνολικά.


Ο επιμερισμός των κινδύνων στο πλαίσιο της ΟΝΕ θα πρέπει να ενισχυθεί σε
μεγάλο βαθμό. Στο πλαίσιο αυτό σημαντικές είναι οι προτάσεις που διατυπώθηκαν
το 2015 στην Έκθεση των Πέντε Προέδρων, καθώς και οι προτάσεις που
δημοσιεύθηκαν το φθινόπωρο του 2016 από το Ινστιτούτο Jacques Delors. Ο επιμερισμός των κινδύνων του ιδιωτικού τομέα μπορεί να επιτευχθεί
μέσω δράσεων που θα οδηγήσουν σε μια πραγματική χρηματοπιστωτική ένωση με
πλήρως ενοποιημένες χρηματοπιστωτικές αγορές και αγορές κεφαλαίων. Μεταξύ αυτών
των δράσεων είναι η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης μέσω της δημιουργίας ενός κοινού Συστήματος Ασφάλισης των Καταθέσεων
και της καθιέρωσης ενός αξιόπιστου κοινού μηχανισμού δημοσιονομικής στήριξης
του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης που αποτελεί πυλώνα του Ενιαίου Μηχανισμού
Εξυγίανσης. Ο ESM, θα μπορούσε να αποτελέσει τον απαραίτητο μηχανισμό στήριξης (backstop) του κοινού Συστήματος Ασφάλισης
των Καταθέσεων και του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης.


Μια γνήσια Ένωση Κεφαλαιαγορών μπορεί να προωθηθεί μέσω νομοθετικών
αλλαγών που θα επιβάλουν εναρμόνιση με βέλτιστες πρακτικές για την τιτλοποίηση,
τα λογιστικά πρότυπα, το πτωχευτικό και το εταιρικό δίκαιο, τα περιουσιακά
δικαιώματα κ.λπ. Αυτές οι αλλαγές θα καταστήσουν δυνατή τη βαθύτερη ενοποίηση
των αγορών ομολόγων και μετοχών και θα εξασφαλίσουν την πρόσβαση των επιχειρήσεων
(και ιδίως των μικρομεσαίων) στις αγορές κεφαλαίων, η οποία θα λειτουργεί
συμπληρωματικά προς την τραπεζική χρηματοδότηση. Η Ένωση Κεφαλαιαγορών θα
ενισχύσει τις διασυνοριακές επενδύσεις και, ως εκ τούτου, τον επιμερισμό
κινδύνων του ιδιωτικού τομέα μεταξύ των χωρών, καθώς θα χαλαρώσει η συσχέτιση
των αποδόσεων των περιουσιακών στοιχείων και της πρόσβασης στις πιστώσεις με
την εγχώρια οικονομική κατάσταση κάθε κράτους-μέλους.

Πέρα από την ενίσχυση των διαύλων επιμερισμού
των κινδύνων του ιδιωτικού τομέα, απαιτείται και ένα εργαλείο δημοσιονομικής
σταθεροποίησης στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο, με σκοπό τον επιμερισμό των
κινδύνων του δημόσιου τομέα. Αυτό το εργαλείο θα παρέχει ουσιαστική ασφάλιση
έναντι ασύμμετρων διαταραχών που οδηγούν σε περιφερειακές ανισορροπίες, ενώ σε περίπτωση συμμετρικών διαταραχών θα λειτουργεί συμπληρωματικά
προς την ενιαία νομισματική πολιτική ασκώντας αντικυκλική πολιτική, ιδίως όταν τα βασικά επιτόκια βρίσκονται σε μηδενικά επίπεδα.


Επί του παρόντος η διάθεση για πλήρη δημοσιονομική ένωση στην κοινή
γνώμη πολλών χωρών-μελών της ευρωζώνης φαίνεται περιορισμένη, όμως υπάρχουν
εναλλακτικοί, πιο ρεαλιστικοί τρόποι να προχωρήσουμε σύμφωνα με τις προτάσεις
υπευθύνων χάραξης πολιτικής και ακαδημαϊκών. Για παράδειγμα, η σύνδεση
μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων στο πλαίσιο ενός ενισχυμένου Ευρωπαϊκού Ταμείου
Στρατηγικών Επενδύσεων (Σχέδιο Juncker). Ως ανταμοιβή στην υιοθέτηση μιας
φιλόδοξης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, θα πρέπει να υπάρχει ένα κοινό ταμείο
ευρωπαϊκών κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση επενδυτικών προγραμμάτων σε ολόκληρη
την ΕΕ, που θα στοχεύει στην ενίσχυση της παραγωγικότητας μέσω στοχευμένων
ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων σε τομείς αιχμής. Αυτά τα ευρωπαϊκά κεφάλαια
θα μπορούσαν ενδεχομένως να προέλθουν από ευρωομόλογα που θα εκδίδει ο ESM.


