Η «φτώχεια των συνταξιούχων» απειλεί και τους Γερμανούς

Το συνταξιοδοτικό σύστημα 34 βιομηχανικών χωρών μπήκε στο «μικροσκόπιο» του ΟΟΣΑ και τα συμπεράσματα, τα οποία παρουσιάστηκαν την Τρίτη στο Βερολίνο, δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά για τους μελλοντικούς συνταξιούχους στη Γερμανία: αν και η χώρα θεωρείται πρότυπο κοινωνικής προστασίας σε πολλούς τομείς, δεν ξεπερνά τον μέσο όρο στην πρόνοια για την αποφυγή της «φτώχειας των συνταξιούχων».

Όπως εξηγεί η Μόνικα Κβάισερ, εμπειρογνώμων του ΟΟΣΑ για συνταξιοδοτικά θέματα, το μεγαλύτερο μειονέκτημα του σημερινού συστήματος είναι ότι «η απόλυτη σύνδεση της σύνταξης με το εργασιακό εισόδημα, η οποία δεν επιτρέπει καμία αναδιανομή προς όφελος των κοινωνικά ευάλωτων ομάδων, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει για παράδειγμα στην Ελβετία, στην Ολλανδία ή στη Νέα Ζηλανδία».

Αυτό σημαίνει ότι το ύψος της σύνταξης υπολογίζεται αποκλειστικά με βάση τα εισοδήματα στη διάρκεια του εργασιακού βίου.

Ο απλός κανόνας είναι ότι «όποιος έχει υψηλό εισόδημα, πληρώνει αυτομάτως υψηλότερες συνταξιοδοτικές εισφορές και σε βάθος χρόνου καταβάλλει περισσότερα χρήματα στα συνταξιοδοτικά ταμεία, με αποτέλεσμα να δικαιούται και υψηλότερη σύνταξη».

Κατά συνέπεια οι εργαζόμενοι με χαμηλό εισόδημα αναγκαστικά λαμβάνουν χαμηλή σύνταξη, εκτός αν οι ίδιοι είχαν προνοήσει να πληρώσουν επιπλέον εισφορές σε ιδιωτικό φορέα ασφάλισης.

Το πρόβλημα είναι βέβαια ότι αυτή ακριβώς η οικονομική δυνατότητα δεν υφίσταται για έναν χαμηλόμισθο. Σε ακραίες περιπτώσεις μάλιστα, όπως στους μακροχρόνια ανέργους, δεν προβλέπεται καμία άλλη πρόνοια για την τρίτη ηλικία, παρά μόνο το ελάχιστο επίδομα κοινωνικής βοήθειας.

 

Το σύστημα της «βασικής σύνταξης»

Ελβετία, Ολλανδία, Δανία και Νέα Ζηλανδία έχουν καθιερώσει ένα διαφορετικό σύστημα, με κύριο άξονα την αποκαλούμενη «βασική σύνταξη». Πρόκειται για ένα συγκεκριμένο και σταθερό ποσό, το οποίο λαμβάνει ο συνταξιούχος ανεξάρτητα από τα προηγούμενά εισοδήματά του.

Συνήθως δεν ξεπερνάει τη μέση σύνταξη που παρέχεται στη Γερμανία, αλλά αποτρέπει τη «φτώχεια των συνταξιούχων» με τρόπο πιο αποτελεσματικό. Ιδιαίτερα επιτυχημένο θεωρεί ο ΟΟΣΑ και το σύστημα εκείνο, που καθορίζει τη σύνταξη με βάση τα 35 καλύτερα έτη του εργασιακού βίου, χωρίς να συνυπολογίζονται περίοδοι ανεργίας, ασθενείας ή περιστασιακής απασχόλησης.

Στον αντίποδα βρίσκονται συνταξιοδοτικά συστήματα όπως εκείνο της Βρετανίας, το οποίο βασίζεται περισσότερο σε ιδιωτικούς φορείς παρά στην κρατική πρόνοια και μάλλον επιτείνει την «φτώχεια των συνταξιούχων».

Οι δημογραφικές εξελίξεις επιβαρύνουν περαιτέρω τα συνταξιοδοτικά συστήματα. Ιδιαίτερα στις δυτικές βιομηχανικές χώρες, όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία, το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται συνεχώς, ενώ την ίδια στιγμή οι γεννήσεις μειώνονται, με αποτέλεσμα όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι να πρέπει να συντηρούν όλο και περισσότερους συνταξιούχους.

«Οι νέοι άνθρωποι τείνουν να υποτιμούν αυτόν τον κίνδυνο» δηλώνει εκπρόσωπος του ΟΟΣΑ. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα δεν διαφαίνεται άλλη λύση από την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης.

Ήδη τα τελευταία δέκα χρόνια, σύμφωνα πάντα με τη μελέτη του ΟΟΣΑ, τα ποσοστά απασχόλησης στις ηλικίες 55-64 ετών έχουν αυξηθεί κατά 7%, κατά μέσο όρο. Ο μακρότερος εργασιακός βίος καταγράφεται στην Κορέα, την Ιαπωνία, την Ισλανδία και το Μεξικό. Στον αντίποδα, σε μάλλον χαμηλή ηλικία συνταξιοδοτούνται οι άνδρες στη Γαλλία και το Βέλγιο, καθώς και οι γυναίκες στη Σλοβακία, την Πολωνία και τη Σλοβενία.

 

Αναποτελεσματικά αντίμετρα

Σε μία προσπάθεια να μετριάσουν τις συνέπειες του προβλήματος, οι μισές χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ έχουν ήδη προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις ή επί μέρους προσαρμογές.

Σε αυτές περιλαμβάνονται τα γερμανικά mini-jobs που προβλέπουν αφορολόγητη εργασία με περιορισμένο ωράριο για ποσά έως 450 ευρώ μηνιαίως, αλλά και ο αυξανόμενος αριθμός «συμβάσεων ορισμένου χρόνου», που ωστόσο συνεπάγεται βιογραφικά με συνεχείς εναλλαγές απασχόλησης και ανεργίας.

Στη Γερμανία το όριο συνταξιοδότησης έχει ήδη αυξηθεί από τα 65 στα 67 έτη. Άλλες χώρες έχουν μειώσει και τις συντάξεις, ενώ εκτιμάται ότι το ίδιο θα γίνει και στη Γερμανία.

Επιπλέον η φορολόγηση των συντάξεων ήδη εφαρμόζεται και αναμένεται μάλιστα να ενταθεί στο μέλλον, με αποτέλεσμα να μειώνονται ακόμη περισσότερο οι πραγματικές απολαβές των συνταξιούχων.

Πηγή: DW

Exit mobile version