«Πόθεν ‘Εσχες»: Θα δηλώνονται και μετρητά εκτός τραπεζικών λογαριασμών

Αλλαγές στο «Πόθεν έσχες» για χιλιάδες Ελληνες, προανήγγειλε ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος. Τις αλλαγές ανακοίνωσε στην ομιλία του στις επιτροπές με αφορμή τις διατάξεις του πολυνομοσχεδίου.

Στις δηλώσεις πόθεν έσχες οι υπόχρεοι θα πρέπει να δηλώνουν τα πάντα. Ακίνητα, αυτοκίνητα, τιμαλφή μετρητά, συμμετοχές σε εταιρείες κ.λπ. ενώ θα προβλέπονται και αυστηρά πρόστιμα. Ακόμη και μετρητά πάνω από 15.000 ευρώ θα πρέπει να δηλώνονται.

Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα ανέφερε ο αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, Δημήτρης Παπαγγελόπουλος ο έλεγχος θα καταστεί πιο αυστηρός και μάλιστα πλέον υποχρεωτικός για το σύνολο των υποβληθεισών δηλώσεων έναντι του δειγματοληπτικού ελέγχου που εφαρμοζόταν έως σήμερα.

Στο εξής η πλειονότητα των υπόχρεων -πλην των πολιτικών προσώπων και των αιρετών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης- θα οφείλουν να υποβάλλουν δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης στην Επιτροπή για την καταπολέμηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

Mάλιστα, στις δηλώσεις αυτές θα πρέπει να αναγράφονται και οι τραπεζικές θυρίδες, για τις οποίες ωστόσο όπως αποσαφήνισε ο κ. Παπαγγελόπουλος, δεν θα δηλώνεται το περιεχόμενο αλλά η μίσθωσή τους, ενώ θα δηλώνονται και τυχόν μετρητά εκτός τραπεζικών λογαριασμών.

Αναλυτικά στην δήλωση θα δηλώνονται :

ι. Τα έσοδα από κάθε πηγή.

ιι Η. Τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους.

iii. Οι μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών (με την επιφύλαξη της απαγόρευσης της παρ. 1 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου), τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους.

iv. Οι κάθε είδους καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα κάθε είδους χρηματιστηριακά ή ασφαλιστικά προϊόντα και συμμετοχές σε κεφάλαια επιχειρηματικών ή επενδυτικών συμμετοχών (funds) και καταπιστεύματα (trusts).

ν. Η μίσθωση θυρίδων σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα. Επίσης, το σύνολο των μετρητών, που δεν περιλαμβάνονται στην περίπτωση iv. του παρόντος εδαφίου, εφόσον το συνολικό ποσό υπερβαίνει τις δέκα πέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ. Τα προαναφερόμενα ποσά αφορούν αθροιστικά τον υπόχρεο, το σύζυγό και τα ανήλικα τέκνα.

νϊ. Τα κινητά μεγάλης αξίας, εφόσον η αξία αυτών υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. Αν τα κινητά πράγματα αποτελούν κατά τις συναλλακτικές αντιλήψεις ενιαίο σύνολο, για τον υπολογισμό της αξίας λαμβάνεται υπόψη η αξία του συνόλου των πραγμάτων. Η δηλούμενη αξία προκύπτει είτε από σχετικό παραστατικό αγοράς ή από πράξη της φορολογικής αρχής για την επιβολή φόρου αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής ή προίκας κατά το χρόνο κτήσης τους. Στην περίπτωση κατά την οποία τα κινητά είναι ασφαλισμένα κατά κινδύνων κλοπής, πυρκαγιάς και λοιπών κινδύνων, η εκτιμώμενη αξία δεν μπορεί να είναι κατώτερη αυτής που αναγράφεται στη σχετική σύμβαση.

vii. Τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα.

viii. Η συμμετοχή σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση (με την επιφύλαξη της απαγόρευσης του άρθρου 8 παρ. 1 του παρόντος νόμου).

ix. Ειδικά η δήλωση των υπόχρεων, που αναφέρονται στις περιπτώσεις α’ έως και ε’ του άρθρου 1 παράγραφος 1, περιλαμβάνει και τις δανειακές τους υποχρεώσεις προς ημεδαπά και αλλοδαπά πιστωτικά και τραπεζικά ιδρύματα, λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και φυσικά πρόσωπα.

Σύμφωνα, με τον αναπληρωτή υπουργό, το ηλεκτρονικό σύστημα για όλους τους υπόχρεους θα είναι έτοιμο σε 2 μήνες από τώρα, ενώ πλέον τα Πόθεν Έσχες των πολιτικών θα παραμένουν δημοσιευμένα για μεγαλύτερο διάστημα από τον ισχύοντα 1 μήνα.

Αναλυτικά οι σημαντικότερες μεταβολές που περιέχουν οι διατάξεις του πολυνομοσχεδίου :

  • 1. Επανακαθορίζεται η κατηγοριοποίηση των υπόχρεων σε δήλωση,
  • 2. Θεσπίζεται η υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να χορηγούν τις απαιτούμενες βεβαιώσεις χωρίς επιβάρυνση.
  • 3. Επανακαθορίζεται το περιεχόμενο της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης (μίσθωση θυρίδων σε τράπεζες/πιστωτικά ιδρύματα, κινητά μεγάλης αξίας, δανειακές υποχρεώσεις, οφειλές από πρόστιμα /ποινές/φόρους/ τέλη προς το Δημόσιο, Ο.Τ.Α., εισφορές Ο.Κ.Α. κ.λπ.).
  • 4. Ρυθμίζονται εκ νέου θέματα αναφορικά με τη δημοσίευση στον διαδικτυακό τόπο της Βουλής στοιχείων των δηλώσεων συγκεκριμένων υπόχρεων, τα οποία καθορίζονται με κ.υ.α. (άρθρα 172 – 173)
  • 5. Επανακαθορίζονται, επίσης, τα όργανα ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης. Ειδικότερα, προσδιορίζονται εκ νέου οι υπόχρεοι, οι δηλώσεις των οποίων: ί) εξακολουθούν να εξετάζονται από την Επιτροπή Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Βουλής (άρθρο 3Α του ν.3213/2003),οι υπόχρεοι, ίί) ελέγχονται, εφεξής, από τη Γ’ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, iii) ελέγχονται από το Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης.
  • 6. Ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα αναφορικά με τη διαδικασία ελέγχου των δηλώσεων από τα αρμόδια όργανα. Μεταξύ άλλων, θεσπίζεται πρόστιμο (από 50-300 ευρώ), για τους υπόχρεους που δεν ανταποκρίνονται στην κλήση των αρμοδίων οργάνων ελέγχου και παρέχεται η εξουσιοδότηση για τη ρύθμιση, με κ.υ.α., όλων των συναφών θεμάτων.
  • 7. Θεσπίζεται διοικητικό πρόστιμο (από 150 – 400 ευρώ), για τους υπόχρεους που υποβάλλουν τη δήλωση περιουσιακής κατάστασης μετά την πάροδο της προβλεπόμενης προθεσμίας (90 ημέρες από την απόκτηση της ιδιότητας), ενώ οι ισχύουσες ποινικές κυρώσεις επιβάλλονται μόνο σε όσους παραλείπουν να υποβάλλουν δήλωση μετά την πάροδο 30 ημερών από την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας.
  • 8 . Προσαρμόζονται προς την ισχύουσα φορολογική νομοθεσία (ν. 4172/2013), οι διατάξεις για την απαγόρευση συγκεκριμένων προσώπων – υπόχρεων σε εταιρείες με έδρα μη συνεργάσιμο φορολογικό κράτος.
  • 9. Η δήλωση οικονομικών συμφερόντων (άρθρο 229 του ν.4281/2014) υποβάλλεται από τους υπόχρεους ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας ειδικής εφαρμογής. (άρθρα 177 – 180)
  • 10. Εισάγονται μεταβατικής ισχύος διατάξεις ως προς τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης υπόχρεων προσώπων, (άρθρα 181 – 183)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ’
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΡΘΩΠΙΝΩΝ
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

Σημαντικές τροποποιήσεις στις δηλώσεις πόθεν έσχες, όπως επίσης και στη λειτουργία της Επιτροπής επιφέρουν οι διατάξεις του πολυνομοσχεδίου, γεγονός που επιβεβαίωση και ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος στην ομιλία του στις επιτροπές.

Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα ανέφερε ο αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, Δημήτρης Παπαγγελόπουλος ο έλεγχος θα καταστεί πιο αυστηρός και μάλιστα πλέον υποχρεωτικός για το σύνολο των υποβληθεισών δηλώσεων έναντι του δειγματοληπτικού ελέγχου που εφαρμοζόταν έως σήμερα.

