Τράπεζες: Μείωση των κόκκινων δανείων κατά 41 δισ. ευρώ έως το 2019

Σταδιακή– και διαρκώς
αυξανόμενη- είναι η αποκατάσταση της χρηματοδότησής
των ελληνικών τραπεζών από τη διατραπεζική αγορά και μάλιστα με τη χρήση ενεχύρων
που δεν είναι αποδεκτά στα πλαίσια του Ευρωσυστήματος, όπως δήλωσε ο Διοικητής της
Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στη Διαρκή Επιτροπή
Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής.

Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με τη μείωση της
αβεβαιότητας, τη σταθεροποίηση των καταθέσεων και την πρόοδο στην ανακεφαλαιοποίηση
εξηγεί τη μείωση της εξάρτησης των τραπεζών από την ακριβότερη χρηματοδότηση
μέσω του ELA
κατά
31,5 δισ. ευρώ από το τέλος Ιουλίου 2015, στα 58,6 δισ. ευρώ. Από τα τέλη
Ιουνίου έως σήμερα, ο ELA
μειώθηκε κατά
9,5 δισ. ευρώ. Από τις 20 Ιουλίου 2015 έως το τέλος του 2015, οι
καταθέσεις αυξήθηκαν περισσότερο από 2 δισ. ευρώ, ενώ από την ίδια ημερομηνία
έως σήμερα σημειώνεται σταδιακή αλλά σταθερή επιστροφή χαρτονομισμάτων, ύψους
περίπου 4 δισ. ευρώ.



Οι στόχοι για τη μείωση των
κόκκινων δανείων


Παράλληλα, οι τέσσερις
συστημικές τράπεζες έθεσαν – κατόπιν οδηγία της ΤτΕ και του Ενιαίου Μηχανισμού Εποπτείας της ΕΚΤ – ως δεσμευτικό στόχο τη μείωση των «κόκκινων» δανείων
τους έως το 2019 κατά 40% ή 41 δισ. ευρώ, δήλωσε ο κ. Στουρνάρας.


Με βάση τις προτάσεις που
υπέβαλαν οι τράπεζες, η μείωση των κόκκινων δανείων θα προκύψει μόνο σε ποσοστό
5% από την πώληση δανείων και κατά 7% από τη ρευστοποίηση εξασφαλίσεων, ενώ το
μεγαλύτερο μέρος της θα προέλθει «από
την ανάκαμψη της οικονομίας, όπως προβλέπεται στο πρόγραμμα και τη
συνακόλουθη επιστροφή στην κερδοφορία σημαντικού μέρους των επιχειρήσεων καθώς
και από την επιτυχή ρύθμιση/αναδιάρθρωση οφειλών που θα καταστήσει μη
εξυπηρετούμενα δάνεια και πάλι ενήμερα».


Οι βασικές προτεραιότητες που προωθεί η ΤτΕ κατά την αξιολόγηση και έγκριση των
στρατηγικών που υποβάλουν οι τράπεζες για τη μείωση των ΜΕΑ είναι:


  • Η
    αποφυγή βραχυπρόθεσμων λύσεων ρύθμισης οφειλών και η παροχή μακροπρόθεσμα
    βιώσιμων λύσεων ή λύσεων οριστικής διευθέτησης.
  • Η
    συντονισμένη αντιμετώπιση κοινών πιστούχων με καθυστερούμενες οφειλές σε
    περισσότερες τράπεζες.
  • Η
    αναδιάρθρωση των υπερχρεωμένων βιώσιμων επιχειρήσεων με νέο επιχειρηματικό
    σχεδιασμό και, αν χρειαστεί, νέα διοίκηση παράλληλα με την αναδιάρθρωση του
    δανείου.
  • Η
    ενεργητική αξιοποίηση του υπάρχοντος επιπέδου προβλέψεων και εξασφαλίσεων για
    την οριστική ελάφρυνση του ισολογισμού των τραπεζών από προβληματικά στοιχεία.
  • Η
    ανάπτυξη εντός των τραπεζών νέων μεθόδων οργάνωσης και διαδικασιών, για την
    αντικειμενική και διαφανή επιλογή λύσεων ρύθμισης οφειλών.











Προοπτικές ανάκαμψης της
οικονομίας


Οι προβλέψεις της ΤτΕ δείχνουν
ανάκαμψη της οικονομίας από το δεύτερο εξάμηνο του 2016, η οποία θα συνεχισθεί
το 2017 και το 2018, δήλωσε ο κ. Στουρνάρας. «Οι προβλέψεις», είπε,
«βασίζονται στην υπόθεση ότι η ολοκλήρωση
της αξιολόγησης το πρώτο εξάµηνο του 2016 θα επιφέρει, από το δεύτερο εξάµηνο
του 2016 και µετά, σηµαντικές θετικές επιδράσεις στη ρευστότητα του
χρηµατοπιστωτικού συστήµατος, στη µείωση της αβεβαιότητας και στη βελτίωση του
οικονοµικού κλίµατος, µε σηµαντικές συνέπειες στην εξέλιξη βασικών συνιστωσών
της εγχώριας ζήτησης. Βασίζεται επίσης στην υπόθεση ότι θα συνεχιστεί η
διευκολυντική νοµισµατική πολιτική από την ΕΚΤ».



Επιπλέον,
η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε ρεαλιστικούς
και βιώσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης θα υποβοηθηθεί: Πρώτον, από την προώθηση, χωρίς
δισταγμούς, των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που
περιγράφονται στην πρόσφατη συμφωνία της κυβέρνησης με τους θεσμούς, και από
την αξιοποίηση της αδρανούσας ακίνητης κρατικής
περιουσίας μέσω των κατάλληλων μέτρων για τη βελτίωση των χρήσεων γης. Δεύτερον, από τη μείωση του
μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου από πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από
το 2018 και μετά, σε 2% του ΑΕΠ, χωρίς να θιγεί η προοπτική βιωσιμότητας του
δημόσιου χρέους μέσω της εφαρμογής ήπιων μέτρων μετάθεσης των λήξεων των
δανείων και εξομάλυνσης της αποπληρωμής των τόκων. Αυτό θα δώσει τη δυνατότητα
για μείωση της φορολογίας και θα απελευθερώσει πόρους για την ενίσχυση της
οικονομικής δραστηριότητας, ενώ παράλληλα θα καταστήσει τους δημοσιονομικούς
στόχους οικονομικά και κοινωνικά επιτεύξιμους

Exit mobile version