Ανταποδοτική σύνταξη – Δημόσιο: Όλες οι μειώσεις που «κρύβει» το Ασφαλιστικό «Κατρούγκαλου»

Της Αργυρώς Μαυρούλη

Τον υπολογισμό της κύριας και της
ανταποδοτικής σύνταξης, για συνταξιούχους του Δημοσίου και για συντάξεις
θανάτου από τον ίδιο Φορέα, σύμφωνα με το νέο νόμο για το Ασφαλιστικό
(ν.4387/2016), περιγράφει Κοινή Υπουργική Απόφαση των υπουργείων Οικονομικών
και Εργασίας.

Στην ΚΥΑ, φαίνονται με παραδείγματα, πόσο περιορισμένη είναι πια
η ανταποδοτική σύνταξη, δηλαδή το μέρος εκείνο των συντάξιμων αποδοχών, που
προκύπτει από τις εισφορές που έχει καταβάλλει ο ασφαλισμένος στη διάρκεια του
εργασιακού του βίου. Αιτία είναι τα νέα, μειωμένα ποσοστά αναπλήρωσης, σε σχέση
με τα παλαιότερα, που θεσπίστηκαν από το Ασφαλιστικό «Κατρούγκαλου».

Φαίνεται
επίσης, ότι η ανταποδοτική σύνταξη, δεν μπορεί να υπολογιστεί για όσους έχουν
υποβάλλει αιτήσεις συνταξιοδότησης από 13.5.2016 και μετά, αφού δεν έχει
προσδιοριστεί ακόμα από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, η «ετήσια μεταβολή
μισθών». Γι’ αυτό, επισημαίνεται ότι θα ακολουθήσουν «νέες οδηγίες», όταν
υπάρξει επίσημα η συγκεκριμένη παράμετρος.

Ειδική αναφορά γίνεται για τη
διαδικασία που διέπει τις περιπτώσεις αναγνώρισης πλασματικών ετών ασφάλισης. Υπογραμμίζεται
ότι τα πλασματικά έτη, συνυπολογίζονται στο ανταποδοτικό σκέλος της σύνταξης,
μόνο εάν η αίτηση εξαγοράς έχει γίνει από το 2002 και μετά, όχι νωρίτερα.
Επίσης, για αιτήσεις αναγνώρισης πλασματικών ετών που θα υποβληθούν από 1.1.17
και μετά ισχύουν τα αυξημένα ποσοστά ασφάλισης για εργαζόμενους και εργοδότες,
όπως αυτά θεσπίστηκαν.

Άρα για φέτος ισχύει εξαγορά πλασματικών ετών με ποσοστό
ασφάλισης 6,67% για τις εισφορές εργαζομένου, συν 3,33% για τις εισφορές
εργοδότη. Αποσαφηνίζεται επίσης ποιο ποσό συνεχίζει να καταβάλλεται ως
«προσωπική διαφορά» για συντάξεις που θα αφορούν το χρονικό διάστημα από
13.5.2016 έως 31.12.2016 και για το 2017 και για το 2018. Όπως επισημαίνεται
στην πρώτη περίπτωση εάν υπάρχει διαφορά με το νέο τρόπο υπολογισμού άνω του
20%, σε σχέση με τον παλιό, το ήμισυ αυτής συνεχίζει να καταβάλλεται ως
«προσωπική διαφορά».

Για αιτήσεις συνταξιοδότησης που θα υποβληθούν το 2017, το
ποσοστό αυτό μειώνεται στο 1/3 και για το 2018 στο ¼. Με βάση και το παράδειγμα
που υπάρχει στη συγκεκριμένη Κοινή Υπουργική Απόφαση, γίνεται σαφές ότι ακόμα
και με τη χρήση της προσωπικής διαφοράς οι συντάξεις που θα προκύψουν για
αιτήσεις που θα υποβληθούν στα έτη 2016 (από 13.5 και μετά), 2017 και 2018, θα
έχουν μειώσεις.