Στο εξής η πλειονότητα των υπόχρεων -πλην των πολιτικών προσώπων και των αιρετών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης- θα οφείλουν να υποβάλλουν δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης στην Επιτροπή για την καταπολέμηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

Mάλιστα, στις δηλώσεις αυτές θα πρέπει να αναγράφονται και οι τραπεζικές θυρίδες, για τις οποίες ωστόσο όπως αποσαφήνισε ο κ. Παπαγγελόπουλος, δεν θα δηλώνεται το περιεχόμενο αλλά η μίσθωσή τους, ενώ θα δηλώνονται και τυχόν μετρητά εκτός τραπεζικών λογαριασμών.

Αναλυτικά στην δήλωση θα δηλώνονται :

ι. Τα έσοδα από κάθε πηγή.

ιι Η. Τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους.

iii. Οι μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών (με την επιφύλαξη της απαγόρευσης της παρ. 1 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου), τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους.

iv. Οι κάθε είδους καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα κάθε είδους χρηματιστηριακά ή ασφαλιστικά προϊόντα και συμμετοχές σε κεφάλαια επιχειρηματικών ή επενδυτικών συμμετοχών (funds) και καταπιστεύματα (trusts).

ν. Η μίσθωση θυρίδων σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα. Επίσης, το σύνολο των μετρητών, που δεν περιλαμβάνονται στην περίπτωση iv. του παρόντος εδαφίου, εφόσον το συνολικό ποσό υπερβαίνει τις δέκα πέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ. Τα προαναφερόμενα ποσά αφορούν αθροιστικά τον υπόχρεο, το σύζυγό και τα ανήλικα τέκνα.

νϊ. Τα κινητά μεγάλης αξίας, εφόσον η αξία αυτών υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. Αν τα κινητά πράγματα αποτελούν κατά τις συναλλακτικές αντιλήψεις ενιαίο σύνολο, για τον υπολογισμό της αξίας λαμβάνεται υπόψη η αξία του συνόλου των πραγμάτων. Η δηλούμενη αξία προκύπτει είτε από σχετικό παραστατικό αγοράς ή από πράξη της φορολογικής αρχής για την επιβολή φόρου αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής ή προίκας κατά το χρόνο κτήσης τους. Στην περίπτωση κατά την οποία τα κινητά είναι ασφαλισμένα κατά κινδύνων κλοπής, πυρκαγιάς και λοιπών κινδύνων, η εκτιμώμενη αξία δεν μπορεί να είναι κατώτερη αυτής που αναγράφεται στη σχετική σύμβαση.

vii. Τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα.

viii. Η συμμετοχή σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση (με την επιφύλαξη της απαγόρευσης του άρθρου 8 παρ. 1 του παρόντος νόμου).

ix. Ειδικά η δήλωση των υπόχρεων, που αναφέρονται στις περιπτώσεις α’ έως και ε’ του άρθρου 1 παράγραφος 1, περιλαμβάνει και τις δανειακές τους υποχρεώσεις προς ημεδαπά και αλλοδαπά πιστωτικά και τραπεζικά ιδρύματα, λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και φυσικά πρόσωπα.

Σύμφωνα, με τον αναπληρωτή υπουργό, το ηλεκτρονικό σύστημα για όλους τους υπόχρεους θα είναι έτοιμο σε 2 μήνες από τώρα, ενώ πλέον τα Πόθεν Έσχες των πολιτικών θα παραμένουν δημοσιευμένα για μεγαλύτερο διάστημα από τον ισχύοντα 1 μήνα.

Αναλυτικά οι σημαντικότερες μεταβολές που περιέχουν οι διατάξεις του πολυνομοσχεδίου :

  • 1. Επανακαθορίζεται η κατηγοριοποίηση των υπόχρεων σε δήλωση,
  • 2. Θεσπίζεται η υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να χορηγούν τις απαιτούμενες βεβαιώσεις χωρίς επιβάρυνση.
  • 3. Επανακαθορίζεται το περιεχόμενο της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης (μίσθωση θυρίδων σε τράπεζες/πιστωτικά ιδρύματα, κινητά μεγάλης αξίας, δανειακές υποχρεώσεις, οφειλές από πρόστιμα /ποινές/φόρους/ τέλη προς το Δημόσιο, Ο.Τ.Α., εισφορές Ο.Κ.Α. κ.λπ.).
  • 4. Ρυθμίζονται εκ νέου θέματα αναφορικά με τη δημοσίευση στον διαδικτυακό τόπο της Βουλής στοιχείων των δηλώσεων συγκεκριμένων υπόχρεων, τα οποία καθορίζονται με κ.υ.α. (άρθρα 172 – 173)
  • 5. Επανακαθορίζονται, επίσης, τα όργανα ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης. Ειδικότερα, προσδιορίζονται εκ νέου οι υπόχρεοι, οι δηλώσεις των οποίων: ί) εξακολουθούν να εξετάζονται από την Επιτροπή Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Βουλής (άρθρο 3Α του ν.3213/2003),οι υπόχρεοι, ίί) ελέγχονται, εφεξής, από τη Γ’ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, iii) ελέγχονται από το Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης.
  • 6. Ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα αναφορικά με τη διαδικασία ελέγχου των δηλώσεων από τα αρμόδια όργανα. Μεταξύ άλλων, θεσπίζεται πρόστιμο (από 50-300 ευρώ), για τους υπόχρεους που δεν ανταποκρίνονται στην κλήση των αρμοδίων οργάνων ελέγχου και παρέχεται η εξουσιοδότηση για τη ρύθμιση, με κ.υ.α., όλων των συναφών θεμάτων.
  • 7. Θεσπίζεται διοικητικό πρόστιμο (από 150 – 400 ευρώ), για τους υπόχρεους που υποβάλλουν τη δήλωση περιουσιακής κατάστασης μετά την πάροδο της προβλεπόμενης προθεσμίας (90 ημέρες από την απόκτηση της ιδιότητας), ενώ οι ισχύουσες ποινικές κυρώσεις επιβάλλονται μόνο σε όσους παραλείπουν να υποβάλλουν δήλωση μετά την πάροδο 30 ημερών από την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας.
  • 8 . Προσαρμόζονται προς την ισχύουσα φορολογική νομοθεσία (ν. 4172/2013), οι διατάξεις για την απαγόρευση συγκεκριμένων προσώπων – υπόχρεων σε εταιρείες με έδρα μη συνεργάσιμο φορολογικό κράτος.
  • 9. Η δήλωση οικονομικών συμφερόντων (άρθρο 229 του ν.4281/2014) υποβάλλεται από τους υπόχρεους ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας ειδικής εφαρμογής. (άρθρα 177 – 180)
  • 10. Εισάγονται μεταβατικής ισχύος διατάξεις ως προς τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης υπόχρεων προσώπων, (άρθρα 181 – 183)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ’
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΡΘΩΠΙΝΩΝ
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

Άρθρο 172
1. Η περ. ε’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 (Α’ 309), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 222 του ν. 4281/2014 (Α’ 160), και ισχύει σήμερα, αντικαθίσταται ως εξής:
«ε. Οι Περιφερειάρχες, οι Δήμαρχοι και όσοι διαχειρίζονται τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων της περίπτωσης β’.».
2. Η περ. η’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 222 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«η. Οι Γενικοί Γραμματείς των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και, όταν διοριστούν, οι Συντονιστές Αποκεντρωμένων Διοικήσεων (άρ. 28 του ν. 4325/2015), οι Αντιπεριφερειάρχες, οι Πρόεδροι και τα μέλη των Περιφερειακών Συμβουλίων, καθώς και οι Προϊστάμενοι των Γενικών Διευθύνσεων και Διευθύνσεων των Περιφερειών».
3. Η περ. θ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 222 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«θ. Οι Αντιδήμαρχοι, οι Πρόεδροι και τα μέλη, τακτικά και αναπληρωματικά, των επιτροπών των Δήμων, οι Πρόεδροι και τα μέλη των Δημοτικών Συμβουλίων, οι Πρόεδροι, οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι και τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων και οι Γενικοί Διευθυντές των δημοτικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των αμιγών ή μεικτών δημοτικών επιχειρήσεων των ανωτέρω Ο.Τ.Α. και των συνδέσμων Δήμων, καθώς και οι Προϊστάμενοι των Γενικών Διευθύνσεων και Διευθύνσεων των Δήμων».
4. Η περ. λ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 222 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«λ. Τα μέλη όλων των Σωμάτων Επιθεώρησης και Ελέγχου του Δημοσίου, οι προϊστάμενοι οργανικών μονάδων οποιασδήποτε Υπηρεσίας Επιθεώρησης, Εσωτερικού Ελέγχου ή Εσωτερικών Υποθέσεων του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού, καθώς και οι υπάλληλοι των μονάδων αυτών που ασκούν οποιαδήποτε ελεγκτικά καθήκοντα».
5. Στο άρθρο 1 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 222 του ν. 4281/2014, προστίθεται παρ. 5 ως εξής:
«5. Τα τραπεζικά και τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος του υπόχρεου, να χορηγούν χωρίς επιβάρυνση βεβαιώσεις περί του υπολοίπου των καταθέσεων αυτού την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. Ειδικά για τους υπόχρεους των περιπτώσεων α’ έως ε’ του άρθρου 1 παρ. 1 του παρόντος νόμου, τα τραπεζικά και τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, ομοίως χωρίς επιβάρυνση και μέσα στην ίδια προθεσμία, να εκδίδουν αναλυτική κατάσταση των προς αυτά οφειλών των ως άνω υπόχρεων κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγουμένου έτους.».

