«Η Ευρώπη θα πρέπει να ξοδέψει περισσότερα για τη άμυνα της» τονίζει σε άρθρο του στην ιστοσελίδα των Financial Times (www.ft.com). ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης.
Την ίδια στιγμή ο Πρωθυπουργός προτείνει:
α. συγκεκριμένες λύσεις για τη χρηματοδότηση των αμυντικών δαπανών και τον μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας
β. και αυξημένη ευελιξία στους δημοσιονομικούς κανόνες ώστε να δοθεί δημοσιονομικός χώρος στα κράτη-μέλη για τις επενδύσεις στην άμυνα.
Αλλά και εισηγείται τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού εργαλείου ύψους 100 δισ. ευρώ το οποίο θα μπορεί να χρηματοδοτήσει τις απαιτήσεις της συλλογικής ευρωπαϊκής ασφάλειας πέρα από τους εθνικούς προϋπολογισμούς στα πρότυπα της θετικής εμπειρίας του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF).
Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο του κ. Μητσοτάκη στους Financial Times
H Ευρώπη θα πρέπει να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για την ασφάλειά της λόγω του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, της αστάθειας στη Μέση Ανατολή και των ευρύτερων παγκόσμιων μετατοπίσεων ισχύος .
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά πως θα πρέπει να γίνουν την επόμενη δεκαετία επιπλέον επενδύσεις ύψους 500 δισ. ευρώ στον τομέα της άμυνας. Αυτό δεν είναι απλώς αναγκαίο να γίνει αλλά είναι και μια ευκαιρία για να διασφαλιστεί η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης. Ωστόσο για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει να υπάρξει συλλογική δράση στα εξής:
- Πρώτον, χρειαζόμαστε ένα βιώσιμο μοντέλο χρηματοδότησης για αυξημένες αμυντικές δαπάνες.
- Και δεύτερον, θα πρέπει να μετασχηματίσουμε την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία.
Το πρόβλημα της χρηματοδότησης στο νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο είναι πως οποιαδήποτε σημαντική αύξηση γίνει στις αμυντικές δαπάνες, αυτό ενδέχεται να ενεργοποιήσει τις διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ). Αυτές σχεδιάστηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε ο προϋπολογισμός ενός κράτους να είναι μέσα σε κάποια συγκεκριμένα πλαίσια. Αυτό είναι αναποτελεσματικό και δυνητικά πολύ δαπανηρό.
Υπάρχει, ωστόσο, ένας απλός τρόπος για να ξεπεραστεί αυτή η δυσκολία: οι αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να εξαιρεθούν εκ των προτέρων από τους δημοσιονομικούς στόχους. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούν τα κράτη -μέλη της ΕΕ να ξοδεύουν περισσότερα χρήματα για την άμυνα αλλά και να διατηρούν συγχρόνως τη δημοσιονομική αξιοπιστία αλλά και τις ευνοϊκές συνθήκες στις αγορές.
Δίνοντας αυτό το δημοσιονομικό περιθώριο στα κράτη -μέλη της ΕΕ θα αυξήσουμε τις δυνατότητες μας στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας. Αλλά αυτό δεν θα είναι αρκετό, διότι από ένα σημείο κι έπειτα οι αγορές μπορεί να προσθέσουν ένα επιπλέον κόστος στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων μας. Εκτός από το αυξημένο δημοσιονομικό κόστος, αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αποθαρρυντικός παράγοντας για αμυντικές δαπάνες και να οδηγήσει σε δυσανάλογο καταμερισμό των βαρών μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.
Η συμπερίληψη της ασφάλειας και της άμυνας στον κατάλογο των στρατηγικών προτεραιοτήτων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων θα βοηθήσει.
Ωστόσο, αυτό από μόνο του θα καλύψει μόνο ένα μικρό μέρος των επενδυτικών αναγκών μας. Για τον λόγο αυτό, βασιζόμενος στη θετική εμπειρία με τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ ως προς τις αγορές, προτείνω τη δημιουργία ενός νέου ευρωπαϊκού εργαλείου ύψους τουλάχιστον 100 δισ. ευρώ, για τη χρηματοδότηση των συλλογικών αμυντικών αναγκών μας.
