FT: Ο Τραμπ δεν «αντέχει» να χαλάσει τους δεσμούς με την Ευρώπη

Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ακριβώς το σοκ που είχε ανάγκη η Ευρώπη. Εφόσον εδώ και καιρό τους φροντίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να χαιρετίσουν την επίπληξη του κ. Τραμπ να σταθούν στα πόδια τους. Συγκλονισμένοι από το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών, οι Ευρωπαίοι φορείς χάραξης πολιτικής έχουν ξεκινήσει μια απέλπιδα αναζήτηση κάποιας θετικής πλευράς.

Δεν υπάρχει καμία. Όποια κι αν είναι τα μειονεκτήματα της Ευρώπης ως εταίρου των Ηνωμένες Πολιτειών –και έχουν υπάρξει πολλά- ο κ. Τραμπ υπόσχεται να κάνει τον κόσμο, περιλαμβανομένης και την Ευρώπης, ένα πιο ασταθές και επικίνδυνο μέρος. Το γεγονός πως αυτή η προσέγγιση μπορεί να ενθαρρύνει τους Ευρωπαίους να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη για την ίδια τη δική τους ασφάλεια είναι κάτι καλό, αλλά δεν αλλάζει την ουσιαστική πρόγνωση.

Η εξωτερική πολιτική του κ. Τραμπ ακόμη διαμορφώνεται. Λαμβάνοντας υπόψιν τις δημόσιες δηλώσεις του επερχόμενου προέδρου και των στενότερων συμβούλων του, είναι γεμάτη ως το κόκκαλο με αντιθέσεις. Ο απομονωτισμός που υπαινίσσεται το «πρώτα η Αμερική» «στριμώχνεται» με δεσμεύσεις για αύξηση της στρατιωτικής δαπάνης. Τα μοτίβα που επαναλαμβάνονται, πάντως, είναι ο οικονομικός εθνικισμός και η απόσυρση από τις διεθνείς ευθύνες που έχουν αναλάβει οι Ηνωμένες Πολιτείες από το 1945 και μετά.

Ο κ. Τραμπ, ο οποίος επικρίνει το ΝΑΤΟ εδώ και καιρό, θεωρεί σαφές ότι οι σύμμαχοι –είτε είναι η Ιαπωνία, η Δημοκρατία της Κορέας ή μέλη του ΝΑΤΟ, όπως η Γερμανία, η Πολωνία, η Γαλλία ή η Βρετανία- θα πρέπει να φροντίσουν τους εαυτούς τους.

Η απαξίωση της παγκοσμιοποίησης συνάδει με τη διάθεση του κόσμου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έπειτα από δαπανηρούς, οικειοθελείς πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, δεν «πουλάει» εύκολα στις μεσοδυτικές πολιτείες ο τυχοδιωκτισμός στο εξωτερικό. Ο πόλεμος στο Ιράκ έγινε ως επίδειξη της δύναμης της Αμερικής. Αλλά τελικά, έριξε φως στην εθνική της αδυναμία. Ο ανώτερος στρατιωτικός εξοπλισμός δεν μπορεί να σε πάει μακριά αν δεν υπάρχει πολιτική συναίνεση.

Η κατηγορία πως η Ευρώπη έχει γίνει «λαθρεπιβάτης» στον αμερικανικό προϋπολογισμό για την άμυνα, σε γενικές γραμμές είναι δίκαιη. Το έχουν παραδεχθεί, άλλο που μετά το αγνόησαν, πολλοί Ευρωπαίοι πολιτικοί. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι πρόσφατα δημοκρατικές κυβερνήσεις στην ανατολική Ευρώπη –που απειλούνται περισσότερο από το ρωσικό ρεβανσισμό- κάνουν τόσο βαθιές περικοπές στους αμυντικούς προϋπολογισμούς.

Κάποιοι Ευρωπαίοι παρουσίασαν μια φιλοσοφικής φύσεως εξήγηση γι’ αυτό τον άνισο καταμερισμό στο ΝΑΤΟ. Ο ρόλος της Ευρώπης μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού ήταν εκείνος μιας «κανονιστικής» δύναμης, που μετέδιδε τον φιλελεύθερο διεθνισμό μέσα από το παράδειγμά της. Ως μοναδική υπερδύναμη, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούσαν να διατηρήσουν την ειρήνη. Αλλά από την πλευρά της Ουάσινγκτον, αυτή δεν ήταν συμφέρουσα συμφωνία. Και, εν πάση περιπτώσει, έχει περάσει καιρός από εκείνη την ένδοξη στιγμή αθωότητας, όταν ήταν δυνατό να φανταστεί κανείς μια νέα παγκόσμια τάξη στο πρότυπο της μεταμοντέρνας ευρωπαϊκής εικόνας.

Από εκεί και πέρα, ο αμερικανικός αλτρουισμός πάντα ήταν μύθος. Από την αρχή, η δέσμευση των ΗΠΑ στη συμμαχία πήγαζε από το δικό τους συμφέρον. Ο Ρούσβελτ, ο Τρούμαν και οι υπόλοιποι, είχαν «ζυγίσει» το κόστος του απομονωτισμού στη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και 1930. Το ΝΑΤΟ ήταν η πρώτη γραμμή άμυνας ενάντια στις παγκόσμιες και αντιαμερικανικές φιλοδοξίες του σοβιετικού κομμουνισμού.