Άρθρο 173
1. Η περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά από την αντικατάστασή του με το άρθρο 223 του ν. 4281/2014 αντικαθίσταται ως εξής:
«α. Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους περιουσιακά στοιχεία στην ημεδαπή και την αλλοδαπή. Ειδικώς, η αρχική δήλωση περιλαμβάνει τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία.
Ως περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται ιδίως:

ι. Τα έσοδα από κάθε πηγή.

ιι Η. Τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους.

iii. Οι μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών (με την επιφύλαξη της απαγόρευσης της παρ. 1 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου), τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους.

iv. Οι κάθε είδους καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα κάθε είδους χρηματιστηριακά ή ασφαλιστικά προϊόντα και συμμετοχές σε κεφάλαια επιχειρηματικών ή επενδυτικών συμμετοχών (funds) και καταπιστεύματα (trusts).

ν. Η μίσθωση θυρίδων σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα. Επίσης, το σύνολο των μετρητών, που δεν περιλαμβάνονται στην περίπτωση iv. του παρόντος εδαφίου, εφόσον το συνολικό ποσό υπερβαίνει τις δέκα πέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ. Τα προαναφερόμενα ποσά αφορούν αθροιστικά τον υπόχρεο, το σύζυγό και τα ανήλικα τέκνα.

νϊ. Τα κινητά μεγάλης αξίας, εφόσον η αξία αυτών υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. Αν τα κινητά πράγματα αποτελούν κατά τις συναλλακτικές αντιλήψεις ενιαίο σύνολο, για τον υπολογισμό της αξίας λαμβάνεται υπόψη η αξία του συνόλου των πραγμάτων. Η δηλούμενη αξία προκύπτει είτε από σχετικό παραστατικό αγοράς ή από πράξη της φορολογικής αρχής για την επιβολή φόρου αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής ή προίκας κατά το χρόνο κτήσης τους. Στην περίπτωση κατά την οποία τα κινητά είναι ασφαλισμένα κατά κινδύνων κλοπής, πυρκαγιάς και λοιπών κινδύνων, η εκτιμώμενη αξία δεν μπορεί να είναι κατώτερη αυτής που αναγράφεται στη σχετική σύμβαση.

vii. Τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα.

viii. Η συμμετοχή σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση (με την επιφύλαξη της απαγόρευσης του άρθρου 8 παρ. 1 του παρόντος νόμου).

ix. Ειδικά η δήλωση των υπόχρεων, που αναφέρονται στις περιπτώσεις α’ έως και ε’ του άρθρου 1 παράγραφος 1, περιλαμβάνει και τις δανειακές τους υποχρεώσεις προς ημεδαπά και αλλοδαπά πιστωτικά και τραπεζικά ιδρύματα, λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και φυσικά πρόσωπα.

Η δήλωση των παραπάνω υπόχρεων περιλαμβάνει και κάθε οφειλή που προέρχεται από διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Ορνανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τέλη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και υπερβαίνει τα πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους.».

2. Η περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά από την αντικατάστασή του με το άρθρο 223 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«δ. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να υποβάλουν στον Πρόεδρο της Γ’ Μονάδας Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης αντίγραφο κάθε συμβολαιογραφικού εγγράφου, που συντάσσεται από αυτούς, με το οποίο αναλαμβάνεται η υποχρέωση ή μεταβιβάζεται από ή προς δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό, σύζυγο ή τέκνο του, οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, κινητό ή ακίνητο, ή δικαίωμα, εφόσον οι εν λόγω λειτουργοί είναι εν ενεργεία και μέχρι δύο χρόνια από την παύση της ιδιότητας. Το αυτό ισχύει και για την αποδοχή κληρονομιάς.».

3. Η παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά από την αντικατάστασή του με το άρθρο 223 του ν. 4281/2014 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων των περιπτώσεων α’ έως ε’ του άρθρου 1 παρ. 1, δημοσιεύονται στον διαδικτυακό τόπο της Βουλής με μέριμνα του Προέδρου της Επιτροπής του άρθρου 3Α. Η δημοσιοποίηση λαμβάνει χώρα μετά τον έλεγχο και σε κάθε περίπτωση το αργότερο εντός τριών μηνών από την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου 2 του άρθρου 1. Η δημοσιοποίηση των δηλώσεων διαρκεί όσο η θητεία των υπόχρεων πλέον τριών ετών από την λήξη αυτής. Το αντικείμενο της δημοσιοποίησης και ιδίως η μορφή, ο τύπος, τα προς δημοσίευση συγκεντρωτικά ή μη στοιχεία ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία εκδίδεται το αργότερο δύο μήνες μετά την δημοσίευση του παρόντος νόμου. Από τη δημοσιοποίηση εξαιρούνται σε κάθε περίπτωση εκείνα τα στοιχεία που είναι ικανά να προκαλέσουν βλάβη στη ζωή ή την περιουσία του δηλούντος και της οικογένειας του (όπως διεύθυνση κατοικίας, αριθμοί κυκλοφορίας μεταφορικών μέσων, αριθμός φορολογικού μητρώου κ.λπ.). Η δημοσίευση των δημοσιοποιούμενων στοιχείων στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι δημοσιεύεται ολόκληρο το περιεχόμενό τους. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι επιτρεπτή η επιλεκτική δημοσιοποίηση ονομαστικών στοιχείων. Κάθε παράβαση της διάταξης αυτής τιμωρείται, πέραν της προβλεπόμενης από το άρθρο 7 παράγραφος 2 ποινής φυλάκισης, και με χρηματική ποινή από πέντε χιλιάδες (5.000) μέχρι εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ.».

4. Η παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά από την αντικατάστασή της με το άρθρο 223 του ν. 4281/2014 αντικαθίσταται ως εξής: 

«4. Ελλείψεις ή ανακρίβειες της δήλωσης, μπορούν να συμπληρωθούν από τον υπόχρεο αυθορμήτως σε προθεσμία ενός μηνός από την υποβολή της δήλωσης.»,
5. Η απόφαση του Προέδρου της Βουλής και η κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρ. 2 του ν. 3213/2003 και αφορούν στην ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης εκδίδονται εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.

Άρθρο 174
1. Το στοιχείο α’ της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 224 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«α) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α’ έως και ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου στην Επιτροπή του άρθρου 3Α,».
2. Μετά το στοιχείο α’ της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 224 του ν. 4281/2004, προστίθεται στοιχείο αα’, ως εξής:
«αα) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ1 έως και κδ’, κζ’, λα’ έως και μγ’ και μστ’ έως μη’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, στην Γ’ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης. Για τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των εν λόγω προσώπων εφαρμόζονται όσα ορίζονται στα στοιχεία γ’ και δ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 7Α του ν. 3691/2008 (Α’ 166), όπως αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 2 του ν. 3932/2011 (Α1 49). Ειδικά για τα πρόσωπα της περίπτωσης μη’, τυχόν ειδικές διατάξεις εξακολουθούν να ισχύουν.».
3. Στο στοιχείο β’ της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 224 του ν. 4281/2004, η φράση «λ’ και μδ’» αντικαθίσταται από τη φράση «λ’, μδ’ και με’».
4. Η παρ. 4 του άρθρου 3 του νόμου 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 224 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, το όργανο ελέγχου μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία, εντός ρητής προθεσμίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι (20) ημέρες, η οποία μπορεί να παραταθεί για διάστημα δέκα (10) το πολύ ημερών. Σε έκτακτες περιπτώσεις αδυναμίας των ελεγχομένων προσώπων για έγκαιρη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, το όργανο ελέγχου δύναται κατ’ εξαίρεση να παρεκτείνει την προθεσμία με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση. Σε όσους καλούνται από όργανο ελέγχου και δεν ανταποκρίνονται στην κλήση είτε αυτοπροσώπως είτε δια νόμιμου αντιπροσώπου επιβάλλεται από το όργανο ελέγχου πρόστιμο από πενήντα (50) έως τριακόσια (300) ευρώ, το οποίο
εισπράττεται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Με Κοινή Απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών που εκδίδεται εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ορίζονται οι λεπτομέρειες αναφορικά με τα αρμόδια για την επιβολή του προστίμου όργανα και τη διαδικασία επιβολής και είσπραξής του.».

