PwC: Δεν θα υπερβούν τα €25 δισ. έσοδα από αρχικές δημόσιες προσφορές στην Ευρώπη

Τα έσοδα από τις αρχικές δημόσιες προσφορές – ΑΔΠ (IPOs) στην Ευρώπη
δεν θα ξεπεράσουν τα 25 δισ. ευρώ έως το τέλος του έτους προβλέπει η τελευταία
έρευνα IPO Europe Watch Q2 2016 της PwC.


Σύμφωνα με την έρευνα, το δεύτερο τρίμηνο τα έσοδα από αρχικές δημόσιες
προσφορές (ΑΔΠ) στην Ευρώπη μειώθηκαν κατά 26% σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο
της περσινής χρονιάς λόγω της παγκόσμιας αβεβαιότητας που επικράτησε,
συμπεριλαμβανομένου του δημοψηφίσματος του Ηνωμένου Βασιλείου.


Το Λονδίνο επηρεάστηκε ιδιαίτερα, σημειώνοντας μια πτώση της τάξης του
75%, με τα έσοδα από ΑΔΠ να ανέρχονται σε 1,2 δισ. ευρώ και να αντιπροσωπεύουν
μόλις το 11% της ευρωπαϊκής δραστηριότητας.


Η υπόλοιπη Ευρώπη σημείωσε καλύτερες επιδόσεις καθώς τα έσοδα από ΑΔΠ
μειώθηκαν κατά μόλις 6% σε 9,7 δισ. ευρώ.


Μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του Ηνωμένου Βασιλείου, η PwC
εκτιμά ότι οι υποψήφιοι για ΑΔΠ θα επιστρέψουν σταδιακά στην αγορά προς το
τέλος του χρόνου και στις αρχές του 2017, εφόσον αποκατασταθεί η αισιοδοξία των
επενδυτών και μειωθεί η αβεβαιότητα στην αγορά.


Η τελευταία έρευνα IPO Watch της PwC εκτιμά ότι είναι σχετικά απίθανο
τα έσοδα από ΑΔΠ στην Ευρώπη να ξεπεράσουν τα 25 δισ. ευρώ έως το τέλος του
2016 (λιγότερα από τα μισά έσοδα του 2015 που ήταν 57,4 δισ. ευρώ) έχοντας
λάβει υπόψη την ψήφο του Ηνωμένου Βασιλείου για έξοδο από την Ε.Ε. Ωστόσο,
αναμένεται μια μικρή αύξηση της δραστηριότητας προς το τέλος του έτους εφόσον
βελτιωθούν οι συνθήκες.


Τα συνολικά έσοδα του πρώτου εξαμήνου ανήλθαν σε 14,4 δισ. ευρώ, δηλαδή
λιγότερο από το 50% της δραστηριότητας που είχε καταγραφεί στο ζενίθ της
περιόδου 2014-2015. Η δραστηριότητα στο β’ τρίμηνο τριπλασιάστηκε σε σύγκριση
με το πρώτο τρίμηνο του 2016, παρά τον αντίκτυπο που είχε το δημοψήφισμα του
Ηνωμένου Βασιλείου στον όγκο των συναλλαγών στην ηπειρωτική Ευρώπη. Από τις 95
ΑΔΠ που πραγματοποιήθηκαν στην Ευρώπη αυτό το τρίμηνο συγκεντρώθηκαν συνολικά
10,9 δισ. ευρώ (στο πρώτο τρίμηνο του 2016 από 50 ΑΔΠ συγκεντρώθηκαν 3,5 δισ.
ευρώ).


Τη μεγαλύτερη δραστηριότητα σημείωσαν τα χρηματιστήρια της ηπειρωτικής
Ευρώπης με πάνω από το 70% των εσόδων του δεύτερου τριμήνου του 2016 να
προέρχονται από τα χρηματιστήρια OMX, Euronext και το χρηματιστήριο της
Ισπανίας. Τα χρηματιστήρια αυτά ωφελήθηκαν από μια σειρά ιδιωτικοποιήσεων και
αποσχίσεων που ενίσχυσαν τους όγκους συναλλαγών τους, όπως η Dong Energy (2,3
δισ. ευρώ — η μεγαλύτερη ΑΔΠ του έτους έως σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο) στην
Κοπεγχάγη, η ASR (1 δισ. ευρώ) και η Philips Lighting στο Amsterdam (863 εκατ.
ευρώ).


Το Λονδίνο επηρεάστηκε από την αβεβαιότητα που δημιούργησε το
δημοψήφισμα για την παραμονή στην Ε.Ε., με αποτέλεσμα το μερίδιο του στην
ευρωπαϊκή δραστηριότητα ΑΔΠ να μειωθεί σε 11%, καταγράφοντας το χαμηλότερο
επίπεδο από το 2009. 21 ΑΔΠ συγκέντρωσαν 1,2 δισ. ευρώ, 75% κάτω από το β’
τρίμηνο του 2015 και 49% κάτω από τα ήδη χαμηλά επίπεδα του α’ τριμήνου του
2016. Παρ’ όλα αυτά, η Εναλλακτική Αγορά Επενδύσεων (AIM) του Λονδίνου δεν
επηρεάστηκε ιδιαίτερα, σημειώνοντας μάλιστα μεγαλύτερη δραστηριότητα σε σχέση
με την Κύρια Αγορά σε όγκο και αξία.


