Quantcast
Αναζητώντας επενδυτές - enikonomia.gr
share

Αναζητώντας επενδυτές

δημοσιεύτηκε:

Του Παναγιώτη Λιαργκόβα*

«Η προσέλκυση επενδύσεων είναι ένας από τους σημαντικότερους στόχους της κυβέρνησης, στην προσπάθεια να βγει οριστικά από τα προγράμματα επιτροπείας τον Αύγουστο του 2018». Η φράση αυτή του πρωθυπουργού της χώρας στο Ιδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», ενώπιον του Γάλλου Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, λίγο πριν από τη συνάντηση εργασίας στρογγυλής τραπέζης με επικεφαλής ελληνικών και γαλλικών επιχειρήσεων, είναι ιστορική, γιατί, μαζί με άλλες πολιτικές απόψεις, δημιουργεί μια ευρύτερη πολιτική συναίνεση, τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορικής, σχετικά με τον ρόλο των άμεσων ξένων επενδύσεων στην ανάπτυξη της χώρας. Είναι σημαντική εάν αναλογιστεί κανείς ότι σε προηγούμενες δεκαετίες το ξένο κεφάλαιο είχε δαιμονοποιηθεί. Θεωρείτο πηγή εξάρτησης και διαιώνισης των ανισοτήτων. Η παραπάνω φράση σηματοδοτεί τις προτεραιότητες της χώρας και αναγνωρίζει ότι η αποεπένδυση της ελληνικής οικονομίας είναι μια από τις μεγαλύτερες συνέπειες της κρίσης. Εάν δεν ανατραπεί γρήγορα, η ανεργία δεν θα υποχωρήσει περαιτέρω και η χώρα θα βρίσκεται παγιδευμένη σε στασιμότητα και ύφεση. Διάφορες εκτιμήσεις υπολογίζουν ότι για να ανακτήσουμε το χαμένο έδαφος θα χρειαστούμε πάνω από 100 δισ. ευρώ επενδύσεις για τα επόμενα πέντε χρόνια. Από πού, όμως, μπορούν να προέλθουν αυτές; Το κράτος, που στο παρελθόν έπαιζε τον ρόλο του επενδυτή, σήμερα δεν έχει αυτή τη δυνατότητα λόγω της γνωστής δημοσιονομικής στενότητας και της υπερχρέωσης. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε περικοπές στο πρόγραμμα των δημοσίων επενδύσεων, που παραδοσιακά είναι ένα εργαλείο ανάπτυξης. Οι περικοπές αυτές ανέρχονται σήμερα στο 21% σε σχέση με το 2008, τελευταίο έτος πριν από την κρίση.

ΜΟΝΟ εάν βασιστεί το κράτος σε εξωτερικές πηγές χρηματοδότησης μπορεί να ασκήσει αναπτυξιακή πολιτική. Μια τέτοια πηγή είναι το ΕΣΠΑ. Δεν είναι, όμως, αρκετή, ιδίως εάν συνδυαστεί και με διάφορες γραφειοκρατικού τύπου καθυστερήσεις που κατά καιρούς προκύπτουν.



ΕΠΟΜΕΝΩΣ, οι επενδύσεις αναμένεται να προέλθουν κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα. Ομως, η επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων και η έλλειψη ρευστότητας από το τραπεζικό σύστημα, λόγω πτώσης των καταθέσεων, καθιστούν εξαιρετικά δυσχερή την άντληση κεφαλαίων από Ελληνες επενδυτές. Οδηγούμαστε έτσι στην ανάγκη προσέλκυσης κεφαλαίων από ξένους επενδυτές, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να υπερπηδήσουν το εν λόγω εμπόδιο. Ομως, οι ξένοι επενδυτές δεν πηγαίνουν σε μια χώρα επειδή τους το ζητάει η πολιτική ηγεσία. Σκέφτονται ορθολογικά, επιδιώκοντας πάντοτε τη μεγιστοποίηση του κέρδους τους. Ζυγίζουν τα κόστη και τα οφέλη, που με τη σειρά τους εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες. Ποιοι είναι αυτοί; Η διεθνής εμπειρία και έρευνα έχει δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις στο ερώτημα αυτό. Αναφέρω τους σπουδαιότερους: (α) η πολιτική και κοινωνική σταθερότητα, (β) η μακρο-οικονομική σταθερότητα, (γ) το μέγεθος της οικονομίας, (δ) το ύψος του εργατικού μισθού και η ποιότητα του εργατικού δυναμικού, (ε) το κόστος του χρήματος, το οποίο βέβαια επηρεάζεται και από τη φορολογική επιβάρυνση, (ε) η ποιότητα του δημόσιου τομέα (διαφάνεια, γραφειοκρατία, λειτουργία θεσμών κ.λπ.), (στ) το φυσικό κεφάλαιο- υποδομές, (ζ) ο βαθμός προώθησης των ιδιωτικοποιήσεων και (η) ο βαθμός απελευθέρωσης των τομέων της οικονομίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι κανένας από τους παράγοντες αυτούς δεν είναι από μόνος του ικανός να προσελκύσει επενδύσεις χωρίς την παρουσία των υπολοίπων. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που δεν ήρθαν στη χώρα μας ξένες επενδύσεις. Επειδή μειώθηκε το εργατικό κόστος, όταν οι υπόλοιποι παράγοντες παρέμεναν αρνητικοί. Αξίζει να σταθούμε λίγο στους δύο τελευταίους παράγοντες.

Η ΠΡΟΩΘΗΣΗ των σχεδίων ιδιωτικοποιήσεων, όπως αυτό της Eldorado Gold, του Ελληνικού, της ΤΡΑΙΝΟΣΕ κ.ά., θα δώσουν το κατάλληλο σήμα στους ξένους επενδυτές ότι η χώρα είναι αποφασισμένη να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της και να εκσυγχρονίσει τις δομές της. Παράλληλα, με το άνοιγμα των αγορών και τη μείωση των στρεβλώσεων σε πολλούς τομείς της οικονομίας, π.χ. στο εξωτερικό εμπόριο, η χώρα δίνει το στίγμα ότι είναι αποφασισμένη να δημιουργήσει ανταγωνιστικές συνθήκες, αλλά και να διευκολύνει τις εξαγωγές. Οι δύο τελευταίοι παράγοντες είναι αυτοί που εξηγούν γιατί η Τσεχία και η Ουγγαρία (που είχαν γρήγορους ρυθμούς ιδιωτικοποιήσεων και απελευθέρωσης των αγορών) κατάφεραν να προσελκύσουν τα περισσότερα ξένα κεφάλαια μετά το 1989, όταν άλλαξε το οικονομικό τους καθεστώς.

*Καθηγητής στην έδρα Jean Monnet στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων


share
Σχόλια Αναγνωστών
Ροή
Οικονομία
Επιχειρήσεις
Επικαιρότητα

Ενημερωθείτε πρώτοι με τον τρόπο που θέλετε.