Άρθρο 175
1. Οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 3Α του νόμου 3213/2003, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 225 του ν. 4281/2014 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των αναφερομένων στις περιπτώσεις α’ έως και ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 προσώπων ανατίθεται σε Επιτροπή Ελέγχου, η οποία ενεργεί ως ειδικό όργανο. Η Επιτροπή είναι ανεξάρτητη, διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και αποτελείται από εννέα (9) μέλη με ισάριθμους αναπληρωτές. Η έδρα της καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής.
2. Η Επιτροπή συγκροτείται από:
α) τον/την Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής.
β) Αρεοπαγίτη ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του,
γ) Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, και
δ) Σύμβουλο της Επικράτειας, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση των Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων των οικείων δικαστηρίων μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
ε) Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση του Διοικητή της, μετά από ερώτημα του Προέδρου της Βουλής.
στ) Τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του.
ζ) Το Συνήγορο του Πολίτη ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του. η) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που μετέχει στην Κυβέρνηση ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Προέδρου της εν λόγω κοινοβουλευτικής ομάδας, θ) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην Κυβέρνηση με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Οι δικαστές τακτικά μέλη της Επιτροπής είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και απολαμβάνουν, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προσωπικής και λειτουρνικής ανεξαρτησίας.
Γραμματέας της Επιτροπής ορίζεται υπάλληλος που υπηρετεί στην υπηρεσία της παραγράφου 4 με απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής.
Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η αποζημίωση των μελών που δεν είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, καθώς και του Γραμματέα της Επιτροπής, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει το όριο που προβλέπεται από το άρθρο 21 του ν. 4354/2015. Οι πιστώσεις για τη λειτουργία της Επιτροπής και της υπηρεσίας της παρ. 4 εγγράφονται στον προϋπολογισμό της Βουλής υπό ίδιο φορέα και θα καλυφθούν από τις εγγεγραμμένες πιστώσεις εντός των ορίων του ισχύοντος ΜΠΔΣ. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι ο κύριος διατάκτης των οικείων δαπανών. Θέματα οικονομικής διαχείρισης ρυθμίζονται με ειδικό κανονισμό οικονομικής διαχείρισης που καταρτίζεται από την Επιτροπή και εγκρίνεται από τον Πρόεδρο της Βουλής.».
2. Η παρ. 5 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 225 του ν. 4281/2014 αναριθμείται σε 6. Μετά την παρ. 4 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 προστίθεται νέα παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Μέχρι την τριακοστή πρώτη Μαρτίου κάθε έτους, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση των πεπραγμένων της κατά το προηγούμενο έτος στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην ανωτέρω ετήσια έκθεση αναφέρονται κατ’ ελάχιστο ο αριθμός των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων, ο αριθμός των προσώπων που υπέβαλαν δηλώσεις, τα μέτρα που ελήφθησαν για όσους δεν υπέβαλαν δήλωση και τα αποτελέσματα των ελέγχων, που πραγματοποιήθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων της επιτροπής, με στατιστική απεικόνιση αυτών. Η έκθεση αναρτάται στην επίσημη ιστοσελίδα της Βουλής στο διαδίκτυο το αργότερο μία (1) εβδομάδα μετά την υποβο?νή της, όπου και παραμένει αναρτημένη για επτά (7) έτη. Την ίδια υποχρέωση υποβολής έκθεσης, με το ίδιο περιεχόμενο και με την ίδια προθεσμία υποβολής και ανάρτησης έχουν όλα τα αρμόδια όργανα τα οποία λαμβάνουν και επεξεργάζονται δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης».
3. Το τρίτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 καταργείται.
4. Η παρ. 6 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 τροποποιείται ως εξής:
«6. Όλα τα θέματα που σχετίζονται με την οργάνωση και την λειτουργία της Επιτροπής Ελέγχου και της Ειδικής Υπηρεσίας ρυθμίζονται με Κανονισμό Λειτουργίας, ο οποίος εκδίδεται από την Επιτροπή και εγκρίνεται από την Ολομέλεια της Βουλής.».

Άρθρο 176
Η παρ. 2 του άρθρου 3Β του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής: «2. Η Επιτροπή ελέγχει όλες τις δηλώσεις της αρμοδιότητάς της.».

Άρθρο 177
Το άρθρου 6 του ν.3213/2003, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 227 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 6
Μη υποβολή ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης
1. Διοικητικό πρόστιμο εκατό πενήντα (150) έως τετρακόσια (400) ευρώ, το οποίο εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, επιβάλλεται σε όποιον υποβάλλει δήλωση μετά την πάροδο της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου. Οι λεπτομέρειες αναφορικά με τα αρμόδια για την επιβολή όργανα, την διαδικασία επιβολής και είσπραξης του προστίμου ορίζονται με Κοινή Απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών που εκδίδεται εντός (3) τριών μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
2. Υπόχρεος που παραλείπει να υποβάλει δήλωση μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή δήλωση, τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ. Σε περίπτωση που ο υπόχρεος τελεί το αδίκημα με σκοπό την απόκρυφη περιουσιακού στοιχείου που απέκτησε επωφελούμενος της ιδιότητάς του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.

3. Ο υπαίτιος του δεύτερου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ, αν η συνολική αξία της αποκρυπτόμενης περιουσίας του ίδιου και των λοιπών προσώπων για τα οποία αυτός οφείλει να υποβάλει δήλωση υπερβαίνει συνολικά το ποσό των τριακοσίων (300.000) χιλιάδων ευρώ, ανεξαρτήτως αν η απόκρυφη επιχειρείται με τη μη υποβολή δήλωσης ή την υποβολή ελλιπούς ή ανακριβούς δήλωσης.
4. Αν οι πράξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 τελέστηκαν από αμέλεια, επιβάλλεται χρηματική ποινή. Το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, μπορεί να κρίνει τις πράξεις αυτές ατιμώρητες.
5. Τρίτος ο οποίος εν γνώσει του συμπράττει στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης και ιδίως στην παράλειψη δήλωσης περιουσιακών στοιχείων τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή.
6. Τα φυσικά πρόσωπα και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων του άρθρου 5 του ν. 3691/2008 που παραβιάζουν την υποχρέωση γνωστοποίησης της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
7. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τα ενδεικνυόμενα μέτρα για τη διάδοση των πληροφοριών σχετικά με καταδικαστική απόφαση για εγκλήματα του παρόντος νόμου, συμπεριλαμβανομένης της ανάρτησης της απόφασης στο διαδίκτυο, καθώς και της πλήρους ή μερικής δημοσίευσής της στα μέσα μαζικής ενημέρωσης».

Άρθρο 178
Το άρθρο 8 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά τη θέση σε ισχύ του άρθρου 1 παρ. 5 του ν. 3849/2010 (Α’ 80) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 8
Συμμετοχή σε εταιρεία με έδρα σε μη συνεργάσιμο φορολογικά κράτος
1. Στα μέλη της Κυβέρνησης, στους Υφυπουργούς, στους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Εθνικό ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στους βουλευτές και ευρωβουλευτές, στον Γενικό Γραμματέα της Κυβέρνησης, στους Γενικούς και Ειδικούς Γραμματείς Υπουργείων, στους Γενικούς Γραμματείς των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, στους Περιφερειάρχες και τους Δημάρχους, στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, στους Προέδρους, Διοικητές, Υποδιοικητές και Γενικούς Διευθυντές πιστωτικών ιδρυμάτων, που ελέγχονται από το κράτος, καθώς επίσης στα πρόσωπα των περιπτώσεων θ’ και ι’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 απαγορεύεται να συμμετέχουν είτε οι ίδιοι, είτε με παρένθετα πρόσωπα, στο κεφάλαιο ή στη διοίκηση εταιρειών που έχουν ως πραγματική ή καταστατική έδρα κράτος μη συνεργάσιμο στο φορολογικό τομέα, κατά την έννοια του άρ. 65 του ν. 4172/2013 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, Α’ 167) και των υπουργικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί βάσει της ως άνω διάταξης και ισχύουν κάθε φορά.
2. Η κατά παράβαση της παραγράφου 1 άμεση ή δια παρένθετου προσώπου συμμετοχή σε εταιρεία που έχει ως έδρα κράτος μη συνεργάσιμο στο φορολογικό τομέα κατά την έννοια υπουργικής απόφασης που εκδίδεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 5 του άρ. 65 του ν. 4172/2013 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ».

