Le Figaro: Σε ρήξη με τους Συντηρητικούς η Μέι

Το Μανιφέστο του βρετανικού Συντηρητικού Κόμματος που δημοσιεύτηκε πρόσφατα ενόψει των πρόωρων εκλογών της 8ης Ιουνίου σηματοδοτεί μια ριζική αλλαγή στη φιλοσοφία του Κόμματος των Συντηρητικών. Οι παρατηρητές της βρετανικής πολιτικής έχουν ήδη εντοπίσει τα πρώτα σημάδια αυτής της αντι-θατσερικής πολιτικής στον παρεμβατικό και βολονταριστικό τόνο που χαρακτηρίζει τις ομιλίες της Τερέζα Μέι αφότου αντικατέστηκε τον Ντέϊβιντ Κάμερον στο νούμερο 10 της Νάουνινγκ Στριτ, μετά το δημοψήφισμα για το Brexit στις 23ης Ιουνίου 2016, όπως εκτιμά σε άρθρο της η γαλλική εφημερίδα Le Figaro.

Διαβάζουμε αυτό το απόσπασμα που περιλαμβάνεται στο Μανιφέστο: «Δεν πιστεύουμε στην ελεύθερη αγορά χωρίς προσκόμματα, απορρίπτουμε τη λατρεία του εγωιστικού ατομικιστικού, μισούμε τις ανισότητες, την κοινωνική διαίρεση και την αδικία, ας εξετάσουμε τα δόγματα και τις ιδεολογίες όχι μόνο ως άχρηστα αλλά και ως επικίνδυνα. Ο πραγματικός συντηρητισμός σημαίνει δέσμευση για τη χώρα και την κοινότητα, μια πίστη όχι μόνο στην κοινωνία αλλά και στο Καλό που μπορεί να προσφέρει η κυβέρνηση»

Πρόκειται για μια αλλαγή του ριζοσπαστικού προτύπου σε σχέση με την πεποίθηση που υπήρχε επί Μάργκαρετ Θάτσερ, οτι η κυβέρνηση αποτελεί πάντα το πρόβλημα παρά τη λύση. Με τον τρόπο αυτό η άλλοτε Σιδηρά Κυρία επιβεβαίωνε σε μία ομιλία της στο Συντηρητικό κόμμα τον Οκτώβριο του 1987:

« Δεν υπάρχει κοινωνία. Υπάρχουν άνδρες και γυναίκες, υπάρχουν οικογένειες. Και καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει τίποτα χωρίς τους ανθρώπους, και οι άνθρωποι οφείλουν να ανησυχούν πρώτα και κύρια για τον εαυτό τους. Είναι καθήκον μας να φροντίζουμε τον εαυτό μας και μετά τον πλησίον μας. Οι άνθρωποι έχουν πάρα πολλά δικαιώματα, χωρίς υποχρεώσεις, διότι δεν υπάρχει δικαίωμα εάν αυτό δεν συνεπάγεται και μία υποχρέωση».

Τα τριάντα χρόνια που χωρίζουν τις ομιλίες των δύο αυτών γυναικών-ηγετών του Συντηρητικού κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας χαρακτηρίστηκαν από την έκρηξη των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων στη Βρετανία. Ο δείκτης Gini στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο οποίος μετρά την ανισότητα του εισοδήματος του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας, είναι ένας από τους υψηλότερους μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Οι περιφερειακές ανισότητες μεταξύ του Λονδίνου και των φτωχότερων περιφερειών είναι οι πιό έντονες σε όλη την Ευρώπη.

Οι τέσσερις δεκαετίες της οικονομικής απορρύθμισης, της απελευθέρωσης των εμπορικών και χρηματοοικονομικών ροών, της καταστροφής του κράτους πρόνοιας και της ευέλικτης αγοράς εργασίας που ακολούθησε τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του ’70, ευνόησαν την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα, μαζί με την παρακμή των παλαιών βιομηχανικών περιοχών της βορειοανατολικής Αγγλίας, περιοχές οι οποίες ψήφισαν σε ποσοστό 60% υπέρ του Brexit στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου (ενώ ορισμένες συνοικίες στο κέντρο του Λονδίνου ψήφισαν σε ποσοστό 70% υπέρ της παραμονής στην ΕΕ ).

