Νέο εργασιακό νομοσχέδιο: Επιστολή της ΓΣΕΕ προς την Κεραμέως - Τι αναφέρει - enikonomia.gr

Νέο εργασιακό νομοσχέδιο: Επιστολή της ΓΣΕΕ προς την Κεραμέως – Τι αναφέρει

ΓΣΕΕ

Επιστολή για το νέο εργασιακό νομοσχέδιο απέστειλε στην υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Νίκη Κεραμέως η ΓΣΕΕ.

H ΓΣΕΕ με δεδομένη τη θέση της για απόσυρση από το Eργασιακό Νομοσχέδιο όλων των άρθρων που περιέχουν διατάξεις που σχετίζονται με τη διάρκεια και την οργάνωση του χρόνου εργασίας καθώς και την ετήσια άδεια αναψυχής των εργαζομένων, κατέθεσε στην Υπουργό Εργασίας τις αναλυτικές παρατηρήσεις της, τεκμηριώνοντας την έντονη διαφωνία της. Για τη Συνομοσπονδία είναι ξεκάθαρο ότι αυτές οι ρυθμίσεις, για τις οποίες απαιτεί την απόσυρσή τους και προχωρά στην αυριανή 24ωρη Γενική Απεργία, επιδεινώνουν την εργασιακή ανασφάλεια και ενισχύουν το μοντέλο της ελαστικής και απροστάτευτης εργασίας.

Η επιστολή

Ακολουθεί ένα μέρος του κειμένου με τις παρατηρήσεις της ΓΣΕΕ επί του ΣχΝ του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης «Δίκαιη Εργασία για Όλους: Απλοποίηση της Νομοθεσίας – Στήριξη στον Εργαζόμενο – Προστασία στην Πράξη»

Η ΓΣΕΕ ζητεί την απόσυρση όλων των άρθρων του ΣχΝ που περιέχουν διατάξεις που σχετίζονται με τη διάρκεια και την οργάνωση του χρόνου εργασίας, καθώς και την ετήσια άδεια αναψυχής των εργαζομένων. Παρά το γεγονός ότι οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις έχουν προ πολλού δημιουργήσει τις προϋποθέσεις και έχουν θέσει στη δημόσια συζήτηση το ζήτημα της
μείωσης του χρόνου εργασίας χωρίς μείωση αποδοχών, που υποστηρίζει και η ΓΣΕΕ, ωστόσο, το προωθούμενο ΣχΝ έρχεται να αποσαθρώσει και αυτά ακόμη τα ελάχιστα όρια προστασίας, κανονικοποιώντας, μεταξύ άλλων, την 13ωρη ημερήσια εργασία στον ίδιο εργοδότη, θέτοντας έτσι σε άμεσο κίνδυνο την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων και διαλύοντας κάθε ισορροπία προσωπικής και επαγγελματικής ζωής τους. Την ίδια στιγμή οι χαμηλοί μισθοί και η ακρίβεια, που διαβρώνει την αγοραστική δύναμη των μισθών, αυξάνουν την ανάγκη των εργαζομένων για επιπλέον εργασία, σε ένα πλαίσιο εξατομίκευσης των εργασιακών σχέσεων, που εντείνει και το υπό κρίση ΣχΝ.

Προεισαγωγικές παρατηρήσεις

Όπως είναι γνωστό, ο χρόνος εργασίας συναρτάται αναγκαστικά με την ασφάλεια και την υγεία του εργαζομένου και ρυθμίζεται τόσο από το εσωτερικό όσο και από το κοινοτικό δίκαιο. Η Οδηγία 2003/88 Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου καθώς και οι προηγούμενες ( 93/104/ΕΚ , 2000/34) συνδέουν την οργάνωση του χρόνου εργασίας με τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας και όχι με την αμοιβή.