Άρθρο 179
Οι παρ. 3 και 4 του άρθρου 10 του ν. 3213/2003 αναριθμούνται σε 4 και 5. Μετά την παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 3213/2003 προστίθεται παρ. 3 ως εξής:
«3. Στις Εισαγγελίες Εφετών Αθηνών και Θεσσαλονίκης και στις Εισαγγελίες Πλημμελειοδικών Αθηνών και Θεσσαλονίκης ορίζονται αντίστοιχα από τους διευθύνοντες αυτών τουλάχιστον ένας Αντεισαγγελέας Εφετών και ένας Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών, οι οποίοι χειρίζονται τις δικογραφίες που σχηματίζονται για τις αξιόποινες πράξεις του παρόντος νόμου.».

Άρθρο 180
1. Στις παρ. 2 και 4 του άρθρου 9 του ν. 3213/2003 και στην παρ. 1 του άρθρου 11 του ίδιου νόμου, όπου γίνεται αναφορά στα άρθρα 4 και 5 αυτού, διαγράφονται οι σχετικές λέξεις. Στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 10 του ν, 3213/2003 όπως ισχύει, η φράση «άρθρα 4 έως 8» αντικαθίσταται από την φράση «άρθρα 6 έως 8».
2. Η περ. α’ της παρ. 3 του άρθρου 9 του νόμου 3213/2003 καταργείται. Στην περ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 9 του ίδιου νόμου, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 4(β) του άρθρου 143 του ν. 4251/2014 (Α’ 80), διαγράφεται η φράση «, και εφόσον δεν έχει προηγηθεί εφαρμογή της παραγράφου 5 του άρθρου 2,».

Άρθρο 181
Στην παρ. 3 του άρθρου 229 του ν. 4281/2014 (Α’ 160) προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής για τους υπόχρεους της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 και με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τους λοιπούς υπόχρεους, μπορεί να ορίζεται ότι η δήλωση οικονομικών συμφερόντων υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας ειδικής εφαρμογής, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 (Α’ 309), όπως ισχύει κάθε φορά και να καθορίζεται κάθε αναγκαία προς τούτο λεπτομέρεια, οι απαραίτητες διασφαλίσεις για τα πρόσωπα και τους όρους πρόσβασης στα στοιχεία τους και τυχόν ρυθμίσεις μεταβατικού χαρακτήρα.».

Άρθρο 182
1. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 (Α’ 166), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 68 παρ. 5 του ν. 4174/2013 (Α’ 170), η φράση «δώδεκα (12) Μέλη» αντικαθίσταται από τη φράση «δεκατέσσερα (14) Μέλη».
2. Η περ. α’ της παρ. 3 του άρθρου 7Α του Ν. 3691/2008, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011 (Α’ 49), αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Η Ρ Μονάδα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και τέσσερα (4) Μέλη της Αρχής και ειδικότερα: αα) ένα στέλεχος από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό, ββ) ένα στέλεχος από την Τράπεζα της Ελλάδος, που προτείνεται από τον Διοικητή της, γγ) ένα στέλεχος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, που προτείνεται από το Διοικητικό της Συμβούλιο και δδ) ένα στέλεχος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με πτυχίο νομικής σχολής, που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό.»
3. Η περ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 7Α του Ν. 3691/2008, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011, αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Η Γ Μονάδα πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από επιστημονικό προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στον έλεγχο περιουσιακών στοιχείων και τη διερεύνηση οικονομικών συναλλαγών. Για τους ανωτέρω σκοπούς, συνιστώνται στην Αρχή τριάντα (30) θέσεις, από τις οποίες οι δέκα (10) είναι θέσεις επιστημονικού προσωπικού. Οι θέσεις αυτές πληρούνται με αποσπάσεις από τους φορείς από όπου προέρχονται τα Μέλη της Μονάδας. Οι αποσπάσεις είναι τριετούς διάρκειας με δυνατότητα ανανέωσης.».
4. Η περ. γ’ της παρ. 3 του άρθρου 7Α του ν. 3691/2008, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011, αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) Η Μονάδα δέχεται τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στο στοιχείο αα’ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, πλην εκείνων του άρθρου 14 του ιδίου νόμου. Διερευνά και αξιολογεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται ή περιέρχονται στην Αρχή σχετικά με τη μη υποβολή ή με ανακρίβειες των δηλώσεων αυτών. Προβαίνει σε έλεγχο όλων των δηλώσεων: αα) των Γενικών και Ειδικών Γραμματέων της Βουλής και της Γενικής Κυβέρνησης, ββ) των Γενικών Γραμματέων των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και των Συντονιστών Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, όταν αυτοί διοριστούν (άρθρο 28 του ν. 4325/2015), γγ) των Προέδρων, των Αντιπροέδρων, των Διοικητών και των διευθυνόντων συμβούλων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημοσίων επιχειρήσεων και δημοσίων οργανισμών, δδ) των Δικαστικών και Εισαγγελικών λειτουργών των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, εε) του Προέδρου και των Αντιπροέδρων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, στστ) των ιδιοκτητών, των βασικών μετόχων, των προέδρων, των διευθυνόντων συμβούλων, των διαχειριστών, καθώς και των γενικών διευθυντών και των διευθυντών ειδήσεων και ενημέρωσης κάθε μορφής επιχειρήσεων ή εταιρειών, που κατέχουν άδεια λειτουργίας ή εν γένει έχουν την εκμετάλλευση: i) τηλεοπτικών σταθμών, ελεύθερης λήψης ή παροχής κάθε μορφής συνδρομητικών τηλεοπτικών υπηρεσιών, και ii) επιχειρήσεων ή εταιρειών που εκμεταλλεύονται ή εκδίδουν ημερήσια ή περιοδικά έντυπα πανελλήνιας κυκλοφορίας, όπως και των βασικών μετόχων αυτών, ζζ) των Αρχηγών και των Υπαρχηγών της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος- Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος.
Ως προς τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα, η Μονάδα προβαίνει σε δειγματοληπτικό, κατά την κρίση της, ή στοχευμένο έλεγχο της περιουσιακής τους κατάστασης. Ο έλεγχος, πέραν της διαπίστωσης της υποβολής και του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης, περιλαμβάνει σε κάθε περίπτωση τη διακρίβωση, κατά πόσον η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων, σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσης τους. Η παράγραφος 3 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 όπως ισχύει, εφαρμόζεται αναλόγως.
Η Μονάδα μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 3 παρ. 4 του νόμου 3213/2003.».
5. Στην παρ. 1 του άρθρου 7Γ του ν. 3691/2008 (Α’ 166), όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011 (Α’ 49), προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Η διαδικασία της απόσπασης ολοκληρώνεται υποχρεωτικά εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την πρόταση του Προέδρου της Αρχής».
6. Η παρ. 9 του άρθρου 7Γ του ν. 3691/2008, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011 (Α’ 49), καταργείται.

Άρθρο 183
Δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και οικονομικών συμφερόντων που υποβλήθηκαν, από 01.01.2015 μέχρι και την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος, στην Επιτροπή του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003, από υπόχρεους, οι οποίοι, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου υποχρεούνται να υποβάλλουν δηλώσεις σε άλλους φορείς, διαβιβάζονται αρμοδίως. Έλεγχοι δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και οικονομικών συμφερόντων που ήδη διενεργούνται με απόφαση της Επιτροπής παραμένουν σε αυτήν μέχρι περατώσεως των ελέγχων και διαβιβάζονται τα σχετικά πορίσματα στην Αρχή, η οποία είναι πλέον αρμόδια.