Φυσικά στις τάξεις του κόμματος των Συντηρητικών εξακολουθεί να υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός ιδεολογικών κληρονόμων της Θάτσερ, οι οποίοι επικαλέστηκαν το Brexit για να απαλλαχθεί το Ηνωμένο Βασίλειο από την «γραφειοκρατία των Βρυξελλών» και να πάψει πια το Ηνωμένο Βασίλειο να μετατρέπεται σε έναν μεγάλο φορολογικό παράδεισο στις πύλες της Ευρώπης.

Η Τερέζα Μέϊ όμως, σε πολιτικό επίπεδο, εκτίμησε ότι η ψήφος υπέρ του Brexit δεν προήλθε από τους νικητές αλλά από τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης και η νίκη αυτή εξέφρασε τόσο την απόρριψη από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και από το Σίτι του Λονδίνου και γενικότερα από τις κυρίαρχες ελίτ της χώρας, οι οποίες ελίτ αντιλήφθηκαν, όχι χωρίς λόγο, οτι από την δεκαετία του ‘8ο η πολιτική εξουσία είναι προς δικός τους όφελος.

Αποφασισμένη να επιτύχει την πλειοψηφική βούληση του βρετανικού λαού, η οποία εκφράσθηκε μέσα από την ψηφοφορία για το Brexit, αλλά κυρίως να αποκαταστήσει τις σημαντικές κοινωνικές και πολιτιστικές ρωγμές που σημειώθηκαν τα τελευταία σαράντα χρόνια, η Μέϊ στοχεύει στην ανοικοδόμηση ενός έθνους που «εργάζεται για όλους» με επίκεντρο την εκ νέου εκβιομηχάνιση της χώρας, τις επενδύσεις σε υποδομές και σε εκπαίδευση, στην υποστήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, στην χωροταξία, στην προστασία των φτωχών και των επισφαλών εργαζομένων, στον έλεγχο των μισθολογικών ανισοτήτων και στη συμμετοχή των εργαζομένων στις επιχειρήσεις.

Είναι ενδιαφέρον ότι ορισμένες πολιτικές στον τομέα της βιομηχανίας που υποστηρίχθηκαν από την Τερέζα Μέϊ, όπως η διατήρηση του ενός τρίτου των δημοσίων συμβάσεων για τις μικρές βρετανικές επιχειρήσεις από τούδε έως και το 2010, έρχονται σε αντίθεση με τους κανόνες της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Αυτός ο προσανατολισμός, καθώς και η επιθυμία να ελέγχονται καλύτερα οι μεταναστευτικές ροές από την ΕΕ (άλλη ανησυχία που εκφράστηκε με την ψήφο των Βρετανών υπέρ του Brexit), επιβεβαιώνει τη βούληση της Τερέζα Μέϊ να διαπραγματευθεί μία πραγματική έξοδο από την ενιαία αγορά παρά ένα στάτους στα πρότυπα της Νορβηγίας.

Κάποιοι από την αριστερή πτέρυγα παραμένουν ακόμα δύσπιστοι, επισημαίνοντας τις εσωτερικές αντιφάσεις της οικονομικής πλατφόρμας των Τόρις (π.χ, πως είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν αυτά που ανακοινώθηκαν την ώρα που υπάρχει άρνηση να αυξηθούν οι φόροι στις επιχειρήσεις και στους πιό πλούσιους και παράλληλα να θέλουμε να μειώσουμε το δημόσιο χρέος;) ακόμα και τις προσωπικές «ασυνέπειες» της Μέι η οποία πριν το δημοψήφισμα είχε εκφράσει μία τάση προς την φιλελεύθερη οικονομία ( μην ξεχνάμε οτι ψήφισε το 2013 υπέρ ενός νόμου που υποχρεώνει τους εργαζόμενους να πληρώσουν το κόστος των 1.200 λιρών για κάθε ενδεχόμενη προσφυγή κατά τους πρώην εργοδοτών τους).

