Η βρετανική κυβέρνηση θέλει να αποκαλύψει ποιες επιχειρήσεις δεν προσλαμβάνουν αρκετούς Βρετανούς

Η κυβέρνηση θέλει να αποκαλύψει τις επιχειρήσεις που δεν καταβάλλουν αρκετές προσπάθειες για να προσλάβουν Βρετανούς πριν αρχίσουν να απασχολούν αλλοδαπούς εργαζομένους, δήλωσε σήμερα η υπουργός Εσωτερικών Άμπερ Ρουντ.

Χθες, η υπουργός ανακοίνωσε στο συνέδριο του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος ότι θα εξεταστεί το εάν η πρόσληψη ξένων εργαζομένων πρέπει να καταστεί δυσκολότερη, μια ιδέα που απέρριψαν οι εργοδοτικές οργανώσεις.

Οι ανησυχίες για τη μετανάστευση αποτέλεσαν βασικό παράγοντα στο βρετανικό δημοψήφισμα του Ιουνίου, και η νέα κυβέρνηση της πρωθυπουργού Τερέζα Μέι προσπαθεί να στείλει το μήνυμα ότι θα υπάρξουν αυστηρά μέτρα για τη μείωση του αριθμού των μεταναστών.

Σε συνέντευξή της στο ραδιόφωνο του BBC νωρίς σήμερα, η Ρουντ κλήθηκε να απαντήσει στην κριτική του Άνταμ Μάρσαλ, ο οποίος εκτελεί χρέη επικεφαλής στο Εμπορικό Επιμελητήριο της Βρετανίας και ο οποίος δήλωσε ότι οι επιχειρήσεις ήδη καταβάλλουν πολλές προσπάθειες για να προσλαμβάνουν και να εκπαιδεύουν Βρετανούς.

«(Ο Άνταμ Μάρσαλ) ίσως γνωρίζει επιχειρήσεις που έχουν μια πολύ θετική προσέγγιση και το χαιρετίζουμε αυτό, αλλά φοβάμαι ότι ίσως υπάρχουν κάποιες που δεν είναι τόσο εποικοδομητικές και αυτές είναι που θέλουμε να αποκαλύψουμε εδώ», δήλωσε η Ρουντ.

Μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες πλευρές των προτάσεων της Ρουντ είναι η ιδέα να αναγκάζονται οι εταιρίες να δημοσιοποιούν το ποσοστό των ξένων υπαλλήλων στο εργατικό τους δυναμικό.

Οι πολιτικοί αντίπαλοι της συντηρητικής κυβέρνησης καταδίκασαν τον τόνο και το περιεχόμενο των ανακοινώσεων της Ρουντ.

«Ο τόνος του συνεδρίου των Συντηρητικών έχει γίνει αυξανόμενα ξενοφοβικός», δήλωσε ο Άντι Μπερνχαμ, ο αρμόδιος για την πολιτική του αντιπολιτευόμενου Εργατικού Κόμματος στο θέμα της μετανάστευσης και σε άλλα ζητήματα που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της Ρουντ.

«Η ιδέα του να υπάρχουν βρετανικές επιχειρήσεις με λίστες ξένων εργαζομένων είναι αντίθετο σε κάθετι που αυτή η χώρα υποστηρίζει. Θα προκαλούσε διχασμό, διακρίσεις και θα έθετε τον κίνδυνο να δημιουργηθεί πραγματικά εχθρικό κλίμα στους χώρους εργασίας και τις κοινότητες».


Exit mobile version