Έκανα λάθος για το Brexit

του Niall Ferguson (*)

Οι δύο λέξεις που είναι λιγότερο πιθανό να ακούσεις από έναν πανεπιστημιακό είναι «Εκανα λάθος». Ε λοιπόν, έκανα λάθος όταν ήμουν εναντίον του Brexit, όπως παραδέχθηκα και δημοσίως την περασμένη εβδομάδα. Αυτό δεν σημαίνει ότι «θα ήθελα να έχω υποστηρίξει την πλευρά που κέρδισε», αλλά ότι «θα ήθελα να έχω μείνει πιστός στις αρχές μου».

Για χρόνια υποστήριζα ότι ένας από τους λόγους που η Ευρώπη έγινε ο πιο δυναμικός πολιτισμός μετά το 1500 ήταν ο πολιτικός κατατεμαχισμός και ανταγωνισμός μεταξύ διαφόρων ανεξάρτητων κρατών. Υποστήριζα επίσης ότι το κράτος του νόμου ήταν μια από τις βασικές «εφαρμογές» του δυτικού πολιτισμού.

Ημουν ένας ένθερμος θατσερικός. Ημουν ένας υπερήφανος ευρωσκεπτικιστής. Γιατί λοιπόν – αναρωτιόντουσαν πολλοί παλιοί μου φίλοι – είχα πάρει το μέρος του «remain» στο δημοψήφισμα;

Μια απάντηση είναι ότι είχα ειλικρινά πείσει τον εαυτό μου πως το κόστος του Brexit θα ήταν μεγαλύτερο από το όφελος. Είχα δείξει όμως υπερβολική εμπιστοσύνη στις καταστροφολογικές προβλέψεις του ΔΝΤ, του υπουργείου Οικονομικών και άλλων ότι μετά το Brexit θα ακολουθούσε ύφεση. Είχα σπεύσει απελπισμένα να συγκρίνω το Brexit με ένα διαζύγιο – και λέω απελπισμένα όχι επειδή η αναλογία είναι κακή, αλλά επειδή έχω πάρει κι εγώ ο ίδιος διαζύγιο.

Φαίνεται πως τα 14 χρόνια που έχω ζήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες άσκησαν μεγάλη επιρροή πάνω μου. Από τη δεκαετία του ’60, οι Αμερικανοί ήθελαν τους Βρετανούς μέσα στην ΕΕ ως αντίβαρο στους Γάλλους, τους οποίους δεν εμπιστεύονται. Είχα λοιπόν αρχίσει να σκέφτομαι κι εγώ έτσι. Ενας ακόμη σημαντικότερος παράγων όμως που καθόρισε τη στάση μου – πρέπει να το παραδεχθώ – ήταν η προσωπική μου φιλία με τον Ντέιβιντ Κάμερον και τον Τζορτζ Οσμπορν. Για πρώτη φορά στη σταδιοδρομία μου έγραψα πράγματα για τα οποία είχα αμφιβολίες προκειμένου να συμβάλω στην παραμονή των φίλων μου στην εξουσία. Αυτό ήταν λάθος και λυπάμαι που το έκανα.

Στην πραγματικότητα, οι ηγέτες της ΕΕ άξιζαν το Brexit και οι βρετανοί ψηφοφόροι είχαν δίκιο που πήραν αυτή την απόφαση. Οι λόγοι είναι πολλοί.

Πρώτον, οι προειδοποιήσεις που είχα απευθύνει μαζί με άλλους κατά τη δεκαετία του ’90 για την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση δικαιώθηκαν.

Δεύτερον, η υποτιθέμενη κοινή εξωτερική πολιτική της Ευρώπης απέτυχε. Στην Αραβική «Ανοιξη», οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επενέβησαν όσο χρειαζόταν για να κάνουν τον ισλαμικό χειμώνα χειρότερο. Στην Ουκρανία, οι Ευρωπαίοι έδειξαν υπερβολική ευαισθησία χωρίς να διαθέτουν την αναγκαία αξιοπιστία ώστε να σταματήσουν τους Ρώσους.

Τρίτον, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί διαχειρίστηκαν με λάθος τρόπο τη χρηματοπιστωτική κρίση. Σήμερα, πολύ μετά την επιστροφή της αμερικανικής οικονομίας στην ανάπτυξη, η κρίση συνεχίζεται στην Ιταλία.