Ο χρόνος θα δείξει αν αυτή η αναβίωση της « Red Tory » θα αποδειχθεί μία βραχυπρόθεσμη εκλογική στρατηγική, με σκοπό να ανακτήσει προσωρινά την ψήφο της εργατικής τάξης η οποία εγκατέλειψε μαζικά τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα προς όφελος του ευρωσκεπτικιστικού κόμματος κόμματος UKIP ( Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου). Ομως η πνευματική και πολιτική αλλαγή αυτού του προτύπου είναι βαρειά και υπερβαίνει κατά πολύ το πλαίσιο του κόμματος των Τόρι.

Από την άλλη πλευρά, το Εργατικό Κόμμα έχει ξαναγεννηθεί υπό την ηγεσία του Τζέρεμι Κόρμπιν ο οποίος έβαλε ένα τέλος στην ιδεολογική επιρροή των New Labour – (Νέων Εργατικών) του Τόνι Μπλερ. Η πλατφόρμα των Εργατικών σκλήρυνε και ανδρώθηκε στον αγώνα για την καταπολέμηση των εισοδηματικών ανισοτήτων (με την πρόταση για ένα πιο προοδευτικό φορολογικό σύστημα), αλλά και μέσω της προστασίας της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων (σχέδια για την αύξηση του κατώτατου μισθού), τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (σχέδιο για επανεθνικοποίηση του συστήματος υγείας), και τη βελτίωση των δημοσίων υπηρεσιών (σχέδια για την εκ νέου ανάπτυξη μίας ποιοτικής και δωρεάν εκπαίδευσης για όλους, καθώς και σχέδια για την επανεθνικοποίηση ιδιωτικοποιημένων τομέων όπως ο σιδηρόδρομος).

Το αποτέλεσμα αυτών των νέων προσανατολισμών των δύο μεγάλων κομμάτων της Μεγάλης Βρετανίας είναι η στροφή των λαϊκών τάξεων προς τα παραδοσιακά κόμματα: Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, το κόμμα των Συντηρητικών αν και έχει απολέσει 3 ποσοστιαίες μονάδες συγκεντρώνει το 42% των ψήφων, έναντι 39% των Εργατικών.

Οι τάσεις αυτές αποτελούν τροφή για σκέψη για τα ευρωπαϊκά παραδοσιακά κόμματα. Πλέον δεν λειτουργούν οι ήπιες πολιτικές διευθέτησης του στάτους κβο. Οι «μαρξιστικές» πολιτικές που σκοπό έχουν να μεταμορφώσουν τη συνέχιση της υπάρχουσας κατάστασης με «επαναστατικά» χαρακτηριστικά είναι πια καταδικασμένες σε αποτυχία.

Ο μόνος τρόπος για να ξανακερδίσουν τα κόμματα εξουσίας τα εργατικά στρώματα είναι να προτείνουν ένα πραγματικό « New Deal » προς ίδιον όφελος. Για τις χώρες της ζώνης του ευρώ, αυτό το εγχείρημα θα είναι πολύ πιο δύσκολο από ό,τι για το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως έδειξε μέχρι τώρα η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα: οποιαδήποτε υπόσχεση προς τα εργατικά στρώματα για τερματισμό της λιτότητας και για πολιτικές αποπληθωρισμού θα προσκρούσει σε ένα ενιαίο ευρωπαϊκό μέτωπο και κυρίως στη συνδυασμένη πίεση των χρηματοπιστωτικών αγορών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία θα στραγγαλίσει αποτελεσματικά κάθε κίνηση διαμαρτυρίας εντός της Νομισματικής Ένωσης. Μήπως θα πρέπει να διαλέξουμε ευρώ ή δημοκρατία?

Πηγή: Le Figaro


Exit mobile version