Οι εθνικές ρυθμίσεις ενσωμάτωσης των Οδηγιών (πχ ΠΔ 88/1999, 76/2005) προκάλεσαν σοβαρές αντιδράσεις από τη ΓΣΕΕ, η οποία πίεσε και πέτυχε (σε σημαντικό βαθμό) την χρήση από την Ελλάδα της δυνατότητας ευνοϊκότερων ρυθμίσεων (ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο) σε εθνικό επίπεδο (πχ χρόνος ημερήσιας ανάπαυσης 12 ωρών, διευθέτηση χρόνου εργασίας με συλλογική
συμφωνία), υπό το φως της ρητής διάταξης της Οδηγίας 2003/88/ΕΚ (αρθ.13) ότι «ο εργοδότης που προτίθεται να οργανώσει την εργασία με έναν ορισμένο ρυθμό να λαμβάνει υπόψη τη γενική αρχή της προσαρμογής της εργασίας στον άνθρωπο, ιδίως προκειμένου να περιορισθεί η μονότονη και η ρυθμική εργασία, σε συνάρτηση με το είδος της δραστηριότητας και τις απαιτήσεις ασφάλειας και υγείας, ιδιαίτερα όσον αφορά τα διαλείμματα του χρόνου εργασίας» .

Σημειώνεται ότι ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφέρεται το δικαίωμα κάθε εργαζομένου σε περιορισμό των ωρώνεργασίας, σε ετήσια άδεια και σε εγγυημένες περιόδους ανάπαυσης, προς όφελος της υγείας, της ασφάλειας και της αξιοπρέπειάς του (άρθρο 31 «Δίκαιες και πρόσφορες συνθήκες εργασίας»). Επιπρόσθετα, η Οδηγία 2003/88/ΕΚ αναφέρει ρητά την επιζήμια συσχέτιση της πολύωρης εργασίας με την υγεία των εργαζομένων, όπως και με την υπονόμευση της οικογενειακής/κοινωνικής ζωής, της ισότιμης συμμετοχής στην ανατροφή και φροντίδα παιδιών και εξαρτώμενων μελών της οικογένειας που προστατεύονται από την Οδηγία 2019/1159/ΕΚ για την ισορροπία επαγγελματικής και κοινωνικής ζωής.

Ο Έλληνας νομοθέτης διαμόρφωσε ένα πλαίσιο ρυθμίσεων, οι οποίες εξισώνονται με τα ελάχιστα επίπεδα προστασίας που καθορίζει η οδηγία 2003/88/ΕΚ. Αξιοποίησε μάλιστα ένα ευρύ φάσμα παρεκκλίσεων, που δύσκολα επιτρέπουν την περαιτέρω υποβάθμιση της ισχύουσας προστασίας. Δεν θα πρέπει να αγνοείται ότι η παρούσα νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Εργασίας έρχεται να προστεθεί σε σειρά ήδη ισχυόντων αντεργατικών μέτρων για το χρόνο εργασίας (ν. 4808/2021 και 5053/2023) και να εφαρμοστεί σε ένα απορυθμισμένο πλαίσιο ατομικού και συλλογικού εργατικού δικαίου και σε περιβάλλον ακραίας επισφάλειας στην αγορά εργασίας, που τροφοδοτείται, από την εκτεταμένη χρήση μη τυπικών και επισφαλών μορφών απασχόλησης και την υποβάθμιση των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους.

Κι αυτά όλα, παρά την υποχρέωση της Κυβέρνησης να λάβει θετικά μέτρα προστασίας των εργαζομένων, αίροντας τις παραβιάσεις που ήδη έχουν διαπιστωθεί από τα αρμόδια διεθνή ελεγκτικά όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης 1 (Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων, ΕCSR) και της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για την Εφαρμογή των Συμβάσεων και Συστάσεων CEACR 2 ) σε βάρος της Ελλάδας. Οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν στο πλαίσιο των προσφυγών και καταγγελιών της ΓΣΕΕ από το 2010 έως και το 2024.