Αλλά, η αύξηση των δαπανών για την άμυνα θα πρέπει να συνοδεύεται από αύξηση της αποτελεσματικότητας. Όπως αναφέρουν και οι δύο πρόσφατες εκθέσεις Draghi και Letta, η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία θα παραμένει κατακερματισμένη, δεν διαθέτει το απαραίτητο μέγεθος και χρειάζεται περαιτέρω ενοποίηση και εξειδίκευση για τη δημιουργία κέντρων αριστείας.
Η ανάπτυξη πολύπλοκων αμυντικών συστημάτων νέας γενιάς απαιτεί επενδύσεις που υπερβαίνουν τις δυνατότητες οποιουδήποτε μεμονωμένου κράτους- μέλους της ΕΕ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, τον περασμένο Μάιο, μαζί με τον Πολωνό πρωθυπουργό Donald Tusk, κατέθεσα μια φιλόδοξη πρόταση για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ασπίδας αεράμυνας, ως αξιόπιστου αποτρεπτικού μέσου έναντι δυνητικών επιθέσεων.
Η εξαγγελία και η χρηματοδότηση μιας τέτοιας μεγάλης ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας, την οποία θα ακολουθήσουν γρήγορα και άλλα εμβληματικά έργα, θα έχει άμεσο αντίκτυπο σε τέσσερις τομείς. Αναλυτικά:
- Πρώτον, θα επέτρεπε στα κράτη μέλη και στην ΕΕ συνολικά να αντιμετωπίσουν τις αδυναμίες καίριας σημασίαςστις αμυντικές τους δυνατότητες.
- Δεύτερον, θα ενίσχυε την τεχνολογική και βιομηχανική βάση της Ευρώπης.
- Τρίτον, θα αύξανε εμφανώς τη συμβολή της Ευρώπης στο ΝΑΤΟ και θα ενίσχυε τη διατλαντική συνεργασία.
- Τέλος, και ίσως το πιο σημαντικό, θα έστελνε ένα αδιαμφισβήτητο μήνυμα ότι η Ευρώπη είναι ενωμένη και αποφασισμένη, μια παγκόσμια δύναμη που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.
Η Πρόεδρος της Κομισιόν, Ursula von der Leyen συμπεριέλαβε την ιδέα εμβληματικών έργων μίας Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ένωσης στις πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές για τη δεύτερη θητεία της και αυτό είναι καλοδεχούμενο. Το ίδιο ισχύει για την επικείμενη λευκή βίβλο για το μέλλον της ευρωπαϊκής άμυνας, καθώς και τη «στρατηγική για την ετοιμότητα». Και τα δύο θα συμβάλλουν στις προϋποθέσεις για τη δημιουργία μίας Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ένωσης.
Αυτό έχει σημασία διότι μία από τις βασικές παραδοχές πίσω από τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία θα πρέπει να είναι ότι η εδαφική ακεραιότητα κάθε κράτους μέλους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ακεραιότητα όλων των άλλων κρατών μελών και της ΕΕ στο σύνολό της. Γι’ αυτό θα πρέπει να ενισχύσουμε την αξιοπιστία και την επιχειρησιακή αξία των ρητρών αμοιβαίας άμυνας (42.7 ΣΕΕ) και αλληλεγγύης (222 ΣΛΕΕ) στις Συνθήκες της ΕΕ.
Ως κράτος μέλος πρώτης γραμμής, τόσο της ΕΕ όσο και του ΝΑΤΟ, και ως χώρα που αντιμετωπίζει μοναδικές και άμεσες προκλήσεις ασφαλείας, ιδίως στην Ανατολική Μεσόγειο, η Ελλάδα έχει προ πολλού κατανοήσει την κρίσιμη σημασία των επενδύσεων στην άμυνα. Αλλά αυτές οι προκλήσεις ασφαλείας δεν είναι πλέον περιφερειακού χαρακτήρα. Το γεωπολιτικό διακύβευμα για την Ευρώπη δεν ήταν ποτέ υψηλότερο.
Εάν η Ένωσή μας πρόκειται να παραμείνει πυλώνας ειρήνης και σταθερότητας, θα πρέπει να αποκτήσουμε μια ισχυρή, ενιαία και αξιόπιστη αποτρεπτική ικανότητα. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.
Δείτε παρακάτω το σχετικό δημοσίευμα