Ο Τραμπ δέχεται επικρίσεις για την οικονομική ασάφεια των προτάσεων για τις ένοπλες δυνάμεις

Το σχέδιο του Ντόναλντ Τραμπ, προεδρικού υποψηφίου των Ρεπουμπλικάνων, για την ενίσχυση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων θα έχει οικονομικό κόστος εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, χωρίς ωστόσο, να έχει καταρτιστεί η κατάλληλη στρατηγική, εκτιμούν αμυντικοί αναλυτές που κινούνται σε όλο το πολιτικό φάσμα της αμερικανικής πολιτικής ζωής.

Ανυπαρξία στρατηγικής

“Δεν έχω δει κάποιο είδος στρατηγικής. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι κανένας δε θα μας προκαλέσει επειδή θα είμαστε τόσο δυνατοί (αμυντικά). Ωστόσο, αυτό δεν είναι στρατηγική. Πρόκειται για την εκπλήρωση μιας προσδοκίας,” δηλώνει ο Ουίλιαμ Χάρτουνγκ, διευθυντής του Προγράμματος Όπλων κι Ασφάλειας, στο Κέντρο Διεθνούς Πολιτικής.

Από την πλευρά του, ο Αμερικανός Γερουσιαστής Τζεφ Σέσιονς, που ανήκει στους υψηλόβαθμους υποστηρικτές του Τραμπ και είναι μέλος της Αμυντικής Επιτροπής της Γερουσίας, υποστηρίζει ότι η πρόταση του Τραμπ στηρίζεται στις προτάσεις ειδικών, όπως η Επιτροπή Εθνικής Άμυνας. “Πιστεύω ότι ο ίδιος παρουσιάζει ένα πλαίσιο αναδιοργάνωσης των ενόπλων δυνάμεων κι αυτό αποτελεί μία δέσμευση του Ντόναλντ Τραμπ για να γίνει προτεραιότητα. Εάν δε διαθέτεις μία προεδρική ηγεσία, που να υπερασπίζεται την ανάγκη για την ενίσχυση της εθνικής άμυνας, τότε, δεν πρόκειται να διατηρήσεις σε ικανοποιητικά επίπεδα τον αμυντικό προϋπολογισμό σου,” τόνισε ο Σέσιονς στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου.

Σκόπιμη ασάφεια;

Ο Τραμπ γνωστοποίησε τις προτάσεις του για την αναδιοργάνωση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων σε ομιλία του την Τετάρτη, αφήνοντας ωστόσο αδιευκρίνιστα αρκετά θέματα. Έτσι, δε διευκρίνισε πως θα διαχειριστεί το στρατιωτικό προσωπικό, αλλά και τον εξοπλισμό των στρατιωτικών βάσεων που θα κλείσουν ή πως και για ποιους σκοπούς θ’ αξιοποιηθούν οι μεγαλύτεροι διοικητικοί σχηματισμοί των στρατιωτικών δυνάμεων που θα προκύψουν από την αναδιοργάνωση. Επίσης ο Τραμπ δεν παρουσίασε εκτίμηση οικονομικού κόστους για την αμυντική αναδιοργάνωση, ενώ οι ειδικοί στα θέματα του αμερικανικού αμυντικού προϋπολογισμού εκτιμούν ότι οι προτεινόμενες πρακτικές αύξησης των εσόδων για τις αμυντικές δαπάνες δεν μπορούν να καλύψουν το οικονομικό κόστος που θα προκύψει.

“Ανέφερε αύξηση των αμυντικών δαπανών χωρίς να μας δώσει αριθμούς και χωρίς να εξηγήσει πως θα καλύψει το οικονομικό κόστος,” δηλώνει ο Λόρενς Κορμπ, πρώην αξιωματούχος του αμερικανικού Πενταγώνου στη διακυβέρνηση Ρήγκαν, αλλά και υψηλόβαθμο στέλεχος στο Κέντρου Αμερικανικής Προόδου, ένα “think tank” που σχετίζεται με τη διακυβέρνηση Ομπάμα.

Αριθμητική αύξηση

Ο Τραμπ υποστηρίζει την αύξηση του ενεργού προσωπικού του στρατού από τις 480.000 που είναι σήμερα σε 540.000. Την αύξηση των μονάδων των πεζοναυτών από 23 που είναι σήμερα σε 36 τάγματα ή κατά 10.000 πεζοναύτες, την αύξηση των πλοίων και υποβρυχίων σε υπηρεσία με το αμερικανικό ναυτικό από 276 σε 350 πλοία και υποβρύχια. Ο Τραμπ παράλληλα υποστηρίζει την αύξηση του αριθμού των τακτικών μαχητικών αεροσκαφών της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας από 1.100 σε 1.200 αεροσκάφη.

Ο προεδρικός υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων υποστηρίζει ότι οι αριθμοί αυτοί στηρίζονται στις εκτιμήσεις του συντηρητικού ιδρύματος (Heritage Foundation), αλλά κι άλλων “think tanks.” Η εκτίμηση του αναφερόμενου ιδρύματος στηρίζεται στην κάλυψη των αμυντικών αναγκών των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων για τη διαχείριση δύο μεγάλων πολεμικών συγκρούσεων.

Παράλληλα ο Τραμπ υποστηρίζει την ενίσχυση της ανάπτυξης των μονάδων αντιπυραυλικής άμυνας, αλλά και των δυνατοτήτων άσκησης κυβερνοπολέμου. Παράλληλα ο ίδιος δεν αναφέρθηκε στις πυρηνικές δυνάμεις, οι οποίες βρίσκονται σε καθεστώς εκσυγχρονισμού με κόστος ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων για μια χρονική περίοδο τριάντα ετών.

“Κλειστά χαρτιά”

Από την άλλη μεριά, η προεδρική υποψήφια των Δημοκρατικών Χίλαρι Κλίντον υποστηρίζει την υιοθέτηση σκληρής στάσης από τις ΗΠΑ στα ζητήματα της εξωτερικής και της αμυντικής πολιτικής, χωρίς ωστόσο να έχει δημοσιοποιήσει τις θέσεις της για το μέγεθος του αμερικανικού Πενταγώνου. Έτσι κρατάει “κλειστά τα χαρτιά” της, δίνοντας την ευκαιρία στον Τραμπ να παρουσιάσει πρώτος της προτάσεις του, για να ακολουθήσει η ίδια, έχοντας την παράλληλη δυνατότητα να σχολιάσει τις θέσεις του αντιπάλου της.


Exit mobile version