Οι ανοικτές πληγές της γερμανικής οικονομίας

Εκ πρώτης όψεως όλα μοιάζουν μάλλον ιδανικά: η γερμανική οικονομία αναπτύσσεται με ιδιαίτερα ικανοποιητικούς, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη, ρυθμούς, η ανεργία υποχωρεί στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών, τα φορολογικά έσοδα ξεχειλίζουν τα δημόσια ταμεία και ο υπουργός Οικονομικών καταθέτει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς που δεν προβλέπουν νέα δάνεια.

Η ίδια αισιόδοξη εικόνα αντικατοπτρίζει και την κατάσταση στις επιχειρήσεις: τα προϊόντα Made in Germany έχουν τεράστια ζήτηση στο εξωτερικό και οι εξαγωγές καταρρίπτουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Η οικονομία πηγαίνει μάλιστα τόσο καλά που πολλοί επανέρχονται με τους ευσεβείς πόθους για μείωση της φορολογίας την ώρα που άλλοι προειδοποιούν για τον κίνδυνο φούσκας.

Καταρρέουν οι υποδομές


Την ίδια ώρα όμως υπάρχουν και σοβαρά προβλήματα: στην επαρχία καταρρέουν δρόμοι, γέφυρες και σχολεία. Πρόκειται για μια «βασική αδυναμία» της Γερμανίας αναφέρει έκθεση εμπειρογνωμόνων, η οποία έβαλε στο μικροσκόπιο τις δημόσιες υποδομές από το 2014 για λογαριασμό του γερμανικού υπουργείου Οικονομίας.

Σύμφωνα με τη γερμανική λέσχη αυτοκινήτου ADAC, στη Γερμανία σημειώνονται καθημερινά περί τα 1.900 μποτιλιαρίσματα. Στους δε σιδηρόδρομους δεν περνά μια μέρα χωρίς καθυστερήσεις και ακυρώσεις δρομολογίων. Ένα στα δέκα παιδιά στη Γερμανία δεν βρίσκει θέση στον παιδικό σταθμό παρότι το δικαίωμα αυτό είναι νομικά κατοχυρωμένο. Επίσης 1.041 κολυμβητήρια έχουν βάλει ήδη λουκέτο είτε βρίσκονται στα πρόθυρα.

«Οι δημόσιες δαπάνες έχουν μειωθεί, πολλές παροχές έπεσαν θύματα περικοπών ή έχουν ιδιωτικοποιηθεί ενώ πολλά τέλη έχουν αυξηθεί», υπογραμμίζουν στην ίδια έκθεση εκπρόσωποι συνδικάτων.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι η Γερμανία δαπανά πολύ λιγότερα στην παιδεία απ’ ότι άλλες χώρες του ΟΟΣΑ. Κατά μέσο όρο οι 35 χώρες μέλη διαθέτουν το 5,2% του ΑΕΠ τους την ώρα που η Γερμανία ξοδεύει μόλις το 4,3%. Ακόμη μεγαλύτερες είναι οι διαφορές στις ψηφιακές υποδομές: ενώ στις χώρες του ΟΟΣΑ το 20% όλων των συνδέσεων ίντερνετ γίνεται με οπτικές ίνες που διασφαλίζουν μέγιστη ταχύτητα και στην Ιαπωνία και την Κίνα μάλιστα το αντίστοιχο ποσοστό βρίσκεται στο 75%, στη Γερμανία που υποτίθεται ότι έχει σημαία της την ψηφιοποίηση της βιομηχανίας, μόλις το 1,6% των συνδέσεων είναι υψηλής ταχύτητας.

Σε διεθνείς έρευνες για την ανταγωνιστικότητα και φιλικότητα προς την οικονομία, η Γερμανία έχει απολέσει σημαντικό έδαφος τελευταία και δεν βρίσκεται πλέον καν στο top10.