Υποβάλλουμε με την παρούσα τις παρατηρήσεις μας σε καίριες διατάξεις του ΣχΝ, με ιδιαίτερη έμφαση σ΄αυτές που αφορούν στη διάρκεια και την οργάνωση του χρόνου εργασίας καθώς και την ετήσια άδεια. Σημειώνουμε εκ προοιμίου ότι η παραπομπή του ΣχΝ στις τροποποιούμενες διατάξεις του Κώδικα Εργατικού Δικαίου (ΚΕΔ) και όχι στις αντίστοιχες διατάξεις
των βασικών νόμων είναι αντίθετη στις αρχές της καλής νομοθέτησης, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι ο με τον ΚΕΔ, χωρίς καμιά θεσμική ενημέρωση και διαβούλευση, κωδικοποιήθηκαν και παγιοποιήθηκαν, αντί να καταργηθούν, διατάξεις νόμων ακόμη και της μνημονιακής περιόδου που θεσπίστηκαν υπό το βάρος της εποπτείας των δανειστών της χώρας. Ειδικότερα:

Α. Χρόνος εργασίας και ετήσια άδεια των εργαζομένων

Δυνατότητα παροχής εργασίας επί 13 ώρες ημερησίως στον ίδιο εργοδότη (άρθρο 6, 14 του ΣχΝ)

Αυτό που ισχύει ήδη για την δυνατότητα παράλληλης απασχόλησης σε περισσότερους εργοδότες επιχειρείται με το ΣχΝ να ισχύσει στον ίδιο εργοδότη. Με τον τρόπο αυτό όμως αυξάνεται ο ανώτατος χρόνος ημερήσιας απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη (8ωρο + 1 ώρα υπερεργασία + 4 ώρες υπερωρία ). Σήμερα, με το ισχύον δίκαιο ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα να απασχολήσει υπερωριακά τον εργαζόμενο μέχρι 3 ώρες ημερησίως. Με την επικείμενη ρύθμιση του ΣχΝ ο εργαζόμενος θα μπορεί να απασχολείται υπερωριακά μέχρι 4 ώρες τη μέρα. Καταστρατηγείται η 11ωρη ημερήσια ανάπαυση, ιδίως αν συνυπολογίσουμε:

α) τον χρόνο μετάβασης από και προς την εργασία ,

β) τον χρόνο του διαλείμματος, που η ισχύουσα νομοθεσία δεν θεωρεί χρόνο εργασίας και

γ) τον χρόνο προετοιμασίας (σύμφωνα με το άρθρο 20 του ΣχΝ – βλ. παρακάτω). Επισημαίνουμε ότι το 11ωρο της ανάπαυσης είναι απολύτως ανελαστικό, δεδομένου ότι αποτελεί το ακραίο ελάχιστο όριο προστασίας που προβλέπει η Οδηγία 2003/88 ΕΚ, το οποίο με το ΣχΝ παραβιάζεται.

Το επιχείρημα που προβάλλεται, ότι δηλαδή με το ΣχΝ δεν μεταβάλλεται η κατάσταση, αφού ήδη ισχύει η 13ωρη εργασία σε δύο εργοδότες, δεν είναι βάσιμο,
δεδομένου ότι:

Η δυνατότητα παροχής εργασίας επί 13ωρο σε δύο εργοδότες, που καθιερώθηκε με το άρθρο 9 του ν. 5053/2023 και είχε προκαλέσει και τότε την έντονη αντίθεση της ΓΣΕΕ, δεν μπορεί να αποτελέσει επιχείρημα για την περαιτέρω χειροτέρευση της υπάρχουσας κατάστασης, που είναι ήδη έντονα προβληματική.

Επισημαίνουμε ότι η εργασία σε δύο εργοδότες αποτελεί (θεωρητικά) επιλογή των εργαζομένων, ενώ η 13ωρη απασχόληση σε έναν εργοδότη θα συνιστά ουσιαστικά υποχρέωσή τους.
Η 9η ώρα ημερήσιας εργασίας (υπερεργασία) είναι ήδη από τον νόμο υποχρεωτική (σημειώνουμε ότι ο θεσμός της υπερεργασίας αποτελεί πρωτοτυπία του Έλληνα νομοθέτη, προκειμένου να αυξάνεται, κατ΄ επιλογή του εργοδότη, υποχρεωτικά για τον εργαζόμενο ο ημερήσιος χρόνος εργασίας κατά μία ώρα). Οι υπόλοιπες τέσσερις ώρες μετά την 9η (10η, 11η, 12η και 13η), γίνονται υποχρεωτικές για τον εργαζόμενο, αφού, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 659 παρ. 1 ΑΚ, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 6 του ΣχΝ , «αν παρουσιαστεί ανάγκη για εργασία πέρα από τη συμφωνημένη ή τη συνηθισμένη, ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση μα την παράσχει , αν είναι σε θέση να το κάνει και η άρνησή του θα ήταν αντίθετη με την καλή πίστη» .

