Άρθρο για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αλλά και για τα βήματα που έχει διανύσει η χώρα από την περίοδο της οικονομικής κρίσης μέχρι σήμερα δημοσιεύει η εφημερίδα Handelsblatt, σύμφωνα με την Deutsche Welle.
«Πριν από 10 χρόνια η Ελλάδα απειλούνταν με χρεωκοπία. Η έξοδος της χώρας από τη ζώνη του ευρώ, η υλοποίηση των μέτρων λιτότητας, οι μαζικές διαδηλώσεις και η χορήγηση των πακέτων βοήθειας ύψους δισ. ευρώ ήταν οι τίτλοι των πρωτοσέλιδων για τη χώρα μας. Παρόλο που είχε τεθεί το ερώτημα για το εάν αν οι Έλληνες θα οδηγούσαν ολόκληρη την Ευρώπη σε βαθιά οικονομική κρίση.. σήμερα η χώρα παράγει πλεονάσματα στον προϋπολογισμό, μειώνεται ο δείκτης χρέους της και ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της Ελλάδας ” τρέχει” δύο φορές πιο γρήγορα από ό,τι ο μέσος ευρωπαϊκός όρος. Ωστόσο υπάρχουν πολλοί άνεργοι πολίτες, λίγοι εργαζόμενοι που είναι εξειδικευμένοι σε ένα αντικείμενο και τα εισοδήματα είναι χαμηλά ενώ οι επενδύσεις υποτονικές. Αλλά η ελληνική κυβέρνηση κάνει πολλά για αυτό» τονίζει χαρακτηριστικά ο συντάκτης του άρθρου.
Για το νέο εργασιακό νομοσχέδιο
Μάλιστα ο συντάκτης του άρθρου κάνει ειδική μνεία στο νέο εργασιακό νομοσχέδιο της Κεραμέως. Όπως υποστηρίζει, « με το νομοσχέδιο επιτρέπεται πιο ευέλικτο ωράριο εργασίας και περισσότερη ή λιγότερη εργασία για κάποιες εβδομάδες. Αυτό διαμορφώνεται ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης. Αλλά στα σχέδια της ελληνικής κυβέρνησης είναι και το μοντέλο της τετραήμερης εργασίας σε διαφορετικό βέβαια μοντέλο από της Γερμανίας. Με το ελληνικό μοντέλο, επιτρέπεται να κατανεμηθούν οι προβλεπόμενες 40 ώρες εργασίας την εβδομάδα σε 4 μέρες, από 10 ώρες η καθεμία. Η Κεραμέως μιλά για έναν νόμο που βγαίνει από την πράξη».
Επίσης ο συντάκτης του άρθρου τονίζει πως το ελληνικό προτεινόμενο μοντέλο εργασίας «δεν εξυπηρετεί μόνο τους τομείς της οικονομίας όπως τον τουρισμό αλλά και εργαζόμενους γονείς που με τον ίδιο μισθό θέλουν μια ημέρα να την περάσουν με την οικογένεια τους».
Νέοι, μορφωμένοι Έλληνες επιστρέφουν
«Πριν από 1 εβδομάδα ρωτήσαμε τους αναγνώστες : Τι θα άλλαζαν αν μετά τις διακοπές τους επιστρέφαν οι ίδιοι στην καγκελαρία αντί του Μερτς;». Το 75% απάντησε πως αυτό έχει να κάνει με « τις προτάσεις που αφορούν τις μεταρρυθμίσεις αναφορικά με την εκπαίδευση, τη γραφειοκρατία, την ενέργεια, την υγεία, τον προϋπολογισμό, το κλίμα, τις συντάξεις, τους φόρους, τις μεταφορές, τη στέγαση και με τη μετανάστευση» προστίθεται στο δημοσίευμα. Οι εκκλήσεις των αναγνωστών δεν αναφέρονται μόνο στους πολιτικούς αλλά και στην προσωπική ευθύνη που έχει κάθε πολίτης σε σχέση με αυτό.
«Οι πολίτες θέλουν περισσότερη προσωπική και επιχειρηματική ελευθερία και λιγότερο την συμβολή της κυβέρνησης. Χρειάζεται πραγματισμός και θάρρος για τη λήψη αποφάσεων, ακόμη κι αν αυτές είναι λανθασμένες» σημειώνει μεταξύ άλλων ο συντάκτης του άρθρου.
Μάλιστα το δημοσίευμα αναφέρεται στο σχόλιο αναγνώστη αναφορικά με το τι χρειάζεται η σημερινή Γερμανία και τονίζει πως «η δειλία είναι το τελευταίο που χρειαζόμαστε». Επιστρέφοντας στο παράδειγμα της Ελλάδας το άρθρο υπενθυμίζει πως «εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, κυρίως νέοι και μορφωμένοι, δεν έβλεπαν κατά την περίοδο της κρίσης μέλλον για τη χώρα και τους ίδιους και για αυτό μετανάστευσαν. Οι περισσότεροι πήγαν στη Μεγάλη Βρετανία και στη Γερμανία. Η Ελλάδα εξακολουθεί να υποφέρει από τις συνέπειες της φυγής. Για αυτό η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει όσους έφυγαν από την Ελλάδα με κίνητρα φορολογικά και μισθολογικά πλεονεκτήματα να επιστρέψουν ξανά πίσω στη χώρα. Πράγματι ολοένα περισσότεροι επιστρέφουν, αν και τα χρήματα είναι λιγότερα. Η νοσταλγία της πατρίδας παίζει έναν σημαντικό ρόλο. Επίσης νοιάζονται έντονα για τη χώρα τους».