Μπορεί η Μέρκελ να διατηρήσει τα ηνία της Γερμανίας;

του Κονσταντίν Ρίχτερ*

Πριν από έναν χρόνο, ένα Σάββατο του Ιουνίου του 2015, ένας μεγάλος αριθμός Γερμανών κινηματογράφησαν τον εαυτό τους κάνοντας καθημερινά πράγματα. Στη συνέχεια, έστειλαν το προϊόν στον σκηνοθέτη Σένκε Βόρτμαν, ο οποίος έφτιαξε μια ταινία διάρκειας 100 λεπτών και την ονόμασε «Γερμανία – Η αυτοπροσωπογραφία σου». Η ταινία βγήκε στους κινηματογράφους στις 14 Ιουλίου και δείχνει μια Γερμανία χαλαρή και χωρίς άγχος. Μια Γερμανία που, σύμφωνα με ορισμένους κριτικούς, ανήκει στο παρελθόν και κινδυνεύει να εκλείψει.

Την τελευταία δεκαετία, η χώρα αυτή έζησε μια χρυσή εποχή. Η οικονομία της αντιμετώπισε την κρίση καλύτερα από όλες τις άλλες. Πολιτικά, η Γερμανία αναδείχθηκε σε κυρίαρχη δύναμη. Η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου κέρδισε το Euro του 2014. Πάνω απ΄ όλα, όμως, η χώρα έγινε ελκυστική για τους κατοίκους της. Για έναν άνθρωπο που μεγάλωσε στη Γερμανία του Χέλμουτ Κολ, όπως εγώ, η χώρα είναι σήμερα πιο φιλελεύθερη, πιο ανεκτική, πιο χαλαρή.

Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η πρόοδος έχει αρχίσει να αμφισβητείται. Το κλίμα άλλαξε δραστικά μετά την είσοδο εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στη χώρα. Το εξτρεμιστικό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (ΑfD) καλπάζει. Και η καγκελάριος Μέρκελ, που την εποχή των γυρισμάτων εκείνης της ταινίας, ήταν πολύ δημοφιλής, σήμερα μοιάζει αδύναμη και ευάλωτη.

Αλλά και η οικονομία παρουσιάζει σημάδια κάμψης, με την Volkswagen και την Deutsche Bank να αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα. Χώρια οι τρομοκρατικές επιθέσεις, που κλόνισαν ακόμη περισσότερο τη χώρα. Κάτι καλό έλαβε τέλος -ή έτσι φαίνεται τουλάχιστον- και δεν ξέρουμε τι θα ακολουθήσει.

Η χρυσή εποχή της Γερμανίας ήταν περίπου ταυτόσημη με τη διακυβέρνηση της ‘Ανγκελα Μέρκελ. Όταν η τελευταία έθεσε υποψηφιότητα, το 2005, η χώρα έβγαινε από μια κρίση. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις του Γκέρχαρντ Σρέντερ είχαν αρχίσει να φέρνουν αποτελέσματα, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους Γερμανούς να τον διώξουν. Όταν λοιπόν η οικονομία άρχισε να απογειώνεται, εκείνος που καρπώθηκε τα οφέλη ήταν η Μέρκελ.

Σήμερα, πολλοί ανησυχούν ότι η εποχή αυτή έφτασε στο τέλος της. Όταν άλλα μέλη της ΕΕ μαστίζονταν από την κρίση -κατηγορώντας τη γερμανικής έμπνευσης λιτότητα για τα δεινά τους-, η εξαγωγική βιομηχανία της Γερμανίας ανθούσε και αποκόμιζε κέρδη από το ασθενές νόμισμα. Πόσο βιώσιμη όμως είναι μια τέτοια κατάσταση; Με μεγάλο μέρος του πλανήτη να γνωρίζει αναταραχή, μια οικονομία που στηρίζεται τόσο πολύ στις εξαγωγές κάποια στιγμή έχει πρόβλημα.

Ύστερα υπάρχει το δημογραφικό. Στη Γαλλία και τη Βρετανία, η γήρανση του πληθυσμού προκαλεί ανησυχία. Στη Γερμανία, αποτελεί ωρολογιακή βόμβα. Τα Ηνωμένα Έθνη προβλέπουν ότι γύρω στο 2030 θα εργάζονται μόνο οι μισοί πολίτες της χώρας. Αυτός ήταν ο λόγος, εκτός από τον ανθρωπιστικό παράγοντα φυσικά, που η Μέρκελ άνοιξε τα σύνορα στους πρόσφυγες. Αλλά οι Γερμανοί δεν το κατάλαβαν. «Μπορούμε να τα καταφέρουμε» τους είπε η καγκελάριος. Και εκατομμύρια της απάντησαν: «Όχι, δεν μπορούμε».