Ομοίως, η μεταπολεμική διεθνής οικονομική αρχιτεκτονική πλησίαζε τις αμερικανικές προδιαγραφές. Μια ασφαλής Ευρώπη που ευημερούσε, προσέφερε μια πλούσια αγορά για τις πολυεθνικές των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι αμερικανικές επιχειρήσεις ήταν ο μεγάλος νικητής από μια ανοικτή, διεθνή τάξη.

Το βάρος αυτό τροποποιήθηκε μόνο ελάχιστα, όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου. Η διατλαντική συμμαχία θα παγίωνε απευθείας τη δημοκρατία στα πρώην κομμουνιστικά κράτη και θα μετέδιδε το πακέτο 10 οικονομικών πολιτικών που είναι γνωστό ως «Washington consensus» (Συμφωνία της Ουάσινγκτον) στα κράτη του νότου και του βορρά.

Η μαθηματική πλευρά όλων αυτών άλλαξε στη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας –κυρίως διότι η Κίνα έχει σταθεί ο μεγαλύτερος νικητής από το σύστημα του ανοικτού εμπορίου- αλλά είναι δύσκολο να βρει κανείς μια σημαντική αμερικανική επιχείρηση που πιστεύει ότι η Αμερική θα ωφελούνταν από μια υποχώρηση στον προστατευτισμό.

Δε θα ήθελε πολύ για να ανατραπεί η συμμαχία. Τώρα, όπως και κατά τον ψυχρό πόλεμο, η πορεία του ΝΑΤΟ εξαρτάται από την αξιοπιστία της δέσμευσης των Ηνωμένων Πολιτειών να υπερασπίζεται τους συμμάχους της. Αν ο κ. Τραμπ μοιράζεται την άποψη του φίλου του, Newt Gingrich, ότι η Εσθονία είναι ελάχιστα παραπάνω από «προάστιο της Αγίας Πετρούπολης», το παιχνίδι έχει χαθεί. Καμία αύξηση των ευρωπαϊκών αμυντικών προϋπολογισμών δεν θα διατηρήσει το φόβητρο του ΝΑΤΟ, αν η Ρωσία δει τις ΗΠΑ να εγκαταλείπουν το Άρθρο 5 της συμμαχίας για συμφωνίες αμοιβαίας άμυνας.

Ένα κομμάτι του κ. Τραμπ μπορεί να πει: και ποιος νοιάζεται; Σίγουρα μπορεί να βρει «ρεαλιστές» στα αμερικανικά και ευρωπαϊκά κατεστημένα της εξωτερικής πολιτικής, που θα παραδώσουν μέρη των πρώην σοβιετικών περιοχών στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας. Αλλά η πραγματικά ρεαλιστική ερώτηση είναι, τι κερδίζουν οι ΗΠΑ από τη Μόσχα σε αντάλλαγμα; Όχι πολλά, πέραν από τη βλαβερή φήμη ενός αναξιόπιστου συμμάχου.

Πέραν του οικονομικού συμφέροντος της χώρας από την ευρωπαϊκή σταθερότητα –η ΕΕ μπορεί να έχει προβλήματα αλλά είναι η πλουσιότερη αγορά της Αμερικής στο εξωτερικό- οι ΗΠΑ έχουν πολλά να χάσουν από τη διάλυση της συμμαχίας. Δεν αποκαθιστάς την ισχύ και το κύρος της Αμερικής παρατώντας παλιούς φίλους.

Ο ρόλος της Ευρώπης στη διάρκεια αρκετών από τις τελευταίες δεκαετίες, ήταν να επισφραγίζει τη διεθνή νομιμότητα της επιδίωξης από τις Ηνωμένες Πολιτείες, των εθνικών τους συμφερόντων. Κάποιοι θα έλεγαν ότι πούλησαν φθηνά τον εαυτό τους. Όπως έγραψε πρόσφατα στους NY Times ο Wolfgang Ischinger, ο πρόεδρος της Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου: «Όπου κι αν κοιτάξει ο κ. Τραμπ, δε θα βρει καλύτερους εταίρους για να συνεργαστεί, ώστε να διασφαλίσει τα στρατηγικά συμφέροντα της Αμερικής».

Άρα ναι, οι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να ξοδέψουν περισσότερα στην άμυνα. Εξίσου σημαντικό, χρειάζονται μια στρατηγική για να αντιμετωπίσουν την απειλή της Μόσχας και το χάος στα σύνορά τους στον νότο. Αλλά κανείς δεν θα πρέπει να προσποιείται πως οι ΗΠΑ θα είναι νικητής, σε περίπτωση που ο κ. Τραμπ διαλύσει αμετάκλητα μία από τις πιο επιτυχείς συμμαχίες στην ιστορία.

Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr


Exit mobile version