Το ραντεβού του Βερολίνου με το Παρίσι

της Σιλβί Κοφμάν *

Ας ονειρευτούμε λίγο. Με δεδομένη την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει στα 60 της ένα λαμπρό μέλλον μπροστά της. Αρκεί βέβαια οι πλανήτες να είναι σωστά ευθυγραμμισμένοι. Γιατί μια ευθυγράμμιση των πλανητών στην κατεύθυνση Τραμπ-Πούτιν-Λεπέν, για παράδειγμα, θα σήμαινε τον απότομο θάνατο της ευρωπαϊκής ενότητας. Στους υπόλοιπους συνδυασμούς όμως που επιτρέπει η περιβάλλουσα αβεβαιότητα, το όνειρο είναι δυνατό. Και στο όνειρο αυτό, βρίσκουμε πάντα ένα ακαταμάχητο ζευγάρι, ένα ζευγάρι που ξαναπαίρνει χρώμα αφού ξεπέρασε τις αδυναμίες του: το περίφημο γαλλογερμανικό ζευγάρι.

Η αλήθεια είναι ότι πίσω από την αναβίωση αυτού του ζευγαριού βρίσκεται ο Ντόναλντ Τραμπ. Γιατί όπως έλεγε η πριγκίπισα Νταϊάνα για το δικό της ζευγάρι, το απάρτιζαν τρεις. Η Γερμανία ήταν παντρεμένη με τη Γαλλία, αλλά στην πραγματικότητα αγαπούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ηταν μια χώρα πιο ισχυρή, πιο σταθερή, πιο σίγουρη.

Όλα άλλαξαν στις 8 Νοεμβρίου. Ο σύμμαχος απέναντι σε όλους τους κινδύνους ενσαρκώνεται σήμερα από έναν άνθρωπο απρόβλεπτο, κακομαθημένο, εγωκεντρικό και ευρωφοβικό. Ο κίνδυνος σήμερα είναι εκείνος. Όπως και το σύνθημά του, το “America first”. Η άλλοτε φοβισμένη και άλλοτε περιφρονητική ματιά της Αγγελα Μέρκελ στις λίγες ώρες που πέρασε με τον Τραμπ – και με την κόρη του Ιβάνκα, που καθόταν στο τραπέζι μαζί με τους προέδρους της Siemens και της BMW – αποκαλύπτει περισσότερα για τις αμερικανογερμανικές σχέσεις απ’όλες τις ανταποκρίσεις του κόσμου.

Αυτή η ρήξη αποτελεί ένα μεγάλο σοκ για τους Γερμανούς, που είχαν ήδη πληγωθεί από το Brexit καθώς έχασαν ένα στήριγμα στο οικονομικό τους όραμα. Μέσα σε λίγους μήνες, το «γερμανικό ζήτημα» που απασχολεί τους Δυτικούς μετατράπηκε από το «Η Γερμανία είναι υπερβολικά ισχυρή;» στο «Η Γερμανία μπορεί να αποτελέσει τον νέο ηγέτη του ελεύθερου κόσμου;»

Η Γερμανία όμως δεν έχει ούτε τα μέσα ούτε τη διάθεση να γίνει μια υπερδύναμη. Όπως η κυβέρνηση Ομπάμα είχε υπερβολικές προσδοκίες από το Βερολίνο όταν απευθυνόταν στη γερμανική κυβέρνηση σαν να διοικούσε την Ευρώπη, έτσι και τώρα είναι υπερβολή να περιμένει κανείς από τη Γερμανία να αναπληρώσει την αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από την παγκόσμια σκηνή. Για μια χώρα που φιλοξενεί ακόμη 40.000 αμερικανούς στρατιώτες, θα ήταν σαν να γυρίσει ο κόσμος ανάποδα. Στην πραγματικότητα, ο μόνος τρόπος να συμβιώσει η Γερμανία με τον Τραμπ είναι να συνεργαστεί με την Ευρώπη.