Κι αυτό δεν είναι όλο. Πέρυσι, οι ηγέτες της ΕΕ – και ιδιαίτερα η Αγγελα Μέρκελ – διαχειρίστηκαν με καταστροφικό τρόπο την προσφυγική κρίση που προκάλεσε ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, μετατρέποντάς την σε μια κρίση μαζικής μετανάστευσης. Δεν μπόρεσαν να προστατεύσουν τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ. Και υποτίμησαν τη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης για τις συνέπειες της ελεύθερης μετακίνησης των ανθρώπων.

Η δέσμευση του Κάμερον ότι θα έκανε δημοψήφισμα δεν ήταν λάθος του. Τον βοήθησε αποφασιστικά να κερδίσει τις εκλογές του 2015. Το λάθος του ήταν ότι τον περασμένο Φεβρουάριο δέχθηκε τους γελοίους όρους των Ευρωπαίων για την πρόσβαση των ευρωπαίων μεταναστών στα βοηθήματα, αντί να βροντήξει την πόρτα και να ανακοινώσει ότι θα κάνει εκστρατεία υπέρ του Brexit. Και ήταν δικό μου λάθος που δεν τον κάλεσα τότε να το κάνει. Το ερώτημα είναι: πήρα το μάθημά μου απ’όλα αυτά ώστε να είμαι άξιος να με διαβάζουν στο μέλλον;

Η συζήτηση που γίνεται στη Βρετανία από τον περασμένο Ιούνιο μοιάζει να έχει βαλτώσει. Πολλοί πρώην οπαδοί του «remain» χάνουν τον χρόνο τους προσπαθώντας να βρουν τρόπους να εκτροχιάσουν το Brexit. Και οι οπαδοί του Brexit τσακώνονται για το πόσο σκληρό πρέπει να είναι το διαζύγιο. Ολοι φαίνεται να ξεχνούν ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος προκάλεσε ένα σοκ στην Ευρώπη, οι συνέπειες του οποίου δεν έχουν γίνει ακόμη πλήρως αισθητές. Πίσω από το ψυχρό προσωπείο του Μισέλ Μπαρνιέ και άλλων εκπροσώπων της ΕΕ, η υπόλοιπη Ευρώπη βρίσκεται σε μια αναταραχή ανάλογη με τη λαϊκίστικη εξέγερση που οδήγησε στο Brexit και στον Τραμπ.

Δεν πιστεύω ότι θα υπάρξουν άλλες έξοδοι: ούτε Grexit, ούτε Italexit, ούτε Nexit, ούτε Frexit. Πιστεύω όμως ότι έρχονται μείζονες πολιτικές αλλαγές στην Ευρώπη. Αυτό γίνεται ήδη στην Ιταλία, μετά την πτώση του Ρέντσι. Η επόμενη χώρα θα είναι η Ολλανδία, όπου η καταδίκη του Γκέερτ Βίλντερς την περασμένη εβδομάδα θα αυξήσει τη δημοτικότητά του.

Κι ύστερα έρχονται οι προεδρικές εκλογές στη Γαλλία. Μπορεί να νικήσει η Μαρίν Λεπέν; Οποιον ειδικό κι αν ρωτήσετε, θα σας πει «όχι». Το ίδιο όμως έλεγαν για το Brexit και τον Τραμπ. Η Ελλάδα θα κάνει στροφή προς τα δεξιά. Ακόμη κι η Μέρκελ, που ζήτησε την πλήρη απαγόρευση της μπούρκας, γνωρίζει ότι για να επιζήσει πρέπει να στραφεί προς τα δεξιά.

Εκανα λάθος για το Brexit κι έκανα λάθος για τους λάθος λόγους. Τώρα όμως οι διαδικασίες του διαζυγίου προχωρούν και είμαι ανακουφισμένος που βρίσκομαι στη σωστή πλευρά.

Τα καλά νέα; Δεν έκανα λάθος μόνο εγώ για το Brexit, αλλά και οι ηγέτες της ΕΕ. Και οι λαοί τους το γνωρίζουν.

(*) Ο Νάιλ Φέργκιουσον είναι βρετανός ιστορικός και καθηγητής Ιστορίας στο Χάρβαρντ

(Πηγή: Boston Globe – ΑΠΕ)


Exit mobile version