Εναλλακτικά, ο επιμερισμός των κινδύνων του δημόσιου τομέα μπορεί να
αφορά ένα κοινό σύστημα ασφάλισης ανέργων, το οποίο θα χρηματοδοτείται μέσω
εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, ή ένα ταμείο γενικού σκοπού για τις “δύσκολες
μέρες” (“rainy day fund”), το οποίο θα χρηματοδοτείται με ετήσιες εισφορές των κρατών-μελών
στις περιόδους άνθησης της οικονομίας. Σε κάθε περίπτωση, για να
αποφευχθεί το πρόβλημα του ηθικού κινδύνου, ο επιμερισμός των κινδύνων του
δημόσιου τομέα θα πρέπει να συνδυάζεται με στενότερο συντονισμό των οικονομικών
πολιτικών και μπορεί να συνδέεται με την εφαρμογή ειδικών ανά χώρα συστάσεων
καθώς και με υγιείς και υπεύθυνες δημοσιονομικές πολιτικές σύμφωνα με τους
ισχύοντες κανόνες της ΕΕ. Ο επιμερισμός κινδύνων θα πρέπει δηλαδή να
συνδέεται και με επιμερισμό / συντονισμό εθνικών πολιτικών στη σφαίρα της
οικονομίας. Με άλλα λόγια, επιπρόσθετα δικαιώματα και παροχές (επιμερισμός
κινδύνων) θα πρέπει να συμβαδίζουν με επιπρόσθετες υποχρεώσεις (επιμερισμός και
συντονισμός πολιτικών).



4. Συμπεράσματα και τελικές παρατηρήσεις


Χωρίς να παραβλέπω τα ειδικότερα προβλήματα της Ελλάδας, φαίνεται ότι
συνολικά η ζώνη του ευρώ πράγματι αντιμετωπίζει κοινές προκλήσεις και κινδύνους
τώρα και στο άμεσο μέλλον. Μερικές από τις προκλήσεις είναι πολιτικής φύσεως
και σχετίζονται με τις λαϊκίστικες και αντιευρωπαϊκές απόψεις που ακούγονται με
αφορμή το κύμα προσφύγων, ενώ άλλες σχετίζονται με τα προβλήματα που
κληροδότησε η κρίση της ζώνης του ευρώ. Τα τελευταία χρόνια επιτεύχθηκε
σημαντική πρόοδος τόσο στην Ελλάδα όσο και στη ζώνη του ευρώ, ενώ η
διευκολυντική νομισματική πολιτική στηρίζει την ανάκαμψη. Όμως, επιβάλλεται να
γίνουν ακόμη περισσότερα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανέλαβε δυσανάλογο βάρος στην προηγούμενη κρίση και επιτέλεσε με τον
καλύτερο δυνατό τρόπο το καθήκον της, συμβάλλοντας στη διάσωση της ευρωζώνης.
Τώρα πρέπει να αναλάβουν αντίστοιχες πρωτοβουλίες και οι κυβερνήσεις των
χωρών-μελών της ευρωζώνης, σύμφωνα με όσα ενδεικτικά ανέφερα προηγουμένως.


Όσον αφορά την Ευρώπη, η απάντηση στις προκλήσεις είναι περισσότερη, όχι
λιγότερη Ευρώπη. Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα απαιτείται ρεαλισμός και ευελιξία τόσο από τους
εταίρους και τους θεσμούς όσο και από την ελληνική πλευρά, με στόχο την άμεση
κατάληξη της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος και την ολοκλήρωση των
απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων έτσι ώστε να ισχυροποιηθεί η πρόβλεψη για ανάπτυξη
της ελληνικής οικονομίας από το 2017 και μετά.


Αν εκπληρωθούν αυτές οι προϋποθέσεις, θα
ανοίξει ο δρόμος για την περαιτέρω εκταμίευση δόσεων αλλά και για τη συζήτηση
της παραμετροποίησης και των μεσοπρόθεσμων μέτρων για τη διευθέτηση του χρέους,
με δυνητική εφαρμογή τους μετά το 2018. Μια τέτοια εξέλιξη θα επιτρέψει την
ένταξη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων του
Ευρωσυστήματος. Αυτό θα βελτιώσει τη ρευστότητα των τίτλων, θα οδηγήσει σε
σημαντική περαιτέρω αποκλιμάκωση των αποδόσεών τους και θα διευκολύνει τη
διατηρήσιμη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά
τη λήξη του προγράμματος, ενισχύοντας το τραπεζικό σύστημα και την πραγματική
οικονομία. Η βελτίωση της εμπιστοσύνης και η συνακόλουθη άνοδος της οικονομικής
δραστηριότητας θα επιταχύνουν την επιστροφή καταθέσεων και θα έχουν ως
αποτέλεσμα την περαιτέρω χαλάρωση και τελικά την πλήρη κατάργηση των
κεφαλαιακών περιορισμών.












Exit mobile version