1. Η περ. ε’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 (Α’ 309), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 222 του ν. 4281/2014 (Α’ 160), και ισχύει σήμερα, αντικαθίσταται ως εξής:
«ε. Οι Περιφερειάρχες, οι Δήμαρχοι και όσοι διαχειρίζονται τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων της περίπτωσης β’.».
2. Η περ. η’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 222 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«η. Οι Γενικοί Γραμματείς των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και, όταν διοριστούν, οι Συντονιστές Αποκεντρωμένων Διοικήσεων (άρ. 28 του ν. 4325/2015), οι Αντιπεριφερειάρχες, οι Πρόεδροι και τα μέλη των Περιφερειακών Συμβουλίων, καθώς και οι Προϊστάμενοι των Γενικών Διευθύνσεων και Διευθύνσεων των Περιφερειών».
3. Η περ. θ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 222 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«θ. Οι Αντιδήμαρχοι, οι Πρόεδροι και τα μέλη, τακτικά και αναπληρωματικά, των επιτροπών των Δήμων, οι Πρόεδροι και τα μέλη των Δημοτικών Συμβουλίων, οι Πρόεδροι, οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι και τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων και οι Γενικοί Διευθυντές των δημοτικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των αμιγών ή μεικτών δημοτικών επιχειρήσεων των ανωτέρω Ο.Τ.Α. και των συνδέσμων Δήμων, καθώς και οι Προϊστάμενοι των Γενικών Διευθύνσεων και Διευθύνσεων των Δήμων».
4. Η περ. λ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 222 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«λ. Τα μέλη όλων των Σωμάτων Επιθεώρησης και Ελέγχου του Δημοσίου, οι προϊστάμενοι οργανικών μονάδων οποιασδήποτε Υπηρεσίας Επιθεώρησης, Εσωτερικού Ελέγχου ή Εσωτερικών Υποθέσεων του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού, καθώς και οι υπάλληλοι των μονάδων αυτών που ασκούν οποιαδήποτε ελεγκτικά καθήκοντα».
5. Στο άρθρο 1 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 222 του ν. 4281/2014, προστίθεται παρ. 5 ως εξής:
«5. Τα τραπεζικά και τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος του υπόχρεου, να χορηγούν χωρίς επιβάρυνση βεβαιώσεις περί του υπολοίπου των καταθέσεων αυτού την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. Ειδικά για τους υπόχρεους των περιπτώσεων α’ έως ε’ του άρθρου 1 παρ. 1 του παρόντος νόμου, τα τραπεζικά και τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, ομοίως χωρίς επιβάρυνση και μέσα στην ίδια προθεσμία, να εκδίδουν αναλυτική κατάσταση των προς αυτά οφειλών των ως άνω υπόχρεων κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγουμένου έτους.».

Άρθρο 173
1. Η περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά από την αντικατάστασή του με το άρθρο 223 του ν. 4281/2014 αντικαθίσταται ως εξής:
«α. Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους περιουσιακά στοιχεία στην ημεδαπή και την αλλοδαπή. Ειδικώς, η αρχική δήλωση περιλαμβάνει τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία.
Ως περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται ιδίως:

ι. Τα έσοδα από κάθε πηγή.

ιι Η. Τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους.

iii. Οι μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών (με την επιφύλαξη της απαγόρευσης της παρ. 1 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου), τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους.

iv. Οι κάθε είδους καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα κάθε είδους χρηματιστηριακά ή ασφαλιστικά προϊόντα και συμμετοχές σε κεφάλαια επιχειρηματικών ή επενδυτικών συμμετοχών (funds) και καταπιστεύματα (trusts).

ν. Η μίσθωση θυρίδων σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα. Επίσης, το σύνολο των μετρητών, που δεν περιλαμβάνονται στην περίπτωση iv. του παρόντος εδαφίου, εφόσον το συνολικό ποσό υπερβαίνει τις δέκα πέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ. Τα προαναφερόμενα ποσά αφορούν αθροιστικά τον υπόχρεο, το σύζυγό και τα ανήλικα τέκνα.

νϊ. Τα κινητά μεγάλης αξίας, εφόσον η αξία αυτών υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. Αν τα κινητά πράγματα αποτελούν κατά τις συναλλακτικές αντιλήψεις ενιαίο σύνολο, για τον υπολογισμό της αξίας λαμβάνεται υπόψη η αξία του συνόλου των πραγμάτων. Η δηλούμενη αξία προκύπτει είτε από σχετικό παραστατικό αγοράς ή από πράξη της φορολογικής αρχής για την επιβολή φόρου αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής ή προίκας κατά το χρόνο κτήσης τους. Στην περίπτωση κατά την οποία τα κινητά είναι ασφαλισμένα κατά κινδύνων κλοπής, πυρκαγιάς και λοιπών κινδύνων, η εκτιμώμενη αξία δεν μπορεί να είναι κατώτερη αυτής που αναγράφεται στη σχετική σύμβαση.

vii. Τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα.

viii. Η συμμετοχή σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση (με την επιφύλαξη της απαγόρευσης του άρθρου 8 παρ. 1 του παρόντος νόμου).

ix. Ειδικά η δήλωση των υπόχρεων, που αναφέρονται στις περιπτώσεις α’ έως και ε’ του άρθρου 1 παράγραφος 1, περιλαμβάνει και τις δανειακές τους υποχρεώσεις προς ημεδαπά και αλλοδαπά πιστωτικά και τραπεζικά ιδρύματα, λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και φυσικά πρόσωπα.

Η δήλωση των παραπάνω υπόχρεων περιλαμβάνει και κάθε οφειλή που προέρχεται από διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Ορνανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τέλη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και υπερβαίνει τα πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους.».

2. Η περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά από την αντικατάστασή του με το άρθρο 223 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«δ. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να υποβάλουν στον Πρόεδρο της Γ’ Μονάδας Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης αντίγραφο κάθε συμβολαιογραφικού εγγράφου, που συντάσσεται από αυτούς, με το οποίο αναλαμβάνεται η υποχρέωση ή μεταβιβάζεται από ή προς δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό, σύζυγο ή τέκνο του, οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, κινητό ή ακίνητο, ή δικαίωμα, εφόσον οι εν λόγω λειτουργοί είναι εν ενεργεία και μέχρι δύο χρόνια από την παύση της ιδιότητας. Το αυτό ισχύει και για την αποδοχή κληρονομιάς.».

3. Η παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά από την αντικατάστασή του με το άρθρο 223 του ν. 4281/2014 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων των περιπτώσεων α’ έως ε’ του άρθρου 1 παρ. 1, δημοσιεύονται στον διαδικτυακό τόπο της Βουλής με μέριμνα του Προέδρου της Επιτροπής του άρθρου 3Α. Η δημοσιοποίηση λαμβάνει χώρα μετά τον έλεγχο και σε κάθε περίπτωση το αργότερο εντός τριών μηνών από την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου 2 του άρθρου 1. Η δημοσιοποίηση των δηλώσεων διαρκεί όσο η θητεία των υπόχρεων πλέον τριών ετών από την λήξη αυτής. Το αντικείμενο της δημοσιοποίησης και ιδίως η μορφή, ο τύπος, τα προς δημοσίευση συγκεντρωτικά ή μη στοιχεία ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία εκδίδεται το αργότερο δύο μήνες μετά την δημοσίευση του παρόντος νόμου. Από τη δημοσιοποίηση εξαιρούνται σε κάθε περίπτωση εκείνα τα στοιχεία που είναι ικανά να προκαλέσουν βλάβη στη ζωή ή την περιουσία του δηλούντος και της οικογένειας του (όπως διεύθυνση κατοικίας, αριθμοί κυκλοφορίας μεταφορικών μέσων, αριθμός φορολογικού μητρώου κ.λπ.). Η δημοσίευση των δημοσιοποιούμενων στοιχείων στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι δημοσιεύεται ολόκληρο το περιεχόμενό τους. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι επιτρεπτή η επιλεκτική δημοσιοποίηση ονομαστικών στοιχείων. Κάθε παράβαση της διάταξης αυτής τιμωρείται, πέραν της προβλεπόμενης από το άρθρο 7 παράγραφος 2 ποινής φυλάκισης, και με χρηματική ποινή από πέντε χιλιάδες (5.000) μέχρι εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ.».

4. Η παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά από την αντικατάστασή της με το άρθρο 223 του ν. 4281/2014 αντικαθίσταται ως εξής: 

«4. Ελλείψεις ή ανακρίβειες της δήλωσης, μπορούν να συμπληρωθούν από τον υπόχρεο αυθορμήτως σε προθεσμία ενός μηνός από την υποβολή της δήλωσης.»,
5. Η απόφαση του Προέδρου της Βουλής και η κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρ. 2 του ν. 3213/2003 και αφορούν στην ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης εκδίδονται εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.