Για το AfD, η απόφαση της Μέρκελ ήταν ευλογία. Το κόμμα αυτό, που ιδρύθηκε το 2013 από ευρωσκεπτικιστές, παρουσίαζε σημάδια παρακμής. Οι ηγέτες του δεν είναι ικανοί πολιτικοί, στερούνται χαρίσματος και έχουν κάνει πολλά λάθη. Όμως οι επιθέσεις που σημειώθηκαν από ανθρώπους που είχαν πρόσφατα έλθει στη χώρα ενίσχυσαν τα επιχειρήματά τους. Μια ενδεχόμενη κάμψη της οικονομίας θα βοηθούσε το κόμμα ακόμη περισσότερο.

Τι θα συνέβαινε αν εμφανιζόταν ένας Γερμανός Ντόναλντ Τραμπ και έπαιρνε τα ηνία; Πριν από δύο χρόνια, ο δημοσιογράφος Τίμουρ Βέρμες έγραψε ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Δείτε ποιος γύρισε», όπου ο Αδόλφος Χίτλερ επιστρέφει στο σύγχρονο Βερολίνο, γίνεται πρώτα σταρ των μίντια και στη συνέχεια πολιτικός. Πρόκειται για ένα σατιρικό βιβλίο, το οποίο στη σημερινή κρίση αρχίζει να αποκτά προφητικό χαρακτήρα.

Η σχέση ανάμεσα στην Μέρκελ και τους Γερμανούς βρίσκεται στα καλύτερά της όταν παίζει η εθνική ομάδα. Κάποιος βάζει γκολ, συνήθως ο Τόμας Μίλερ, οι Γερμανοί πανηγυρίζουν, οι κάμερες δείχνουν τη Μέρκελ να χειροκροτεί και οι Γερμανοί χειροκροτούν κι εκείνην. Αυτό το καλοκαίρι, όμως, η καγκελάριος δεν πήγε να παρακολουθήσει την ομάδα. Ίσως ήξερε ότι ο κόσμος δεν θα την χειροκροτούσε. Οι Γερμανοί είναι μπερδεμένοι και δυσαρεστημένοι με την καγκελάριό τους. Πρώτα δυσαρέστησε τους συντηρητικούς ψηφοφόρους της με την πολιτική της στο προσφυγικό. Κι ύστερα δυσαρέστησε τους προοδευτικούς ψηφοφόρους της με τη συμφωνία που έκλεισε με την Τουρκία. Κανείς δεν ξέρει πια τι σκέπτεται. Και οι δημοσκοπήσεις είναι αποκαλυπτικές.

Για τη Γερμανία που δείχνει η ταινία του Βόρτμαν, η Μέρκελ ήταν ο ιδανικός ηγέτης. Στον βαθμό που οι συμπατριώτες της ασχολούνταν με σπορ, κατοικίδια και αυτοκίνητα, μπορούσε να τους καθοδηγεί με ασφάλεια μέσα από μικρότερες ή μεγαλύτερες κρίσεις. Η καγκελάριος ήταν πολύ καλή στο να συναντάται αργά το βράδυ με άλλους ηγέτες και να φτάνει σε πολύπλοκους συμβιβασμούς που ικανοποιούσαν τους Γερμανούς έστω κι αν δεν καταλάβαιναν πάντα τι σημαίνουν.

Όμως η Μέρκελ έχει και πολλά ελαττώματα. Δεν μπορεί, ας πούμε, να εκφράσει τα συναισθήματά της. Και δεν μπορεί να φέρει πίσω τους ψηφοφόρους που απομακρύνθηκαν. Είναι κρίμα, γιατί η χώρα είναι πολύ πολωμένη. Από τη μια πλευρά είναι αυτοί που πιστεύουν ότι τα σύνορα της χώρας πρέπει να παραμείνουν ανοιχτά κι από την άλλη είναι η οργισμένη ακροδεξιά.

Όσο για τους καθημερινούς Γερμανούς που παίζουν στην ταινία, αυτοί είναι έξω από τούτη τη συζήτηση. Ας τους πει κάποιος ότι ήλθε η ώρα να μιλήσουν. Θα πρέπει να καταλάβουν ότι η Γερμανία στην οποία ζούσαν -μια Γερμανία φιλελεύθερη, ανεκτική και ζωντανή- δεν είναι δεδομένη και χρειάζεται την υποστήριξή τους.


Πηγή: Politico

* Ο Κονσταντίν Ρίχτερ είναι Γερμανός δημοσιογράφος και συγγραφέας που ζει στο Βερολίνο. Αρθρογραφεί στο Politico αλλά και, τακτικά, στην «Die Welt».


Exit mobile version