«Αρκεί η ελάφρυνση του χρέους;»

Αρθρο του Παναγιώτη Λιαργκόβα *

 

«Με την επιστροφή του κουαρτέτου και με αφορμή δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων, επανήλθε στο προσκήνιο η συζήτηση για τη ρύθμιση του χρέους της χώρας, το οποίο πλέον ανέρχεται σε περίπου 187% του ΑΕΠ (327 δισ. ευρώ). Αν και μέχρι πρόσφατα το βάρος δινόταν κυρίως στον λόγο χρέους προς ΑΕΠ, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί επικεντρώνονται πλέον στις ετήσιες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους, θεωρώντας έτσι ότι αποτυπώνεται πιο αποτελεσματικά η δομή των πληρωμών σε βάθος χρόνου. Κατ’ αυτούς, χαμηλές ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες συνεπάγονται καλύτερη πρόσβαση στις αγορές και λιγότερο κίνδυνο για την οικονομική σταθερότητα. Μια σημαντική πτυχή για την εξυπηρέτηση του χρέους είναι οι ετήσιες αντίστοιχες δαπάνες να μην ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ της χώρας. Με βάση αυτό το σκεπτικό, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί προκρίνουν τη λύση της ελάφρυνσης του χρέους, δηλαδή παράταση των περιόδων αποπληρωμής και ενδεχομένως ένα νέο μορατόριουμ για την πληρωμή τόκων.

Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ των διευκολύνσεων στην εξυπηρέτηση του χρέους δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Εχει μεγάλη σημασία πόσα μπορεί η χώρα να δίνει για την εξυπηρέτηση του χρέους. Οι προτεινόμενες διευκολύνσεις θα πρέπει να ενταχθούν σε μια συνολική λύση του προβλήματος του χρέους. Αν, π.χ., συμφωνηθεί ένα μορατόριουμ της πληρωμής όλων ή μέρους των τόκων για πολλά χρόνια, τα αντίστοιχα ποσά θα μπορούσαν να επενδυθούν. Ενα σχετικό επενδυτικό πρόγραμμα που θα δημιουργούσε θέσεις εργασίας θα έπρεπε, βέβαια, να συμφωνηθεί με την Ε.Ε. Θα έδινε ερεθίσματα για ανάκαμψη και μείωση της ανεργίας, αν και δεν θα έλυνε το πρόβλημα αυτό. Το σπουδαιότερο είναι ότι θα άλλαζε το κλίμα. Η εξυπηρέτηση του χρέους δεν θα έπνιγε την οικονομία μας.

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ είναι αν η μείωση των επιτοκίων και η επιμήκυνση της αποπληρωμής χρεών θα είναι αρκετά ώστε να δώσουν τη δυνατότητα στην Ελλάδα να επιστρέψει στις αγορές για να καλύψει υποχρεώσεις χρεολυσίων με λογικούς όρους. Κατά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οι ευρωπαϊκές προτάσεις, έτσι όπως διαμορφώνονται μέχρι στιγμής, δεν είναι ικανοποιητικές, ώστε να καταστήσουν το ελληνικό χρέος βιώσιμο. Και δεν έχει άδικο. Οι ελαφρύνσεις είναι μεν αναγκαίες, αλλά δεν αρκούν για μια οριστική λύση του προβλήματος και αφήνουν την Ελλάδα έκθετη στις απροσδόκητες διαταραχές της διεθνούς και ευρωπαϊκής οικονομίας. Το χρέος θα παραμείνει ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από την ελληνική οικονομία, θα επηρεάζει αρνητικά τις προσδοκίες των οικονομικών παραγόντων και θα εμποδίζει την επιστροφή στις αγορές. Δυστυχώς, η αριθμητική του χρέους (που αναμένεται να φτάσει στο 200% του ΑΕΠ τα αμέσως επόμενα χρόνια) είναι εναντίον μας.