Όπως τονίζεται, το ανταποδοτικό μέρος της
σύνταξης υπολογίζεται με βάση τις συντάξιμες αποδοχές (όπως αυτές ορίζονται με
τις διατάξεις της παρ. 2α του άρθρου 8), το χρόνο ασφάλισης (όπως ορίζεται στο
άρθρο 15) και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης, όπως αυτά προκύπτουν από τον
πίνακα της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του ν.4387/2016 και παρουσιάζονται στον
ακόλουθο πίνακα:



  • ΚΛΙΜΑΚΕΣ ΕΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ



    ΠΟΣΟΣΤΟ
    ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ



  • ΑΠΟ



    ΕΩΣ




  • 0



    15



    0,77%



  • 15,01



    18



    0,84%



  • 18,01



    21



    0,90%



  • 21,01



    24



    0,96%



  • 24,01



    27



    1,03%



  • 27,01



    30



    1,21%



  • 30,01



    33



    1,42%



  • 33,01



    36



    1,59%



  • 36,01



    39



    1,80%



  • 39,01



    42 και
    περισσότερα



    2,00%




Το ποσοστό
αναπλήρωσης για κάθε έτος ασφάλισης ανά κλίμακα ετών, αντιστοιχεί στο ποσοστό
που αναγράφεται στην τρίτη στήλη του πίνακα. Το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης
αντιστοιχεί στα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης για το σύνολο του χρόνου
ασφάλισης επί των συνταξίμων αποδοχών. Για τον υπολογισμό το σύνολο του χρόνου
ασφάλισης λαμβάνεται υπόψη με μαθηματική ακρίβεια δύο δεκαδικών ψηφίων.



Παράδειγμα 1: Ασφαλισμένος με 40 έτη ασφάλισης και συντάξιμες
αποδοχές 1.000 ευρώ δικαιούται ανταποδοτική σύνταξη ύψους 428 ευρώ
υπολογιζόμενη ως ακολούθως:
((15*0,77%)+(3*0,84%)+(3*0,90%)+(3*0,96%)+(3*1,03%)+(3*1,21%)+(3*1,42%)+
(3*1,59%)+(3*1,80%)+(1*2,00%))*1.000 = 42,8%*1.000 = 428 ευρώ.


Παράδειγμα 2: Ασφαλισμένος στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με 10.635 ημέρες ασφάλισης (10.635:300=35,45
έτη ασφάλισης) και συντάξιμες αποδοχές 1.000 ευρώ δικαιούται ανταποδοτική
σύνταξη ύψους 345,3 ευρώ υπολογιζόμενη ως ακολούθως:


((15*0,77%)+(3*0,84%)+(3*0,90%)+(3*0,96%)+(3*1,03%)+(3*1,21%)+(3*1,42%)+
(2,45*1,59%))*1.000 = 34,53%*1.000 =
345,3 ευρώ.



Υπολογισμός Συντάξιμων Αποδοχών



α) Περίοδος υπολογισμού συντάξιμων αποδοχών


Για τον υπολογισμό
του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης ασφαλισμένου, ως συντάξιμες αποδοχές
λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών, όπως αυτές ισχύουν κάθε
φορά και επί των οποίων έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές, καθ’ όλη τη
διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου.


Ειδικά όμως για αιτήσεις συνταξιοδότησης που
υποβάλλονται από 13.5.2016 και εντός του έτους 2016, οι συντάξιμες αποδοχές
υπολογίζονται ως ο μέσος μηνιαίος μισθός – εισόδημα του ασφαλισμένου από το
έτος 2002 και έως την υποβολή της αίτησης. Εφεξής ετησίως η χρονική περίοδος
αναφοράς για τον υπολογισμό των συνταξίμων αποδοχών αυξάνεται κατά ένα έτος.


Παράδειγμα: Ασφαλισμένος μισθωτός υποβάλει αίτηση συνταξιοδότησης την 1.12.2018. Ως
συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης λαμβάνονται
υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου που υπόκεινται σε
ασφαλιστικές εισφορές για το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 30.11.2018.



