Υπέρ των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων ο ΣΕΤΕ

Yπέρ της υποχρεωτικής ισχύος και εφαρμογής των συλλογικών κλαδικών συμβάσεων εργασίας τάσσεται ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων.

Αυτό αναφέρει ο Α΄ αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Γιάννης Ρέτσος, τονίζοντας ειδικότερα για τον ξενοδοχειακό κλάδο ότι τήρησε απαρέγκλιτα την προσήλωσή του στην ανάγκη ομαλών εργασιακών σχέσεων, εργασιακής ειρήνης και κοινωνικής συνοχής. Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζει, ξενοδόχοι και ξενοδοχοϋπάλληλοι υπέγραψαν την τρίτη κατά σειρά από το 2012 κλαδική συλλογική σύμβαση. Η σύμβαση προβλέπει τη διατήρηση του κατώτατου μισθού στα ξενοδοχεία στο επίπεδο των 761 ευρώ για τον πρώτο χρόνο, καθώς και αύξηση 1% από την 1η Απριλίου 2017. Επίσης, βάσει των όρων της σύμβασης διατηρείται το σύνολο των επιδομάτων και των θεσμικών διασφαλίσεων για τους εργαζομένους που προβλέπονταν από τις προηγούμενες συμβάσεις.

Ο αντιπρόεδρος του ΣΕΤΕ επικαλούμενος στοιχεία από το ΙΚΑ τονίζει ότι ο τουριστικός τομέας για το 2015 αύξησε κατά 6% τον όγκο της απασχόλησης των μισθωτών. Οι συνολικές αποδοχές των μισθωτών του τομέα άγγιξαν τα 4 δισ. ευρώ αυξημένες κατά 200 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2014. Επιπλέον, οι συνολικές εισφορές του τομέα προς το ΙΚΑ άγγιξαν το 1,7 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τον κ. Ρέτσο, η κατάργηση του ελάχιστου χρόνου μισθώσεων τον περασμένο Νοέμβριο έχει δημιουργήσει μια τεράστια παραοικονομία στον χώρο της διαμονής με δεκάδες χιλιάδες ακίνητα ιδιωτών να προσφέρονται σε επισκέπτες χωρίς κανέναν έλεγχο, χωρίς κανένα θεσμικό πλαίσιο, χωρίς ουσιαστικά να υπάρχουν σε κανένα φορολογικό ή εργασιακό χάρτη.

Οι απώλειες του Δημοσίου μόνο από αυτή την παραοικονομία υπολογίζονται, σύμφωνα με την Καθημερινή, σε άνω των 270 εκατ. ευρώ ετησίως. Από την άλλη οι επιβαρύνσεις και οι φόροι που επιβάλλονται σε ένα μισθό είναι πρωτοφανείς και συντριπτικοί και για τον εργοδότη και για τον εργαζόμενο, καθώς αφορούν σε πάνω από το μισό αυτού του μισθού. Ο αντιπρόεδρος του ΣΕΤΕ εκφράζει την απορία του πώς είναι δυνατόν να μιλούν κάποιοι για ανάπτυξη και ανάκαμψη της οικονομίας σε μια τόσο υπερφορολογημένη, «αποξηραμένη», λόγω έλλειψης ρευστότητας και μειωμένων τζίρων, αγορά.

Κατά τον κ. Ρέτσο, η αδήλωτη εργασία τροφοδοτείται από τα 2 μεγαλύτερα διαχρονικά δεινά της ελληνικής πραγματικότητας: την εισφοροδιαφυγή και τη φοροδιαφυγή ή φοροαποφυγή. Παράλληλα, τροφοδοτείται από τις αρνητικές συνέπειες των φορολογικών και ασφαλιστικών πολιτικών του κράτους στην αγορά αλλά και από την περιορισμένη αποτελεσματικότητα των ελεγκτικών μηχανισμών και τον βαθμό οργάνωσής τους. Ο κ. Ρέτσος θεωρεί απαραίτητη την υλοποίηση πρότασης του ΣΕΤΕ για πλήρη μηχανογράφηση μέσω των κατάλληλων συστημάτων της καταβολής μισθοδοσίας και ασφαλιστικών εισφορών.


Exit mobile version