ΑΑΔΕ: “Σαφάρι” ελέγχων για τα αδήλωτα εισοδήματα – Στο μικροσκόπιο καταθέσεις, θυρίδες και ηλεκτρονικά πορτοφόλια

εισοδήματα

Στο στόχαστρο της ΑΑΔΕ θα βρεθούν τα στοιχεία καταθέσεων, επενδύσεων, θυρίδων και ηλεκτρονικών πορτοφολιών προκειμένου να εντοπίσει τα αδήλωτα εισοδήματα αλλά και να περιοριστεί το φαινόμενο της φοροδιαφυγής.

Αυτό θα επιτευχθεί με το νέο όπλο που θα έχει από τον Ιανουάριο του 2024 στη φαρέτρα της η ΑΑΔΕ, το λεγόμενο ” Σύστημα Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας”  σύμφωνα με το οποίο θα ελέγχονται περιπτώσεις αδικαιολόγητης προσαύξησης περιουσίας που θα υποκρύπτουν τη διάπραξη αδικημάτων εκτεταμένης και μεγάλης φοροδιαφυγής. Αυτό σημαίνει πρακτικά πως μέσω αυτού του συστήματος οι ελεγκτικές αρχές της ΑΑΔΕ θα λαμβάνουν με εξπρές διαδικασίες πληροφορίες από τις τράπεζες  για το ύψος των καταθέσεων, τους επενδυτικούς λογαριασμούς, τις πιστωτικές και προπληρωμένες κάρτες, τις τραπεζικές θυρίδες, τους λογαριασμούς αλλά και τα ηλεκτρονικά πορτοφόλια  των ελεγχόμενων προσώπων και θα επεξεργάζονται τα στοιχεία.

Η απόφαση της ΑΑΔΕ

Όπως αναφέρεται στην απόφαση της ΑΑΔΕ, θα υπάρξει σύστημα Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας «Bank Account Nexus Crosscheck APPplication» – BANCAPP για την αυτοματοποιημένη διαβίβαση των αρχείων αιτημάτων άρσης απορρήτου χρηματοπιστωτικών δεδομένων και τα στοιχεία αυτά θα αντιπαραβάλλονται με τις φορολογικές δηλώσεις.

Σημειώνεται δε πως από την 1η Ιανουαρίου θα τεθεί σε παραγωγική λειτουργία το Σύστημα και θα ενταχθούν οι υπόχρεοι  στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα.

Διευκρινίζεται δε πως προϋπόθεση για την άρση απορρήτου μέσω του συστήματος είναι η γνώση και συμπλήρωση του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) του φυσικού ή νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας. Ενώ για την υποβολή αιτήματος άρσης του τραπεζικού απορρήτου θα  πρέπει να έχουν προηγηθεί όλες οι απαιτούμενες διαδικασίες έγκρισης  που προβλέπονται για τις ελεγκτικές υπηρεσίες.

Επίσης επισημαίνεται πως τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται  και τα υποκαταστήματα  αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων, τα ιδρύματα πληρωμών ,τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος  που δραστηριοποιούνται στην ελληνική επικράτεια, με ή χωρίς φυσική εγκατάσταση και που τηρούνται στο Μητρώο της Τράπεζας της Ελλάδας θα πρέπει να διαβιβάσουν δεδομένα. Πάντως τα  τραπεζικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα αποστέλλουν τα στοιχεία που αφορούν:

Τα στοιχεία και οι πληροφορίες που διαβιβάζονται, δύναται να ανατρέχουν στην τελευταία δεκαετία από την ημερομηνία υποβολής κάθε αιτήματος παροχής πληροφοριών ενώ κάθε αίτημα πρέπει να απαντάται το αργότερο μέσα 2 εργάσιμες ημέρες. Ουσιαστικά το BANCAPP θα ελέγχει με διαδικασία εξπρές τον κάθε ΑΦΜ αφού πρώτα προσδιορίσει την φορολογητέα ύλη κατ’ έτος.

Τα ψιλά γράμματα που πρέπει να γνωρίζετε για το BANCAPP

Ο στόχος του «Bank Account Nexus Crosscheck APPplication» – BANCAPP  είναι «η ταχεία λήψη και επεξεργασία στοιχείων και πληροφοριών που αφορούν σε ελεγχόμενα πρόσωπα, κατά τρόπο τυποποιημένο και ενιαίο, προκειμένου να καταστεί ταχύτερος και αποδοτικότερος ο προσδιορισμός της φορολογητέας ύλης και αποτελεσματικότερη η φορολογική ελεγκτική διαδικασία, με τελικό σκοπό την περιστολή της φοροδιαφυγής, την προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος και την εμπέδωση της φορολογικής δικαιοσύνης».

Τα αιτήματα άρσης αφορούν σε κάθε στοιχείο και πληροφορία για φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας για άρση του τραπεζικού και επαγγελματικού απορρήτου, καθώς και του απορρήτου των στοιχείων έναντι των αρχών και υπηρεσιών του δημοσίου.

Στο αίτημα θα ορίζεται και το ημερολογιακό διάστημα ελέγχου (από- έως). Τα στοιχεία και οι πληροφορίες που διαβιβάζονται, δύναται να ανατρέχουν στην τελευταία δεκαετία από την ημερομηνία υποβολής κάθε αιτήματος παροχής πληροφοριών.

Υπόχρεα για διαβίβαση δεδομένων ορίζονται όχι μόνο τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα, αλλά και τα υποκαταστήματα αλλοδαπών τραπεζών, τα ιδρύματα πληρωμών και τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, τα οποία δραστηριοποιούνται στην ελληνική επικράτεια, με ή χωρίς φυσική εγκατάσταση, εφόσον τηρούνται στο Μητρώο της Τράπεζας της Ελλάδος.

Κάθε αίτημα πρέπει να απαντηθεί το αργότερο εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών, με εξαίρεση στις περιπτώσεις που το αίτημα καταλαμβάνει ελεγχόμενο διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών οπότε και η αποστολή των αιτούμενων αρχείων διενεργείται εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών.

 

 

Exit mobile version