β) Διαδικασία υπολογισμού των συντάξιμων
αποδοχών


Οι συντάξιμες
αποδοχές υπολογίζονται ως ακολούθως :


Κατ’ αρχήν υπολογίζεται ο μέσος όρος των μηνιαίων
αποδοχών του ασφαλισμένου που υπόκεινται σε εισφορές υπέρ Κλάδου Σύνταξης
(επομένως, συμπεριλαμβάνονται τα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματα αδείας
για τα οποία έχουν καταβληθεί εισφορές) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2002
και έως την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης.


Ο μέσος αυτός όρος μηνιαίων αποδοχών του
ασφαλισμένου είναι το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των αποδοχών του
ασφαλισμένου επί των οποίων έχουν καταβληθεί εισφορές υπέρ Κλάδου Σύνταξης (και
μέχρι του ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών όπως και όπου αυτό προβλεπόταν
για τα έτη 2002 και εφεξής), δια του συνολικού χρόνου ασφάλισης του από 1.1.2002 μέχρι την προηγούμενη
ημέρα της αποχώρησης του υπαλλήλου – λειτουργού του Δημοσίου ή στρατιωτικού
(αναγόμενος ο χρόνος αυτός σε μήνες, π.χ. πλήρης μήνας για το Δημόσιο = 30
ημέρες ασφάλισης).


Οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό
έτος προσαυξάνονται κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, η οποία όταν θα
προσδιοριστεί, από την αρμόδια για τον καθορισμό Ελληνική Στατιστική Αρχή, θα
ακολουθήσουν νέες οδηγίες.


Σημειώνεται στην
εγκύκλιο ότι σε κάθε περίπτωση για όλους τους μισθωτούς που υπάγονται στην
ασφάλιση του ΕΦΚΑ από 1.1.2017 το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών ανέρχεται
στο δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στο κατώτατο βασικό μισθό άγαμου
μισθωτού άνω των 25 ετών, το οποίο με σημερινά δεδομένα ισούται με
586,08*10=5.860,8 ευρώ. Επομένως, σε κάθε περίπτωση, και για τον υπολογισμό των
συντάξιμων αποδοχών των μισθωτών από 1.1.2017 ως ανώτατο όριο μηνιαίων αποδοχών
είναι το ποσό αυτό.


Στην περίπτωση
ασφαλισμένων οι οποίοι, υπό την ισχύ του προϊσχύοντος νομοθετικού καθεστώτος
κατέβαλλαν εισφορές ανώτερες από αυτές του κοινού καθεστώτος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ
(6,67% για τον ασφαλισμένο και 13,33% για τον εργοδότη), εφαρμόζεται το άρθρο
30 παρ.1 του ν.4387/2016, δηλαδή το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξής τους για
κάθε έτος που έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά, θα υπολογίζεται με ετήσιο
συντελεστή αναπλήρωσης 0,075% για καθεμία ποσοστιαία μονάδα επιπλέον εισφοράς.
Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει για τα πρόσωπα που περιγράφονται στο άρθρο 4,
παράγραφος 1 του ν. 3660/2008 (ΦΕΚ Α 78).



Συνταξιοδότηση με βάση τις διατάξεις του τέταρτου
εδαφίου της παρ. 1α των άρθρων 1 και 26 του Π.Δ. 169/2007 (Α 210)



Στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης με βάση τις
διατάξεις του τέταρτου εδαφίου της παρ. 1α των άρθρων 1 και 26 του π.δ.
169/2007 (πχ τετραπληγικοί, παραπληγικοί, τυφλοί), είτε με βάση τις διατάξεις
που παραπέμπουν σε αυτές και ισχύουν κάθε φορά, εφαρμόζεται το τελευταίο εδάφιο
της περ. α παρ.2 του άρθρου 8 του ν. 4387/2016. Η ανταποδοτική σύνταξη
υπολογίζεται με ποσοστό αναπλήρωσης 35 ετών, εφόσον ο χρόνος ασφάλισης
υπολείπεται των 35 ετών. Εάν ο χρόνος ασφάλισης υπερβαίνει τα 35 έτη η
ανταποδοτική σύνταξη υπολογίζεται επί όλου του πραγματικού χρόνου ασφάλισης.
Επίσης για τον υπολογισμό των συνταξίμων αποδοχών των εν λόγω προσώπων,
λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών κατά τη διάρκεια όλου του
χρόνου ασφάλισής τους από την 1.1.2002 μέχρι την προηγούμενη της αποχώρησής
τους από την Υπηρεσία, προσαυξανόμενες για κάθε ημερολογιακό έτος κατά την
ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προσδιορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή.