Άρθρο 174
1. Το στοιχείο α’ της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 224 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«α) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α’ έως και ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου στην Επιτροπή του άρθρου 3Α,».
2. Μετά το στοιχείο α’ της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 224 του ν. 4281/2004, προστίθεται στοιχείο αα’, ως εξής:
«αα) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ1 έως και κδ’, κζ’, λα’ έως και μγ’ και μστ’ έως μη’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, στην Γ’ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης. Για τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των εν λόγω προσώπων εφαρμόζονται όσα ορίζονται στα στοιχεία γ’ και δ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 7Α του ν. 3691/2008 (Α’ 166), όπως αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 2 του ν. 3932/2011 (Α1 49). Ειδικά για τα πρόσωπα της περίπτωσης μη’, τυχόν ειδικές διατάξεις εξακολουθούν να ισχύουν.».
3. Στο στοιχείο β’ της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 224 του ν. 4281/2004, η φράση «λ’ και μδ’» αντικαθίσταται από τη φράση «λ’, μδ’ και με’».
4. Η παρ. 4 του άρθρου 3 του νόμου 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 224 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, το όργανο ελέγχου μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία, εντός ρητής προθεσμίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι (20) ημέρες, η οποία μπορεί να παραταθεί για διάστημα δέκα (10) το πολύ ημερών. Σε έκτακτες περιπτώσεις αδυναμίας των ελεγχομένων προσώπων για έγκαιρη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, το όργανο ελέγχου δύναται κατ’ εξαίρεση να παρεκτείνει την προθεσμία με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση. Σε όσους καλούνται από όργανο ελέγχου και δεν ανταποκρίνονται στην κλήση είτε αυτοπροσώπως είτε δια νόμιμου αντιπροσώπου επιβάλλεται από το όργανο ελέγχου πρόστιμο από πενήντα (50) έως τριακόσια (300) ευρώ, το οποίο
εισπράττεται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Με Κοινή Απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών που εκδίδεται εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ορίζονται οι λεπτομέρειες αναφορικά με τα αρμόδια για την επιβολή του προστίμου όργανα και τη διαδικασία επιβολής και είσπραξής του.».

Άρθρο 175
1. Οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 3Α του νόμου 3213/2003, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 225 του ν. 4281/2014 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των αναφερομένων στις περιπτώσεις α’ έως και ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 προσώπων ανατίθεται σε Επιτροπή Ελέγχου, η οποία ενεργεί ως ειδικό όργανο. Η Επιτροπή είναι ανεξάρτητη, διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και αποτελείται από εννέα (9) μέλη με ισάριθμους αναπληρωτές. Η έδρα της καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής.
2. Η Επιτροπή συγκροτείται από:
α) τον/την Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής.
β) Αρεοπαγίτη ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του,
γ) Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, και
δ) Σύμβουλο της Επικράτειας, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση των Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων των οικείων δικαστηρίων μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
ε) Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση του Διοικητή της, μετά από ερώτημα του Προέδρου της Βουλής.
στ) Τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του.
ζ) Το Συνήγορο του Πολίτη ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του. η) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που μετέχει στην Κυβέρνηση ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Προέδρου της εν λόγω κοινοβουλευτικής ομάδας, θ) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην Κυβέρνηση με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Οι δικαστές τακτικά μέλη της Επιτροπής είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και απολαμβάνουν, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προσωπικής και λειτουρνικής ανεξαρτησίας.
Γραμματέας της Επιτροπής ορίζεται υπάλληλος που υπηρετεί στην υπηρεσία της παραγράφου 4 με απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής.
Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η αποζημίωση των μελών που δεν είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, καθώς και του Γραμματέα της Επιτροπής, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει το όριο που προβλέπεται από το άρθρο 21 του ν. 4354/2015. Οι πιστώσεις για τη λειτουργία της Επιτροπής και της υπηρεσίας της παρ. 4 εγγράφονται στον προϋπολογισμό της Βουλής υπό ίδιο φορέα και θα καλυφθούν από τις εγγεγραμμένες πιστώσεις εντός των ορίων του ισχύοντος ΜΠΔΣ. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι ο κύριος διατάκτης των οικείων δαπανών. Θέματα οικονομικής διαχείρισης ρυθμίζονται με ειδικό κανονισμό οικονομικής διαχείρισης που καταρτίζεται από την Επιτροπή και εγκρίνεται από τον Πρόεδρο της Βουλής.».
2. Η παρ. 5 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 225 του ν. 4281/2014 αναριθμείται σε 6. Μετά την παρ. 4 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 προστίθεται νέα παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Μέχρι την τριακοστή πρώτη Μαρτίου κάθε έτους, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση των πεπραγμένων της κατά το προηγούμενο έτος στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην ανωτέρω ετήσια έκθεση αναφέρονται κατ’ ελάχιστο ο αριθμός των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων, ο αριθμός των προσώπων που υπέβαλαν δηλώσεις, τα μέτρα που ελήφθησαν για όσους δεν υπέβαλαν δήλωση και τα αποτελέσματα των ελέγχων, που πραγματοποιήθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων της επιτροπής, με στατιστική απεικόνιση αυτών. Η έκθεση αναρτάται στην επίσημη ιστοσελίδα της Βουλής στο διαδίκτυο το αργότερο μία (1) εβδομάδα μετά την υποβο?νή της, όπου και παραμένει αναρτημένη για επτά (7) έτη. Την ίδια υποχρέωση υποβολής έκθεσης, με το ίδιο περιεχόμενο και με την ίδια προθεσμία υποβολής και ανάρτησης έχουν όλα τα αρμόδια όργανα τα οποία λαμβάνουν και επεξεργάζονται δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης».
3. Το τρίτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 καταργείται.
4. Η παρ. 6 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 τροποποιείται ως εξής:
«6. Όλα τα θέματα που σχετίζονται με την οργάνωση και την λειτουργία της Επιτροπής Ελέγχου και της Ειδικής Υπηρεσίας ρυθμίζονται με Κανονισμό Λειτουργίας, ο οποίος εκδίδεται από την Επιτροπή και εγκρίνεται από την Ολομέλεια της Βουλής.».

Άρθρο 176
Η παρ. 2 του άρθρου 3Β του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής: «2. Η Επιτροπή ελέγχει όλες τις δηλώσεις της αρμοδιότητάς της.».

Άρθρο 177
Το άρθρου 6 του ν.3213/2003, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 227 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 6
Μη υποβολή ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης
1. Διοικητικό πρόστιμο εκατό πενήντα (150) έως τετρακόσια (400) ευρώ, το οποίο εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, επιβάλλεται σε όποιον υποβάλλει δήλωση μετά την πάροδο της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου. Οι λεπτομέρειες αναφορικά με τα αρμόδια για την επιβολή όργανα, την διαδικασία επιβολής και είσπραξης του προστίμου ορίζονται με Κοινή Απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών που εκδίδεται εντός (3) τριών μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
2. Υπόχρεος που παραλείπει να υποβάλει δήλωση μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή δήλωση, τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ. Σε περίπτωση που ο υπόχρεος τελεί το αδίκημα με σκοπό την απόκρυφη περιουσιακού στοιχείου που απέκτησε επωφελούμενος της ιδιότητάς του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.

3. Ο υπαίτιος του δεύτερου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ, αν η συνολική αξία της αποκρυπτόμενης περιουσίας του ίδιου και των λοιπών προσώπων για τα οποία αυτός οφείλει να υποβάλει δήλωση υπερβαίνει συνολικά το ποσό των τριακοσίων (300.000) χιλιάδων ευρώ, ανεξαρτήτως αν η απόκρυφη επιχειρείται με τη μη υποβολή δήλωσης ή την υποβολή ελλιπούς ή ανακριβούς δήλωσης.
4. Αν οι πράξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 τελέστηκαν από αμέλεια, επιβάλλεται χρηματική ποινή. Το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, μπορεί να κρίνει τις πράξεις αυτές ατιμώρητες.
5. Τρίτος ο οποίος εν γνώσει του συμπράττει στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης και ιδίως στην παράλειψη δήλωσης περιουσιακών στοιχείων τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή.
6. Τα φυσικά πρόσωπα και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων του άρθρου 5 του ν. 3691/2008 που παραβιάζουν την υποχρέωση γνωστοποίησης της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
7. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τα ενδεικνυόμενα μέτρα για τη διάδοση των πληροφοριών σχετικά με καταδικαστική απόφαση για εγκλήματα του παρόντος νόμου, συμπεριλαμβανομένης της ανάρτησης της απόφασης στο διαδίκτυο, καθώς και της πλήρους ή μερικής δημοσίευσής της στα μέσα μαζικής ενημέρωσης».