ΓΕΝΙΚΑ, πολύ μεγάλα χρέη σε απόλυτα μεγέθη και ως ποσοστό του ΑΕΠ γίνονται ανεξέλεγκτα («μη βιώσιμα»), προκαλούν αβεβαιότητες και κινδύνους (με αποτέλεσμα οι δανειστές να απαιτούν υψηλά πριμ ρίσκου, ιδιαίτερα αν εκτιμούν ότι η χώρα στο τέλος θα χρεοκοπήσει, οδηγώντας την έτσι στη χρεοκοπία) και αφαιρούν από τις κυβερνήσεις δυνατότητες αντιμετώπισης οικονομικών προβλημάτων. Ακόμη και αν τα χρέη δεν οδηγούν την αναπτυξιακή διαδικασία σε πλήρη κατάρρευση, τείνουν να την επιβραδύνουν.

ΑΣ ΤΟ ΔΙΑΤΥΠΩΣΟΥΜΕ διαφορετικά: Το μέγεθος του χρέους (και του λόγου χρέους προς ΑΕΠ) επηρεάζει αρνητικά τους ρυθμούς μεγέθυνσης που, βεβαίως, επηρεάζονται αρνητικά και από άλλους παράγοντες. Καθιστά επιφυλακτικές τις αγορές και αποτρέπει όσους σχεδιάζουν να επενδύσουν στην πραγματική οικονομία. Αντίθετα, ένα κούρεμα του χρέους εντός της ευρωζώνης θα επιτάχυνε την ανάπτυξη, ενθαρρύνοντας τις επενδύσεις και μειώνοντας την πίεση για πρωτογενή πλεονάσματα. Η οργανωμένη διαγραφή μέρους του χρέους εντός της Ε.Ε. και της ευρωζώνης θα δημιουργούσε νέα δεδομένα. Το σπουδαιότερο είναι ότι θα ενσωματωνόταν σύντομα στις προσδοκίες των αγορών. Επίσης, θα κατένεμε πιο ισόρροπα τα βάρη ανάμεσα σε δανειστές και οφειλέτες, συνεισφέροντας έτσι στη σταθεροποίηση της Ε.Ε.

ΕΧΟΥΜΕ τα επιχειρήματα για να επιδιώξουμε κάτι περισσότερο από μια ελάφρυνση χρέους; Κατά την άποψή μου, ναι. Γιατί η υπερχρέωση της οικονομίας μας είναι μεγαλύτερη σήμερα απ’ ό,τι στο παρελθόν, αλλά και γιατί έχουν προστεθεί νέες απρόβλεπτες δυσμενείς καταστάσεις, π.χ. το προσφυγικό, όπου το ζήτημα δεν είναι να τακτοποιήσει η χώρα μερικές δεκάδες (ίσως και εκατοντάδες) χιλιάδες ανθρώπων που έρχονται εδώ. Εάν συνεχιστεί επί μακρόν η μαζική εισροή προσφύγων και μεταναστών, θα δημιουργηθούν νέα δημοσιονομικά προβλήματα εξυπηρέτησης του χρέους και ανάκαμψης της οικονομίας μας, κυρίως λόγω της επίδρασής τους στον τουρισμό.

ΕΙΝΑΙ πολιτικά εφικτό το κούρεμα του χρέους όταν κάτι τέτοιο είναι ένα πολιτικά ευαίσθητο ζήτημα και για τους άλλους Ευρωπαίους; Ναι, αρκεί σε αυτήν την περίπτωση να αξιοποιήσουμε προτάσεις που μειώνουν το απόθεμα χρέους χωρίς ως έναν βαθμό αυτό να εμφανίζεται ως νέο κούρεμα. Τέτοιες προτάσεις είναι η «αμοιβαιοποίηση» ή «νομισματοποίηση» μέρους του χρέους, το σύμφωνο απόσβεσης κ.ά., που έχουν προταθεί στο πρόσφατο παρελθόν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων της Γερμανίας και, σε παραλλαγές, από άλλους ερευνητές.

 

* O Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και συντονιστή του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων

 

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Realnews

Exit mobile version