γ) Πλασματικός Χρόνος


Ως συντάξιμες
αποδοχές, που αφορούν χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται ως πλασματικός μετά από
καταβολή του προβλεπόμενου ποσού εξαγοράς, ορίζεται το ποσό που θα αποτελούσε
τον ασφαλιστέο μισθό αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που καταβλήθηκε για την εξαγορά κάθε μήνα ασφάλισης.


Η ποσοστιαία έκπτωση που παρέχεται στο
συνολικό ποσό εξαγοράς σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής του ποσού δεν λαμβάνεται
υπόψη στον υπολογισμό των συνταξίμων αποδοχών. Δηλαδή οι συντάξιμες αποδοχές
υπολογίζονται στο αρχικό ποσό εξαγοράς, πριν την εφαρμογή της έκπτωσης.


Σε κάθε περίπτωση, το υπολογιζόμενο ποσό
συνταξίμων αποδοχών, που αφορούν χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται ως
πλασματικός, θα συνυπολογισθεί για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης
εφόσον η αίτηση αναγνώρισης έχει υποβληθεί από το έτος 2002 και εφεξής και θα
προσαυξηθεί κατά την ετήσια μεταβολή μισθών από το έτος υποβολής της αίτησης
εξαγοράς, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.


Παράδειγμα


Υπάλληλος έχει αναγνωρίσει, το έτος 2014, 12 μήνες από χρόνο σπουδών
καταβάλλοντας 55 ευρώ για κάθε μήνα εξαγοράς. Οι αποδοχές επί των οποίων
θεωρούμε ότι κατεβλήθησαν εισφορές για τους συγκεκριμένους 12 πλασματικούς
μήνες υπολογίζονται ως ακολούθως: 55/6,67% = 824,59 ευρώ για κάθε μήνα
εξαγοράς.


Το συγκεκριμένο ποσό των αποδοχών των 12
πλασματικών μηνών (12*824,59=9.895) θα προσαυξηθεί κατά την ετήσια μεταβολή
μισθών, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, από το
έτος 2014 έως το έτος υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης και θα ληφθεί υπόψη
στον υπολογισμό των συνταξίμων αποδοχών και στη συνέχεια της ανταποδοτικής
σύνταξης του ασφαλισμένου.


Επισημαίνεται ότι για αιτήσεις αναγνώρισης χρόνου ως συνταξίμου στο Δημόσιο που έχουν
υποβληθεί μέχρι 31.12.2016, καταβάλλεται μόνο η εισφορά ασφαλισμένου (6,67%).
Για αιτήσεις που θα υποβληθούν από 1.1.2017 και μετά, καταβάλλεται η εισφορά
ασφαλισμένου και εργοδότη όπως αυτή ισχύει κάθε φορά.



Δ) Υπολογισμός ανταποδοτικής σύνταξης για όσους
αποχωρούν από την υπηρεσία από 13.5.2016 έως 31.12.2018



1. Για τον
υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης των υπαλλήλων – λειτουργών του Δημοσίου, που αποχωρούν από την Υπηρεσία από 13.5.2016 έως 31.12.2018, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 1γ του άρθρου 6 του ν.4387/2016 σε
συνδυασμό με αυτές της παρ. 2 του άρθρου 94 του ίδιου νόμου.