Κατά τη διάρκεια αυτού του τριμήνου, οι 14 ΑΔΠ που πραγματοποιήθηκαν
στην AIM συγκέντρωσαν 748 εκατ. ευρώ (β’ τρίμηνο 2015: 12 ΑΔΠ συγκέντρωσαν 403
εκατ. ευρώ), ενώ 7 ΑΔΠ στην Κύρια Αγορά συγκέντρωσαν 432 εκατ. ευρώ (β’ τρίμηνο
2015: 16 ΑΔΠ συγκέντρωσαν 4,3 δισ. ευρώ).


Η Vivienne Maclachlan, director της PwC στον τομέα των κεφαλαιαγορών
σχολίασε:


“Οι εταιρείες, οι επενδυτές και οι τραπεζίτες ακόμη προσπαθούν να
καταλάβουν τι συνέπειες θα έχει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για την
οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά και της υπόλοιπης Ε.Ε. Μετά την αρχική
βουτιά, ο FTSE 100 ανέκαμψε φτάνοντας τα υψηλότερα επίπεδά του από τον Αύγουστο
του 2015, ενώ ο FTSE 250 εξακολουθεί να παραμένει σε χαμηλά επίπεδα λόγω των
ανησυχιών για την οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο κλάδος χρηματοοικονομικών
υπηρεσιών έχει δεχτεί το μεγαλύτερο πλήγμα σε συνδυασμό με τον ευρύτερο
αντίκτυπο που έχουν υποστεί οι επιχειρήσεις που έχουν έδρα στο Ηνωμένο
Βασίλειο. Στα επόμενα τρίμηνα εκτιμώ ότι οι επενδυτές θα προτιμήσουν να
συμμετάσχουν σε ΑΔΠ εταιρειών με διεθνή προβολή και/ή σταθερές αποδόσεις”.


Υπήρχαν φόβοι ότι η ψήφος του Ηνωμένου Βασιλείου για έξοδο από την ΕΕ
θα πυροδοτούσε μια σειρά ακυρώσεων ή αναβολών αρχικών δημόσιων προσφορών. Στην
πράξη, ο αριθμός των ΑΔΠ που αναβλήθηκαν ή ακυρώθηκαν δημόσια δεν σημείωσε
σημαντική απόκλιση σε σχέση με τα προηγούμενα τρίμηνα (11 ΑΔΠ ή 13% των
συνολικών συναλλαγών σε σύγκριση με έναν μέσο όρο 12 συναλλαγών ανά τρίμηνο από
το 2014 ή 12%). Το μεγαλύτερο μέρος του τριμήνου χαρακτηρίστηκε από σχετική
σταθερότητα και έναν μικρό αριθμό εταιρειών να έχουν προγραμματίσει την αρχική
δημόσια προσφορά τους στο διάστημα γύρω από το δημοψήφισμα. Δεν προκαλεί έκπληξη
το γεγονός ότι 10 από τις ΑΔΠ που αναβλήθηκαν αφορούν την ηπειρωτική Ευρώπη,
αφού οι υποψήφιοι από το Ηνωμένο Βασίλειο απέφυγαν την εισαγωγή τους στο
χρηματιστήριο την περίοδο γύρω από το δημοψήφισμα.


Ο Mark Hughes, επικεφαλής του τομέα κεφαλαιαγορών της PwC, συνοψίζει:


“Μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αναβλήθηκε μια σειρά
συναλλαγών λόγω της αβεβαιότητας που επικρατούσε στην αγορά. Παρ’ όλα αυτά, η
πλειονότητα των εταιρειών που είχαν σχεδιάσει ΑΔΠ για το δεύτερο μισό του έτους
σκοπεύουν να προχωρήσουν με τα σχέδια τους. Η μεγαλύτερη πολιτική σταθερότητα
και διαφάνεια όσον αφορά την πρόοδο των διαπραγματεύσεων του Ηνωμένου Βασιλείου
με την Ε.Ε. θα αποτελέσουν κλειδί για την ανάκαμψη της δραστηριότητας στον
τομέα των αρχικών δημόσιων προσφορών μετά την


παραδοσιακά ήρεμη καλοκαιρινή περίοδο. Με δεδομένο αυτό, η επιτυχής
ολοκλήρωση των πρώτων ΑΔΠ που θα πραγματοποιηθούν μετά το καλοκαίρι θα δώσει
τον τόνο και για το υπόλοιπο έτος. Παρ΄όλο που εκτιμώ ότι η δραστηριότητα δεν
θα παύσει πλήρως, τα επίπεδα των αρχικών δημόσιων προσφορών στην Ευρώπη είναι
απίθανο να φτάσουν τα 25 δις ευρώ για το έτος”.


Όσον αφορά την Ελλάδα, λόγω της μακροχρόνιας και συνεχιζόμενης
οικονομικής κρίσης η δραστηριότητα των ΑΔΠ υπήρξε ελάχιστη τα τελευταία χρόνια.
Πιο συγκεκριμένα, από το 2009 και μετά εισήχθησαν μόνο δύο εταιρείες στο
Χ.Α.Α., αντικατοπτρίζοντας έτσι την αβεβαιότητα που επικρατεί στην επενδυτική
αγορά.







Exit mobile version