Συρρικνώνεται η μεσαία τάξη

Βέβαια, οι πολίτες δεν ψηφίζουν μόνον με βάση τη γενικότερη κατάσταση της οικονομίας αλλά επίσης, αν όχι περισσότερο, με κριτήριο την προσωπική οικονομική τους κατάσταση.


Μπορεί πολλοί εργαζόμενοι να είναι ικανοποιημένοι λόγω των συγκριτικά υψηλών μισθολογικών αυξήσεων που τα τελευταία χρόνια κινήθηκαν στο 2% και συνεπώς πάνω από τον πληθωρισμό. Εντούτοις είχαν προηγηθεί πολλά χρόνια μιας ευρύτερα συγκρατημένης μισθολογικής πολιτικής. Την ώρα που οι Γερμανοί είδαν το πραγματικό τους εισόδημα -λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό- να μειώνεται μεταξύ 2000 και 2011 κατά 1,8%, σε Δανία, Βρετανία, ΗΠΑ και Γαλλία οι αυξήσεις κινήθηκαν μεταξύ 10% και 16%.

Η κατάσταση αυτή πλήττει σε μεγάλο βαθμό τη μεσαία κοινωνική τάξη η οποία συρρικνώνεται στη Γερμανία τα τελευταία 30 χρόνια. «Τα μεσαία εισοδήματα πιέζονται από όλες τις πλευρές», αναφέρουν ερευνητές του Ινστιτούτου Εργασίας του Πανεπιστημίου Ντούισμπουργκ-Έσσεν.

Την ίδια ώρα αυξάνει σημαντικά ο αριθμός εκείνων που είτε κερδίζουν πολύ λιγότερα είτε πολύ περισσότερα από τον μέσο όρο. «Συνολικά τα ευρήματα αυτά καταδεικνύουν μια εντεινόμενη ανισότητα των εισοδημάτων», όπως σημειώνουν. Η Γερμανία συγκαταλέγεται στις χώρες με τα μεγαλύτερα ποσοστά χαμηλόμισθων στην ΕΕ. Το ποσοστό κυμαίνεται στο 23% την ώρα που σε Ιταλία, Γαλλία, Δανία και Φινλανδία δεν ξεπερνά το 10% ενώ σε Βέλγιο και Σουηδία το 5%.

Η (μισή) αλήθεια για την ανεργία


Επιπλέον και τα στοιχεία για την ανεργία δεν αποκαλύπτουν την πραγματική εικόνα. Επισήμως τον Μάιο του 2017 η Γερμανία μετρούσε με λιγότερους από 2,5 εκατομμύρια ανέργους τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας των τελευταίων 25 ετών. Την ίδια ώρα όμως 6,2 εκατομμύρια άνθρωποι εξαρτώνται ουσιαστικά από τα κοινωνικά επιδόματα. Σε αυτούς συγκαταλέγονται όσοι δεν κερδίζουν αρκετά για να ζήσουν αλλά και τα παιδιά τους.

Σε αυτά τα συμφραζόμενα λοιπόν τίθενται κατά την φετινή εκλογική χρονιά ευλόγως πολλά ερωτήματα: θα πρέπει να επενδύσει η επόμενη κυβέρνηση περισσότερα στις υποδομές και στην εκπαίδευση ή να περιμένει μήπως ξεσπάσει νέα ύφεση; Να μειώσει τους φόρους για να έχουν οι πολίτες περισσότερα στη τσέπη; Σε αυτά έρχονται να προστεθούν μια σειρά άλλων οικονομικών ζητημάτων που θα πρέπει να απαντηθούν επίσης μετά τις εκλογές. Αυτά αφορούν, μεταξύ άλλων, τα έξοδα για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, το κόστος της ενεργειακής στροφής, τα ευρωομόλογα αλλά και ένα ενδεχόμενο κούρεμα του ελληνικού χρέους.

Πηγή: DW

Exit mobile version