Κι έτσι, η σχέση με τη Γαλλία αποκτά κεντρικό χαρακτήρα. Αυτός είναι ο λόγος που η πιθανότητα μιας νίκης της Λεπέν στις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας προκαλεί πανικό στη Γερμανία: αν μετά τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες «πέσει» και η Γαλλία, σε ποιον θα στηριχθεί;

Ας συνεχίσουμε όμως να ονειρευόμαστε. Για να αποκατασταθεί το γαλλογερμανικό ζευγάρι, πρέπει να ξαναβρεί την ισορροπία του. Το «αφήγημα» όμως των τελευταίων πέντε ή δέκα ετών είναι ότι το γαλλογερμανικό ζευγάρι πάσχει από μια σοβαρή ανισορροπία: η Γερμανία είναι ισχυρή και η Γαλλία αδύναμη. Η πρώτη έκανε πάντα διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όταν έπρεπε, ενώ η δεύτερη υποσχόταν συνεχώς να κάνει μεταρρυθμίσεις χωρίς να εκπληρώνει την υπόσχεσή της.

Γιατί αυτό το αφήγημα αρχίζει να αλλάζει; Όχι βέβαια επειδή η ανισορροπία ήρθη και η Γαλλία κατελήφθη ξαφνικά από μια μεταρρυθμιστική μανία. Όχι, αυτό που συνέβη, ως αποτέλεσμα των γεωπολιτικών αναταραχών, είναι ότι διαπιστώθηκε μια άλλη ανισορροπία, που αυτή τη φορά ευνοεί τη Γαλλία: στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας, η Γαλλία είναι σαφώς ανώτερη της Γερμανίας. Είναι μια πυρηνική δύναμη κι έρχεται δεύτερη στη Δύση μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες ως προς τον αριθμό των στρατιωτών (30.000) που απασχολεί στη μάχη κατά της τρομοκρατίας.

Ο λόγος που οι Γάλλοι δεν έχουν αντιτάξει ως τώρα αυτό το γεγονός στο γερμανικό οικονομικό αφήγημα παραμένει μυστήριο. «Το ζήτημα είναι ψυχολογικό», λέει ο Φρεντερίκ Μποζό, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Paris-III και ειδικός για τις γαλλογερμανοαμερικανικές σχέσεις, που θυμίζει τη φράση του Φρανσουά Μιτεράν: «Εμείς έχουμε τη βόμβα και οι Γερμανοί το μάρκο». Ηταν το 1988, και ο γάλλος πρόεδρος εξηγούσε την απροθυμία της Βόννης να αποχωριστεί το νόμισμά της.

Η Γερμανία δέχθηκε το ευρώ και κυριάρχησε στον τομέα αυτόν. Αυτό που είχε σημασία ήταν η οικονομική της επιτυχία. Κι ύστερα ήρθε το Ισλαμικό Κράτος. Το κύμα των επιθέσεων που έπληξε πρώτα τη Γαλλία και ύστερα τη Γερμανία έκανε τους γερμανούς ηγέτες να καταλάβουν ότι εκτός από την απειλή της ανατολικής πλευράς της Ευρώπης, υπήρχε και η νότια πλευρά. Εστειλαν έτσι βοήθεια στους Γάλλους για το Μάλι. Με την ουκρανική κρίση, η Μέρκελ κατάλαβε ότι το να στηριχθεί σε έναν εταίρο όπως η Γαλλία, έστω κι αν ήταν οικονομικά αδύναμη, είχε πλεονεκτήματα. Η Ευρώπη κράτησε έτσι ενιαία στάση στο ζήτημα των κυρώσεων, αιφνιδιάζοντας τους Ρώσους και τους Αμερικανούς.

Η συζήτηση για την ενίσχυση της άμυνας έχει φουντώσει στη Γερμανία. Μετά την εκλογή του Τραμπ, μάλιστα, συζητήθηκε και η πιθανότητα απόκτησης πυρηνικών όπλων, που ως τώρα αποτελούσε το ταμπού των ταμπού. Για τη Γαλλία, αυτή η συζήτηση έρχεται την κατάλληλη στιγμή.

* Η Σιλβί Κοφμάν είναι αρθρογράφος της Monde

Πηγή: Le Monde


Exit mobile version