Πότε η εκ περιτροπής εργασίας γίνεται με συμφωνία και πότε με μονομερή απόφαση του εργοδότη

Αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του ο εργοδότης μπορεί,
αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής
απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να
υπερβαίνει τους εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος.

Με εγκύκλιο του ,το
Υπουργείο Εργασίας διευκρινίζει πότε η εκ
περιτροπής εργασία μπορεί να λάβει τη
μορφή της συμφωνημένης (συμβατικής) εκ
περιτροπής εργασίας και πότε αυτής που εφαρμόζεται με μονομερή εργοδοτική
απόφαση.


Η εγκύκλιος έχει ιδιαίτερη σημασία αφού η ζοφερή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων τους οδηγεί ώστε να απασχολούνται με μερική απασχόληση και εκ περιτροπής εργασία.


Στην πρώτη περίπτωση
(συμφωνημένη εκ περιτροπής εργασία), η σχέση εκ περιτροπής εργασίας ιδρύεται
μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου είτε πρωτογενώς, κατά τη σύναψη της σύμβασης
εργασίας, είτε κατά τη διάρκεια μιας σύμβασης πλήρους απασχόλησης με
μεταγενέστερη συμφωνία των μερών, που λογίζεται ως τροποποίηση της αρχικής. Με
τη σύμβαση εκ περιτροπής εργασίας συμφωνείται η εναλλαγή περιόδων εργασίας και
μη εργασίας, με ανάλογη μείωση των καταβαλλόμενων αποδοχών. Η εναλλαγή αυτή
μπορεί να συμφωνηθεί ελεύθερα με διάφορους συνδυασμούς, δίχως μάλιστα οι
χρονικές ενότητες εργασίας και μη εργασίας να είναι απαραίτητα της ίδιας
χρονικής έκτασης, με μόνο περιορισμό η εργασία να παρέχεται κατά πλήρες
ημερήσιο ωράριο.


Στη δεύτερη περίπτωση
(επιβολή εκ περιτροπής εργασίας με μονομερή απόφαση του εργοδότη) παρέχεται η
δυνατότητα στον εργοδότη, σε περίπτωση περιορισμού της δραστηριότητάς του, να
επιβάλει στην επιχείρησή του σύστημα εκ περιτροπής εργασίας, μέχρι εννέα (9)
μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Προϋποθέσεις της σύννομης μονομερούς επιβολής
της εκ περιτροπής εργασίας αποτελούν: 1) ο περιορισμός των δραστηριοτήτων του
εργοδότη, 2) η προηγούμενη της επιβολής ενημέρωση και διαβούλευση με τους
εκπροσώπους των εργαζομένων, 3) η επιβολή να λαμβάνει τον χαρακτήρα συστήματος,
αναφερόμενου στο σύνολο των εργαζομένων της επιχείρησης, της εκμετάλλευσης ή
του τμήματος της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, 4) η διάρκεια της επιβολής να
μην υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος και 5) η απόφαση
του εργοδότη να κοινοποιηθεί εντός οκτώ (8) ημερών στην αρμόδια Επιθεώρηση
Εργασίας. Ειδικότερα: 1) Η επιβολή του συστήματος εκ περιτροπής εργασίας
προβλέπεται αντί της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας σε περιπτώσεις
περιορισμού της δραστηριότητας του εργοδότη. Με τον όρο «περιορισμός της δραστηριότητας»
δεν νοείται η απλή μείωση του οικονομικού αποτελέσματος της επιχείρησης, της
εκμετάλλευσης ή του τμήματος της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, η ενδεχόμενη
μείωση των κερδών της ή και η ζημιογόνος χρήση της, αλλά απαιτείται ο
περιορισμός του όγκου της δραστηριότητας, δηλ. η μείωση της παραγωγής ή της
ανάγκης για παροχή υπηρεσιών, κατά τρόπον ώστε να προκύπτει πλεονάζον προσωπικό
λόγω της μείωσης της διαθέσιμης εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, η εκ περιτροπής
εργασία επιβάλλεται ως ακραίο αλλά ηπιότερο της καταγγελίας μέσο, υπό την
προϋπόθεση όμως ότι κατά την επιβολή της θα υπάρχει η πρόγνωση ότι διά της
επιβολής του εν λόγω μέτρου η επιχείρηση θα μπορέσει σε εύλογο χρονικό διάστημα
να ανακάμψει. Σε κάθε περίπτωση, οι μονομερώς επιβαλλόμενοι όροι της εκ
περιτροπής εργασίας τελούν σε απόλυτη εξάρτηση προς τις πραγματικές οικονομικές
συνθήκες της επιχείρησης. Έτσι, οι όροι
και οι συνθήκες της εκ περιτροπής εργασίας (ημέρες απασχόλησης, μείωση αμοιβής
κλπ.) πρέπει να είναι ευθέως ανάλογοι του είδους και της έκτασης του
περιορισμού των οικονομικών δραστηριοτήτων της επιχείρησης. Πριν από τη
μονομερή επιβολή εκ περιτροπής εργασίας από τον εργοδότη απαιτείται η
προηγούμενη ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων,
σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 240/2006 και του ν. 1767/1988, δίχως ωστόσο
να απαιτείται αυτές να καταλήξουν σε συμφωνία.


Δεδομένου του συλλογικού χαρακτήρα του επιβαλλόμενου μέτρου,
είναι ανεπίτρεπτη η επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας επιλεκτικά σε
συγκεκριμένους μόνο εργαζόμενους, όταν οι υπόλοιποι εξακολουθούν να εργάζονται
κατά πλήρη απασχόληση. Για τους ίδιους λόγους, ανεπίτρεπτη είναι η επιβολή του
συστήματος αυτού και όταν το αντικείμενο εργασίας καλύπτεται από έναν μόνο
εργαζόμενο, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να αντικατασταθεί από άλλον κατά
τον χρόνο της υποχρεωτικής απουσίας του.



Παρά τις προϋποθέσεις του νόμου μονομερής επιβολή συστήματος
εκ περιτροπής εργασίας συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του
συνόλου των εργαζομένων που αφορά, η οποία επισύρει τις συνέπειες του άρθρου 7
του ν. 2112/1920, των σχετικών διατάξεων του Αστικού Κώδικα, αλλά και των
άρθρων 23 επ. του ν. 3996/2011. Μονομερής βλαπτικής μεταβολή των όρων εργασίας
συντρέχει και όταν η εκ περιτροπής εργασία επιβάλλεται κατ’ αρχήν συννόμως,
πλην όμως το δικαίωμα του εργοδότη να επιβάλει ένα τέτοιο μέτρο, ή ο τρόπος
εφαρμογής του μέτρου αυτού, γίνεται κατά τρόπο που συνιστά καταχρηστική άσκηση
δικαιώματος.






Exit mobile version