Όπως προκύπτει από τη διάταξη αυτή, υπάρχει καταρχήν υποχρέωση του εργαζόμενου να παράσχει επιπλέον εργασία, ενώ μπορεί να την αρνηθεί μόνο όταν η άρνησή του δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη. Τους λόγους αντίθεσής του να παράσχει επιπλέον εργασία πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, προκειμένου να αποφύγει τις συνέπειες τυχόν υπερημερίας του ή ακόμη και την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του. Ακόμη όμως και αν θεωρηθεί απαραίτητη η συναίνεση του εργαζομένου για υπερωριακή εργασία από τη 10η έως τη 13η ώρα, η «συναίνεση» αυτή συνηθέστατα δεν είναι προϊόν ελεύθερης βούλησης, δεδομένης της ετεροβαρούς σχέσης εργοδότη-εργαζόμενου, που ενισχύεται και από την επικρατούσα επισφάλεια στην αγορά εργασίας .

Η πρόβλεψη στο άρθρο 14 του ΣχΝ ότι είναι άκυρη η απόλυση εργαζομένου που αρνείται την παροχή υπερωριακής απασχόλησης, η οποία δεν είναι νέα στο δίκαιό μας, μπορεί να παρακαμφθεί από τον εργοδότη, ο οποίος έχει την ευχέρεια να προχωρήσει σε καταγγελία, αρνούμενος ότι η απόλυση υπαγορεύθηκε από την άρνηση του εργαζόμενου να παράσχει υπερωριακή εργασία. Εξάλλου, μετά την κατάργηση του βάσιμου λόγου απόλυσης, ο εργοδότης δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την από πλευράς του καταγγελία της σύμβασης εργασίας . Ακόμη, δεν υπάρχει καμιά προστασία από τυχόν μονομερείς από τον εργοδότη βλαπτικές μεταβολές στους όρους της σύμβασης εργασίας των εργαζομένων, που δεν συναινούν να εργαστούν 13ωρο ημερησίως, όπως π.χ. μετάθεση, υποβάθμιση, αλλαγή καθηκόντων, παράλειψη προαγωγής κλπ, που είναι πιθανό να ακολουθήσουν την άρνηση του εργαζόμενου να παράσχει επιπλέον εργασία.

Η προωθούμενη διάταξη επιχειρεί να κανονικοποιήσει την 13ωρη ημερήσια εργασία τη στιγμή που τα στατιστικά στοιχεία επιβεβαιώνουν εδώ και χρόνια την υπεραπασχόληση των Ελλήνων εργαζομένων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο . Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2022, οι Έλληνες εργαζόμενοι παραμένουν στην κορυφή με 1.886 ώρες εργασίας ετησίως, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 1.571 ώρες εργασίας ετησίως»

Οι επιπτώσεις της υπερ-απασχόλησης των Ελλήνων εργαζομένων στην υγεία και την ασφάλεια της εργασίας είναι καταλυτικές και επιβεβαιώνονται από τον αυξανόμενο αριθμό των εργατικών ατυχημάτων.

Η προωθούμενη ρύθμιση διευρύνει ακόμη περισσότερο τα περιθώρια για υπέρβαση του εργάσιμου χρόνου, σε βάρος της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, οδηγώντας σε εργασιακή εξουθένωσή τους και διαλύοντας κάθε έννοια προσωπικής και οικογενειακής ζωής τους. Με τα δεδομένα αυτά η ΓΣΕΕ θεωρεί αναγκαία:

 

 Διαβάστε ολόκληρη την επιστολή εδώ

Exit mobile version