Παραγωγική ανασυγκρότηση εδώ και τώρα

Γράφει

ο ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΜΑΡΑΒΕΓΙΑΣ

*Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και
αντιπρύτανης Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Καθώς η ελληνική οικονομία προχωρά προς την έξοδο από τo τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής (μνημόνιο) τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους, η προσοχή στρέφεται, και ορθώς, στους όρους και στις προϋποθέσεις που θα γίνει αυτή η έξοδος. Δηλαδή, αν θα έχουμε αυστηρή μεταμνημονιακή επιτήρηση και αν η ελάφρυνση του χρέους θα είναι αρκετή, ώστε να «αναπνεύσουν» η ελληνική οικονομία και η κοινωνία από το τεράστιο βάρος.

Μετά από πολλές προσπάθειες, προόδους και παλινδρομήσεις, η ελληνική οικονομία σήμερα βρίσκεται στο επιθυμητό σημείο μακροοικονομικής ισορροπίας, καθώς τα περίφημα «τοξικά» ελλείμματα, τόσο στον κρατικό Προϋπολογισμό όσο και στις εξωτερικές πληρωμές της χώρας, δεν υπάρχουν πλέον (κάτω από 1% του ΑΕΠ). Η συγκράτηση των δημοσίων δαπανών και η υψηλή φορολογία οδήγησαν στην εξάλειψη του συνολικού δημοσιονομικού ελλείμματος και στη δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος της τάξης του 4%. Ταυτόχρονα, η μεγάλη μείωση της κατανάλωσης οδήγησε σε μεγάλη μείωση των εισαγωγών και, μαζί με τη μικρότερη αύξηση των εξαγωγών και τα αυξημένα έσοδα από τον τουρισμό, συνέβαλε στην εξάλειψη σχεδόν και του ελλείμματος των εξωτερικών πληρωμών για πρώτη φορά στη χώρα μας.

ΑΝ ΣΥΝΥΠΟΛΟΓΙΣΕΙ κανείς και τον πολύ χαμηλό πληθωρισμό, που είναι ανάλογος με αυτόν της Ευρωζώνης, τότε ο «αφελής» παρατηρητής θα συμπεράνει ότι η ελληνική οικονομία, μετά από οκτώ χρόνια «εντατικής θεραπείας», βρίσκεται στο στάδιο της οριστικής πλέον ανάρρωσης. Παραμένει, βέβαια, το υπερβολικό εξωτερικό χρέος, αλλά και αυτό ελπίζεται ότι βαίνει προς σχετική ελάφρυνση και φαίνεται ότι έτσι μπορεί να εξυπηρετηθεί ικανοποιητικά.

Ωστόσο, ο πιο «προσεκτικός» παρατηρητής θα διαπιστώσει μερικά ανησυχητικά δεδομένα, παρά τη θετική αυτή πορεία των μακροοικονομικών δεικτών της ελληνικής οικονομίας. Το ύψος της ανεργίας παραμένει περίπου στο 20% του ενεργού πληθυσμού, ενώ αυξάνεται το «εσωτερικό χρέος», δηλ. το χρέος που έχει δημιουργείται από τους Ελληνες πολίτες και τις επιχειρήσεις προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες. Το χρέος αυτό (225 δισ.) έχει πλέον ξεπεράσει κατά πολύ το ετήσιο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας (187 δισ.) και πλησιάζει το εξωτερικό χρέος (330 δισ.) Επιπλέον, η κατανάλωση παρουσιάζει ελάχιστη αύξηση και έχει μηδενική σχεδόν συμβολή στη θετική εξέλιξη του ΑΕΠ το 2017, που ήταν 1,4%, αλλά και στην αναμενόμενη, που προβλέπεται να είναι κοντά στο 2% το 2018.

ΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ δείχνουν ότι η πολυπόθητη μακροοικονομική ισορροπία με την εξάλειψη των ελλειμμάτων επετεύχθη με μεγάλο κοινωνικό κόστος. Το κοινωνικό αυτό κόστος αντικατοπτρίζεται στο αυξανόμενο «εσωτερικό χρέος», με αποτέλεσμα να εντείνεται η φορολογική πίεση στους συνεπείς φορολογούμενους, ενώ τα ασφαλιστικά ταμεία και οι τράπεζες να δυσκολεύονται να επιτελέσουν την αποστολή τους, δηλαδή τα ταμεία να καταβάλουν στοιχειωδώς αξιοπρεπείς συντάξεις και οι τράπεζες να χρηματοδοτούν επαρκώς την οικονομία. Ειδικότερα, οι τράπεζες αδυνατούν να αυξήσουν τη χρηματοδότηση όχι μόνο λόγω των μη εξυπηρετούμενων δανείων, σε ποσοστό κοντά στο 50%, αλλά και διότι δεν αυξάνεται η αποταμίευση (δηλαδή οι καταθέσεις), καθώς το μειωμένο κατά 30% περίπου διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων δεν αφήνει τέτοιο περιθώριο.

Με βάση τα παραπάνω, πόσο μπορεί να διατηρηθεί αυτή η μακροοικονομική ισορροπία, αν δεν αντιμετωπιστεί το πραγματικό πρόβλημα που είναι η παραγωγική αδυναμία της χώρας; Αυτή η παραγωγική αδυναμία είναι που παράγει τα ελλείμματα, ιδίως όταν συνδυάζεται με μια ακατάλληλη οικονομική πολιτική ,όπως αυτή που ασκήθηκε μετά την ένταξή μας στην ευρωζώνη.

Για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση, χρειάζεται πολιτική συναίνεση προκειμένου να εφαρμοστεί με συνέπεια και συνέχεια ένα Εθνικό Σχέδιο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας ώστε να αυξηθεί η παραγωγή και η παραγωγικότητα, που, μαζί με την αποεπένδυση, φθίνει τα τελευταία χρόνια. Τώρα που έχει επιτευχθεί η μακροοικονομική ισορροπία και αρχίζει να επιστρέφει η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία, πρέπει να υπάρξει μια επενδυτική «πανστρατιά» σε τομείς και κλάδους, όπου η χώρα μας έχει πλεονεκτήματα (αγροδιατροφικά, ενέργεια, ναυτιλία, τουρισμός, υψηλή τεχνολογία κ.ά.). Μια επενδυτική «πανστρατιά» από εγχώριους και ξένους επενδυτές, που θα αυξάνει το παραγόμενο προϊόν, θα περιορίζει την ανεργία, ενώ θα βελτιώνεται η παραγωγικότητα της εργασίας και συνεπώς οι μισθοί και τα εισοδήματα των Ελλήνων πολιτών.

ΜΟΝΟΝ ΕΤΣΙ θα αντιμετωπιστεί και το «εσωτερικό χρέος», θα αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες, ενώ θα περιοριστεί η φορολογική πίεση χωρίς να δημιουργηθεί έλλειμμα στον κρατικό Προϋπολογισμό. Παράλληλα, θα αυξηθούν η κατανάλωση και η αποταμίευση χωρίς να προκύψει έλλειμμα στις εξωτερικές πληρωμές. Η ελληνική οικονομία μόνο έτσι θα εισέλθει σε έναν «ενάρετο κύκλο» και θα διατηρήσει την, με τόσο κόπο, επιτευχθείσα μακροοικονομική ισορροπία, χωρίς παλινδρομήσεις και νέες περιπέτειες μέσα στο περιοριστικό πλαίσιο της ευρωζώνης

Exit mobile version