Η τάση των ευρωπαϊκών και αμερικανικών αυτοκινητοβιομηχανιών με την παραγωγή μεγάλων ηλεκτρικών SUV και πολυτελών crossover υπονομεύει τις προσπάθειες διάδοσης της ηλεκτροκίνησης, όπως έδειξαν τα στοιχεία της νέας έκθεσης που δημοσιοποίησε ο Παγκόσμιος Οργανισμός για την Οικονομία Καυσίμων (GFEI).
Αυτό έχει ως συνέπεια την αύξηση του κόστους των μεγάλων ηλεκτρικών αυτοκινήτων, μειώνοντας σημαντικά τα ποσοστά απόκτησης από μεγάλη μερίδα καταναλωτών με χαμηλό εισόδημα, δίνοντας παράλληλα το πλεονέκτημα στους Κινέζους κατασκευαστές να έχουν τον πρώτο λόγο σε μικρότερα αυτοκίνητα. Η συγκεκριμένη έκθεση με τίτλο «Μικρά και Ηλεκτρικά: Η Διεθνής Επιχείρηση για την Απομάκρυνση από τα SUV καύσης», υπογραμμίζει ότι τα μεγάλα ηλεκτρικά οχήματα είναι πιο ακριβά και λιγότερο βιώσιμα, απαιτώντας περισσότερες πρώτες ύλες και ενέργεια για την παραγωγή και τη λειτουργία τους. Η έκθεση υποστηρίζει πως μια στροφή προς τα συμπαγή, οικονομικά προσιτά ηλεκτρικά οχήματα, θα επιτάχυναν την ηλεκτροκίνηση, θα ενίσχυαν την ενεργειακή ασφάλεια και θα βοηθούσαν τις ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες να ανταγωνιστούν κινεζικές μάρκες όπως η BYD, η οποία είναι γνωστή για τα προσιτά μοντέλα της.
Η προτίμηση για μεγάλα οχήματα ξεκίνησε κοντά στο 2005, όταν οι ώριμες αγορές στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική έδωσαν ώθηση σε αυτή την κατηγορία. Για να διατηρήσουν την αύξηση των εσόδων, οι αυτοκινητοβιομηχανίες στράφηκαν σε οχήματα υψηλής ποιότητας, ιδίως SUV, τα οποία πλέον αντιπροσωπεύουν το 54% στην ευρωπαϊκή αγορά, όταν το αντίστοιχο ποσοστό πριν από 20 περίπου χρόνια ήταν 5%. Από την άλλη το μερίδιο των μικρών αυτοκινήτων έχει μειωθεί από το 40% πριν από δύο δεκαετίες στο 15% το 2024.
Τα μεγαλύτερα οχήματα
Τα μεγαλύτερα οχήματα αποφέρουν υψηλότερα περιθώρια κέρδους για τους κατασκευαστές, ωστόσο αυξάνουν το κόστος για τους καταναλωτές και επιδεινώνουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Το υψηλό κόστος μετάβασης από τους κινητήρες καύσης στα ηλεκτρικά οχήματα έχει οδηγήσει τους ευρωπαίους κατασκευαστές να επικεντρωθούν σε μεγάλα, ακριβά μοντέλα ηλεκτρικών οχημάτων. Αυτό οδήγησε στη μείωση των πωλήσεων, την αργή μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση και την αύξηση του μέσου όρου παλαιότητας των αυτοκινήτων στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης.
Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Κίνας στην αγορά ηλεκτρικών οχημάτων πηγάζει από τις επενδύσεις που έχει κάνει στις αλυσίδες εφοδιασμού μπαταριών, στην αποδοτικότητα της κατασκευής και στα οχήματα που βασίζονται σε νέου τύπου λογισμικά. Παρά τους ευρωπαϊκούς δασμούς στα κινεζικής κατασκευής οχήματα, τα κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα παραμένουν ανταγωνιστικά και χρόνο με τον χρόνο αυξάνουν τα μερίδιά τους στις ευρωπαϊκές αγορές.
Η έκθεση της GFEI υποστηρίζει ότι η στροφή προς μικρότερα ηλεκτρικά οχήματα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα πολλαπλές προκλήσεις. Σε περίπτωση που θα πραγματοποιηθεί αυτή η στροφή, αυτή πρέπει να έχει προσιτό παρονομαστή, ώστε να απευθύνονται και σε άτομα με χαμηλό εισόδημα. Οι υψηλότεροι όγκοι πωλήσεων θα μείωναν το κόστος παραγωγής, αντισταθμίζοντας τα χαμηλότερα περιθώρια κέρδους και ενθαρρύνοντας την καινοτομία για να γεφυρωθεί το ανταγωνιστικό χάσμα με τους Κινέζους κατασκευαστές. Από την άλλη τα μικρότερα ηλεκτρικά οχήματα καταναλώνουν λιγότερη ενέργεια ανά χιλιόμετρο, άρα λιγότερη ενέργεια, ενώ βελτιώνουν την οδική ασφάλεια για τους πεζούς και τους ποδηλάτες.
Η έκθεση της GFEI τονίζει ότι τα μικρότερα ηλεκτρικά οχήματα αποτελούν «στρατηγική αναγκαιότητα» για την Ευρώπη, ιδιαίτερα στο σημερινό πολύπλοκο γεωπολιτικό τοπίο. Υιοθετώντας τα συμπαγή ηλεκτρικά οχήματα, οι ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους, μετατρέποντας την πρόκληση της αγοράς σε ευκαιρία για μια πράσινη επανάσταση. Το ερώτημα είναι εάν οι υπεύθυνοι της χάραξης πολιτικών και οι κατασκευαστές θα ευθυγραμμίσουν τις στρατηγικές τους με τα αποτελέσματα αυτής της έκθεσης.