Άρθρο 178
Το άρθρο 8 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά τη θέση σε ισχύ του άρθρου 1 παρ. 5 του ν. 3849/2010 (Α’ 80) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 8
Συμμετοχή σε εταιρεία με έδρα σε μη συνεργάσιμο φορολογικά κράτος
1. Στα μέλη της Κυβέρνησης, στους Υφυπουργούς, στους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Εθνικό ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στους βουλευτές και ευρωβουλευτές, στον Γενικό Γραμματέα της Κυβέρνησης, στους Γενικούς και Ειδικούς Γραμματείς Υπουργείων, στους Γενικούς Γραμματείς των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, στους Περιφερειάρχες και τους Δημάρχους, στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, στους Προέδρους, Διοικητές, Υποδιοικητές και Γενικούς Διευθυντές πιστωτικών ιδρυμάτων, που ελέγχονται από το κράτος, καθώς επίσης στα πρόσωπα των περιπτώσεων θ’ και ι’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 απαγορεύεται να συμμετέχουν είτε οι ίδιοι, είτε με παρένθετα πρόσωπα, στο κεφάλαιο ή στη διοίκηση εταιρειών που έχουν ως πραγματική ή καταστατική έδρα κράτος μη συνεργάσιμο στο φορολογικό τομέα, κατά την έννοια του άρ. 65 του ν. 4172/2013 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, Α’ 167) και των υπουργικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί βάσει της ως άνω διάταξης και ισχύουν κάθε φορά.
2. Η κατά παράβαση της παραγράφου 1 άμεση ή δια παρένθετου προσώπου συμμετοχή σε εταιρεία που έχει ως έδρα κράτος μη συνεργάσιμο στο φορολογικό τομέα κατά την έννοια υπουργικής απόφασης που εκδίδεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 5 του άρ. 65 του ν. 4172/2013 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ».

Άρθρο 179
Οι παρ. 3 και 4 του άρθρου 10 του ν. 3213/2003 αναριθμούνται σε 4 και 5. Μετά την παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 3213/2003 προστίθεται παρ. 3 ως εξής:
«3. Στις Εισαγγελίες Εφετών Αθηνών και Θεσσαλονίκης και στις Εισαγγελίες Πλημμελειοδικών Αθηνών και Θεσσαλονίκης ορίζονται αντίστοιχα από τους διευθύνοντες αυτών τουλάχιστον ένας Αντεισαγγελέας Εφετών και ένας Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών, οι οποίοι χειρίζονται τις δικογραφίες που σχηματίζονται για τις αξιόποινες πράξεις του παρόντος νόμου.».

Άρθρο 180
1. Στις παρ. 2 και 4 του άρθρου 9 του ν. 3213/2003 και στην παρ. 1 του άρθρου 11 του ίδιου νόμου, όπου γίνεται αναφορά στα άρθρα 4 και 5 αυτού, διαγράφονται οι σχετικές λέξεις. Στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 10 του ν, 3213/2003 όπως ισχύει, η φράση «άρθρα 4 έως 8» αντικαθίσταται από την φράση «άρθρα 6 έως 8».
2. Η περ. α’ της παρ. 3 του άρθρου 9 του νόμου 3213/2003 καταργείται. Στην περ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 9 του ίδιου νόμου, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 4(β) του άρθρου 143 του ν. 4251/2014 (Α’ 80), διαγράφεται η φράση «, και εφόσον δεν έχει προηγηθεί εφαρμογή της παραγράφου 5 του άρθρου 2,».

Άρθρο 181
Στην παρ. 3 του άρθρου 229 του ν. 4281/2014 (Α’ 160) προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής για τους υπόχρεους της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 και με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τους λοιπούς υπόχρεους, μπορεί να ορίζεται ότι η δήλωση οικονομικών συμφερόντων υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας ειδικής εφαρμογής, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 (Α’ 309), όπως ισχύει κάθε φορά και να καθορίζεται κάθε αναγκαία προς τούτο λεπτομέρεια, οι απαραίτητες διασφαλίσεις για τα πρόσωπα και τους όρους πρόσβασης στα στοιχεία τους και τυχόν ρυθμίσεις μεταβατικού χαρακτήρα.».

Άρθρο 182
1. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 (Α’ 166), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 68 παρ. 5 του ν. 4174/2013 (Α’ 170), η φράση «δώδεκα (12) Μέλη» αντικαθίσταται από τη φράση «δεκατέσσερα (14) Μέλη».
2. Η περ. α’ της παρ. 3 του άρθρου 7Α του Ν. 3691/2008, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011 (Α’ 49), αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Η Ρ Μονάδα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και τέσσερα (4) Μέλη της Αρχής και ειδικότερα: αα) ένα στέλεχος από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό, ββ) ένα στέλεχος από την Τράπεζα της Ελλάδος, που προτείνεται από τον Διοικητή της, γγ) ένα στέλεχος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, που προτείνεται από το Διοικητικό της Συμβούλιο και δδ) ένα στέλεχος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με πτυχίο νομικής σχολής, που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό.»
3. Η περ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 7Α του Ν. 3691/2008, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011, αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Η Γ Μονάδα πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από επιστημονικό προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στον έλεγχο περιουσιακών στοιχείων και τη διερεύνηση οικονομικών συναλλαγών. Για τους ανωτέρω σκοπούς, συνιστώνται στην Αρχή τριάντα (30) θέσεις, από τις οποίες οι δέκα (10) είναι θέσεις επιστημονικού προσωπικού. Οι θέσεις αυτές πληρούνται με αποσπάσεις από τους φορείς από όπου προέρχονται τα Μέλη της Μονάδας. Οι αποσπάσεις είναι τριετούς διάρκειας με δυνατότητα ανανέωσης.».
4. Η περ. γ’ της παρ. 3 του άρθρου 7Α του ν. 3691/2008, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011, αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) Η Μονάδα δέχεται τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στο στοιχείο αα’ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, πλην εκείνων του άρθρου 14 του ιδίου νόμου. Διερευνά και αξιολογεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται ή περιέρχονται στην Αρχή σχετικά με τη μη υποβολή ή με ανακρίβειες των δηλώσεων αυτών. Προβαίνει σε έλεγχο όλων των δηλώσεων: αα) των Γενικών και Ειδικών Γραμματέων της Βουλής και της Γενικής Κυβέρνησης, ββ) των Γενικών Γραμματέων των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και των Συντονιστών Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, όταν αυτοί διοριστούν (άρθρο 28 του ν. 4325/2015), γγ) των Προέδρων, των Αντιπροέδρων, των Διοικητών και των διευθυνόντων συμβούλων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημοσίων επιχειρήσεων και δημοσίων οργανισμών, δδ) των Δικαστικών και Εισαγγελικών λειτουργών των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, εε) του Προέδρου και των Αντιπροέδρων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, στστ) των ιδιοκτητών, των βασικών μετόχων, των προέδρων, των διευθυνόντων συμβούλων, των διαχειριστών, καθώς και των γενικών διευθυντών και των διευθυντών ειδήσεων και ενημέρωσης κάθε μορφής επιχειρήσεων ή εταιρειών, που κατέχουν άδεια λειτουργίας ή εν γένει έχουν την εκμετάλλευση: i) τηλεοπτικών σταθμών, ελεύθερης λήψης ή παροχής κάθε μορφής συνδρομητικών τηλεοπτικών υπηρεσιών, και ii) επιχειρήσεων ή εταιρειών που εκμεταλλεύονται ή εκδίδουν ημερήσια ή περιοδικά έντυπα πανελλήνιας κυκλοφορίας, όπως και των βασικών μετόχων αυτών, ζζ) των Αρχηγών και των Υπαρχηγών της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος- Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος.
Ως προς τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα, η Μονάδα προβαίνει σε δειγματοληπτικό, κατά την κρίση της, ή στοχευμένο έλεγχο της περιουσιακής τους κατάστασης. Ο έλεγχος, πέραν της διαπίστωσης της υποβολής και του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης, περιλαμβάνει σε κάθε περίπτωση τη διακρίβωση, κατά πόσον η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων, σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσης τους. Η παράγραφος 3 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 όπως ισχύει, εφαρμόζεται αναλόγως.
Η Μονάδα μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 3 παρ. 4 του νόμου 3213/2003.».
5. Στην παρ. 1 του άρθρου 7Γ του ν. 3691/2008 (Α’ 166), όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011 (Α’ 49), προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Η διαδικασία της απόσπασης ολοκληρώνεται υποχρεωτικά εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την πρόταση του Προέδρου της Αρχής».
6. Η παρ. 9 του άρθρου 7Γ του ν. 3691/2008, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011 (Α’ 49), καταργείται.

Άρθρο 183
Δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και οικονομικών συμφερόντων που υποβλήθηκαν, από 01.01.2015 μέχρι και την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος, στην Επιτροπή του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003, από υπόχρεους, οι οποίοι, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου υποχρεούνται να υποβάλλουν δηλώσεις σε άλλους φορείς, διαβιβάζονται αρμοδίως. Έλεγχοι δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και οικονομικών συμφερόντων που ήδη διενεργούνται με απόφαση της Επιτροπής παραμένουν σε αυτήν μέχρι περατώσεως των ελέγχων και διαβιβάζονται τα σχετικά πορίσματα στην Αρχή, η οποία είναι πλέον αρμόδια.


Exit mobile version