Αμηχανία και σύγχυση από το προεδρικό διάταγμα Τραμπ

Το αμφιλεγόμενο προεδρικό διάταγμα του Ντ. Τραμπ προκαλεί ανησυχία στο
Βερολίνο. Τι σημαίνει η απαγόρευση εισόδου στις ΗΠΑ υπηκόων επτά μουσουλμανικών
χωρών καθώς και η σχετική ανακοίνωση της αμερικανικής πρεσβείας;


Οι οδηγίες που ανήρτησε σήμερα στην ιστοσελίδα της στο facebook η
αμερικανική πρεσβεία στο Βερολίνο φαίνονται με μια πρώτη ματιά σαφείς: οι
Γερμανοί πολίτες, που διαθέτουν συγχρόνως και διαβατήρια από το Ιράκ, το Ιράν,
τη Λιβύη, τη Σομαλία, το Σουδάν, τη Συρία ή την Υεμένη δεν θα λαμβάνουν για την
ώρα άδεια εισόδου στις ΗΠΑ από καμία αμερικανική προξενική υπηρεσία στη
Γερμανία. «Εάν είστε πολίτης μιας εξ αυτών των χωρών ή έχετε διπλή υπηκοότητα
παρακαλείσθε να μην τηλεφωνείτε για να κλείσετε ραντεβού για έκδοση βίζας όπως
επίσης παρακαλείσθε να μην καταβάλετε στο εξής το σχετικό παράβολο», αναφέρεται
πιο συγκεκριμένα στην ιστοσελίδα της πρεσβείας των ΗΠΑ, ενώ τονίζεται ακόμη ότι
όσοι έχουν κλεισμένα εδώ και καιρό σχετικά ραντεβού, θα πρέπει να αναμένουν
μόνο την ακύρωσή τους.


Το πόσο πολλούς Γερμανούς πολίτες αγγίζει το αμερικανικό προεδρικό
διάταγμα αλλά και η σχετική ανακοίνωση της αμερικανικής πρεσβείας του Βερολίνου
γίνεται αντιληπτό αν κοιτάξει κανείς τους πραγματικούς αριθμούς. Για την ώρα
βέβαια το γερμανικό υπ. Εσωτερικών έχει δώσει στη δημοσιότητα μόνον επίσημα
στοιχεία που αφορούν το έτος 2011. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, που ίσως πλέον
να έχουν ξεπεραστεί, πάνω από 80.000 Γερμανοί πολίτες έχουν συγχρόνως και την
ιρανική υπηκοότητα και πάνω από 30.000 είναι παράλληλα και υπήκοοι του Ιράκ. Σε
αυτούς προστίθενται άλλοι 25.000 πολίτες με συριακό διαβατήριο και πάνω από
1000 που είναι παράλληλα και υπήκοοοι του Ν. Σουδάν. Η απαγόρευση εισόδου στις
ΗΠΑ αφορά επίσης περίπου 500 ανθρώπους από τη Σομαλία, 300 από τη Λιβύη και 350
από την Υεμένη, που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στη Γερμανία.



Αβεβαιότητα και αμηχανία



Αλλά τι σημαίνουν εν τέλει όλα αυτά; Πράγματι όλες αυτές οι κατηγορίες
Γερμανών πολιτών δεν θα μπορούν να ταξιδέψουν πλέον στις ΗΠΑ; Η σχετική
απάντηση του εκπροσώπου του γερμανικού υπ. Εξωτερικών Μάρτιν Σέφερ είναι
ενδεικτική του κλίματος που επικρατεί. «Μακάρι να μπορούσα να δώσω μια λογική,
αξιόπιστη απάντηση αλλά δεν μπορώ», είπε χαρακτηριστικά. Στην πράξη κανείς δεν
γνωρίζει ακόμη τι σημαίνει η υπογραφή του επίμαχου προεδρικού διατάγματος από
τον Ντ. Τραμπ.


Όπως διεμήνυσε το γερμανικό υπ. Εξωτερικών διά του εκπροσώπου του, η
γερμανική κυβέρνηση προσπάθησε μέσα στο Σαββατοκύριακο να πάρει περισσότερες
πληροφορίες για το πραγματικό περιεχόμενο αλλά και τις συνέπειες του επίμαχου
διατάγματος, ωστόσο οι προσπάθειες αυτές απέβησαν άκαρπες. Το γερμανικό υπ. Εξωτερικών
βρίσκεται επίσης σε επαφή με την αμερικανική πρεσβεία του Βερολίνου προκειμένου
να γίνει σαφής η οδηγία που εξέδωσε. Εντούτοις και οι πληροφορίες της
αμερικανικής πρεσβείας δεν διαφωτίζουν την κατάσταση. Θα μπορούσαν ενδεχομένως
να υπάρξουν εξαιρέσεις για τα ταξίδια μελών κυβερνήσεων, διπλωματών, υπαλλήλων
του ΝΑΤΟ ή άλλων διεθνών οργανισμών ακόμη και ανθρώπων του επιχειρηματικού
κόσμου, σημειώνεται στη σελίδα της αμερικανικής πρεσβείας στο facebook. Από την
άλλη πλευρά η βρετανική κυβέρνηση διευκρίνισε ότι για τους Βρετανούς πολίτες με
διπλή υπηκόοτητα δεν ισχύει η απαγόρευση εισόδου στις ΗΠΑ.


Στο μεταξύ, πολλά άλλα ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά, όπως άφησε να
εννοηθεί ο Μάρτιν Σέφερ. Τι θα συμβεί για παράδειγμα με τους πολίτες ενός εκ
των επτά αναφερόμενων στη λίστα μουσουλμανικών χωρών, που διαμένουν μόνιμα στις
ΗΠΑ και επιθυμούν να ταξιδέψουν σε μια εκ των χωρών του Σένγκεν πχ. στη
Γερμανία; «Θα μπορούμε να παράσχουμε σε αυτούς βίζα; Που σημαίνει στην πράξη:
θα μπορέσουν να επιστρέψουν στις ΗΠΑ;». Επίσης ποιο θα είναι το στάτους των
διπλωματών των επτά χωρών της λίστας που βρίσκονται στην Ουάσιγκτον; Η
διπλωματική βίζα θα εξαιρείται από την απαγόρευση που προβλέπει το προεδρικό
διάταγμα; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα καλείται να δώσει άμεσες απαντήσεις το
γερμανικό υπ. Εξωτερικών. Προς το παρόν, το μόνο σίγουρο είναι ότι επικρατεί
αβεβαιότητα, αμηχανία αλλά και σύγχυση.



Πηγή: Deutsche Welle






Exit mobile version