Σύμφωνα με αυτές για όσους αποχωρούν από 13.5.2016 έως 31.12.2016, εάν το καθαρό προ φόρου ποσό της απονεμομένης σύνταξης με βάση το νέο
νομοθετικό πλαίσιο (δηλαδή το
ακαθάριστο ποσό σύνταξης αφαιρουμένων:


α. της Εισφοράς
Αλληλεγγύης Συνταξιούχων, υπέρ ΑΚΑΓΕ, που αντιστοιχεί στο ποσό αυτό, σύμφωνα με
τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 3865/2010 (Α 120), όπως αυτές ισχύουν μετά
την τροποποίησή τους με τις διατάξεις της παρ. 13 του άρθρου 2 του ν. 4002/2011
(Α180) και της παρ. 14 του άρθρου 2 του ν. 4002/2011 και


β. της κράτησης για υγειονομική περίθαλψη, όπως
αυτή υπολογίζεται με τις ρυθμίσεις του ν. 4387/2016


υπολείπεται του καθαρού προ φόρου ποσού της σύνταξης που θα ελάμβαναν
με βάση τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές
ίσχυαν μέχρι την 31­12-2014 δηλαδή το ακαθάριστο ποσό της σύνταξης
αφαιρουμένων:


α. των μειώσεων


  • της παρ. 10 του
    άρθρου 1 του ν. 4024/2011 (Α 226)
  • της παρ. 1 του
    άρθρου 1 του ν. 4051/2012 (Α 40)
  • της Υποπαραγράφου
    Β3 του ν. 4093/2012 (Α 222) και






β. των κρατήσεων


-
της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων, υπέρ ΑΚΑΓΕ, που αντιστοιχεί στο ποσό
αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 3865/2010 (Α 120), όπως
αυτές ισχύουνμετά την τροποποίησή τους με τις διατάξεις της παρ.
13 του άρθρου 2 του ν. 4002/2011 (Α180) και της παρ. 14 του άρθρου 2 του ν.
4002/2011 και


– της εισφοράς για υγειονομική περίθαλψη,
όπως αυτή υπολογίζεται με τις διατάξεις του ν. 4387/2016) σε ποσοστό άνω του
20%, το ήμισυ της διαφοράς
καταβάλλεται ως προσωπική διαφορά. Για όσους αποχωρούν από την Υπηρεσία εντός
του 2017, αντίστοιχα καταβάλλεται ως προσωπική διαφορά το ένα τρίτο (1/3) της ανωτέρω
διαφοράς ενώ για όσους αποχωρούν από την Υπηρεσία εντός
του έτους 2018 καταβάλλεται ως προσωπική διαφορά το ένα τέταρτο (1/4) της διαφοράς αυτής.


Σημειώνουμε ότι τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις
συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας.


Ειδικά για τους στρατιωτικούς, ισχύουν κατ’ αναλογία όλα τα ανωτέρω για
όσους αποχωρούν από την Υπηρεσία από 1-7-2016.


Παράδειγμα:


Έστω υπάλληλος του Δημοσίου που αποχωρεί από την Υπηρεσία μέχρι την
31.7.2017 με 40 πραγματικά έτη ασφάλισης. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τα
προαναφερόμενα πρέπει να γίνουν δύο υπολογισμοί : ένας σύμφωνα με τις ισχύουσες
την 31.12.2014 διατάξεις και ο δεύτερος σύμφωνα με τις κοινοποιούμενες
διατάξεις του ν. 4387/2016. Έστω εξαγόμενο, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα:


  • καθαρό προ φόρου
    ποσό σύνταξης που θα λάμβανε με βάση το προγενέστερο νομοθετικό πλαίσιο 1.200 ευρώ και
  • καθαρό προ φόρου
    ποσό σύνταξης με βάση το ν. 4387/2016 (εθνική και ανταποδοτική) 840 ευρώ.




Διαφορά των δύο ποσών σύνταξης : 360 ευρώ. Ποσοστιαία διαφορά των δύο συντάξεων 360/1200 = 30% .


Επειδή η διαφορά είναι μεγαλύτερη του 20% θα καταβληθεί ως προσωπική
διαφορά το εξής ποσό:


360/3=120 ευρώ.


Τελικό ποσό σύνταξης: 840+120=960 ευρώ.


Το επιπλέον ποσό της προσωπικής διαφοράς των 120 ευρώ θα συμψηφίζεται κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη
εξάλειψή του με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων.



Exit mobile version