Γέφυρα χρηματοδότησης για τη μετά του Ταμείου Ανάκαμψης εποχή στήνει η κυβέρνηση, ώστε να διατηρηθεί το μομέντουμ της αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας. Με την ολοκλήρωση του προγράμματος το 2026 ο ρυθμός ανάπτυξης θα μετριαστεί, όπως δείχνουν και όλες οι προβλέψεις, και γι’ αυτό πρέπει να εξασφαλιστούν η συνέχεια χρηματοδότησης και η παγίωση των μεταρρυθμίσεων. Ένας επιπλέον κίνδυνος συνδέεται με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, βάσει των οποίων τα κράτη υποχρεούνται να τηρούν μεσοπρόθεσμα σχέδια καθαρών δαπανών με πειθαρχία. Αυτό περιορίζει τα περιθώρια για υψηλές δημόσιες επενδύσεις, αν δεν αντισταθμιστούν από ιδιωτική μόχλευση και καλύτερη στόχευση δαπανών.
Της Σίσσυς Σταυροπιερράκου – (Πηγή: Realnews)
Το υπουργείο Οικονομικών εστιάζει στη διεύρυνση των χρηματοδοτικών εργαλείων, με κεφάλαια από InvestEU, ΕΤΕη και το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων με εστίαση σε έργα με μόνιμο αποτύπωμα παραγωγικότητας. Από το προσχέδιο του κρατικού Προϋπολογισμού για το 2026 προκύπτει ότι το κορυφαίο στοίχημα της νέας χρονιάς θα είναι να φέρει η κυβέρνηση εις πέρας ένα τεράστιο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, ύψους 16,7 δισ. ευρώ, έναντι 14,6 δισ. ευρώ το 2025.
Η αύξηση αυτή, εφόσον επιβεβαιωθεί, θα αντιστοιχεί σε άλμα 14,4% σε έναν χρόνο. Θα είναι η μεγαλύτερη αύξηση σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση των «27», σε αντίθεση με τον χαμηλό μέσο όρο της ευρωζώνης που προβλέπε ται σε μόλις 2,2%. Σύμφωνα με το προσχέδιο, τις δημόσιες επενδύσεις το 2026 θα κινήσουν κονδύλια ύψους 7,2 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, 6,2 δισ. ευρώ για συγχρηματοδοτούμενα έργα και 3,3 δισ. ευρώ από τον κρατικό Προϋπολογισμό.
Η μετάβαση
Η ομαλή μετάβαση θα κριθεί από την έγκαιρη ολοκλήρωση οροσήμων έως τις 31/8/2026, την ενεργοποίηση εναλλακτικών πηγών κεφαλαίου και την ικανότητα μετατροπής των επενδύσεων του Ταμείου σε μόνιμη άνοδο παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, που αποτελεί μια μεγάλη πληγή για την ελληνική οικονομία. Οι επίσημες προβλέψεις ήδη προεξοφλούν χαμηλότερες ταχύτητες μετά το 2026, καθώς ολοκληρώνεται το πρόγραμμα. Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει 2,3% το 2025, 2% το 2026 και 2,1% το 2027 (υψηλότερα του μέσου όρου της ευρωζώνης, αλλά χωρίς την επιπλέον ώθηση του 2024-2026). Σε οριακή αναθεώρηση των εκτιμήσεών του για το 2025 και το 2026 προχώρησε το ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών προβλέποντας ανάπτυξη 2,1% από 2,2% για φέτος και 2,2% από 2,3% για το 2026, λόγω της αβεβαιότητας του διεθνούς περιβάλλοντος.
Η S&P προβλέπει μέση ανάπτυξη 2,2% το 2025-2026 με συμβολή των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης, που όμως ολοκληρώνονται σταδιακά. Μετά το 2026, αν δεν υπάρξει «γέφυρα» χρηματοδότησης, ο ρυθμός τείνει να μείνει θετικός αλλά πιο συγκρατημένος, Η Τράπεζα της Ελλάδος στην έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας βλέπει το Ταμείο ως κεντρικό μοχλό για να κρατηθεί ψηλά η επενδυτική δυναμική το 2025. 2026 και να στηριχθεί η τραπεζική πίστη προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, προ ειδοποιώντας πως η επίτευξη αυτών των οφελών προϋποθέτει γρήγορη και χευμένη απορρόφηση των πόρων, αλλιώς ο αναπτυξιακός αντίκτυπος υποχωρεί. Όπως αναφέρει, χρειάζεται εντατικοποίηση της απορρόφησης και εκταμίευσης των πόρων προς τον ιδιωτικό τομέα, ώστε να επιτευχθούν οι προβλεπόμενοι ρυθα μοί αύξησης των επενδύσεων την περίοδο 2025-2026. Η επιτάχυνση της απορρόφησης των πόρων εκτιμάται ότι θα συμβάλει στη μείωση του επενδυτικού κενού, στην ενίσχυση του ΑΕΠ και στη βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.
Τα προβλήματα
Η απορρόφηση του συνολικού προϋπολογισμού των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης, 17,7 δισ. ευρώ, είναι ένα μεγάλο στοίχημα, καθώς μέχρι στιγμής έχουν εισπραχθεί τα 11,4 δισ. ευρώ και αντιμετωπίζονται δυσκολίες στη σύναψη νέων δανειακών συμβάσεων, που είναι προαπαιτούμενο για να συνεχιστούν οι εκταμιεύσεις. Επιπλέον όσα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης δεν μπορέσουν να ολοκληρωθούν θα μεταφερθούν στο ΕΣΠΑ, κάποια άλλα θα ενταχθούν στα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία που ξεκινούν το 2026, όπως το ταμείο Απανθρακοποίησης και το Ταμείο Εκ συγχρονισμού, ενώ κάποια άλλα θα χρηματοδοτηθούν από το Εθνικό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, δηλαδή από εθνικούς πόρους,
Μέχρι τέλος Οκτωβρίου η χώρα μας θα καταθέσει νέα πρόταση αναθεώρησης του «Ελλάδα 2.0», καθώς θα πρέπει να γίνει μετακίνηση επενδύσεων λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις δυνατότητες των διαφορετικών χρηματοδοτικών εργαλείων.
Οι προκλήσεις
Η πρώτη και άμεση πρόκληση της «επόμενης ημέρας» αφορά τον κίνδυνο να υπάρξει μείωση επενδύσεων. Ύστερα από μια τριετία-τετραετία αυξημένων επενδύσεων, δημόσιων και ιδιωτικών, η απότομη απόσυρση ευρωπαϊκών πόρων θα μπορούσε να πιέσει τον σχηματισμό παγίου κεφαλαί ου, ιδίως σε κλάδους όπου οι επενδύσεις δεν είναι ακόμη αυτοτροφοδοτούμενες.
Η δεύτερη πρόκληση είναι διαρθρωτική και αφορά την παραγωγικότητα. Οι επεν δύσεις του Ταμείου σε ψηφιοποίηση, πράσινη μετάβαση, υποδομές και αναβάθμιση δεξιοτήτων πρέπει να γίνουν μόνιμος μοχλός αύξησης της ολικής παραγωγικότητας. Όπως υπογραμμίζουν ευρωπαϊκοί και διεθνείς θεσμοί, η συνέχιση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης είναι κρίσιμη για ενεργειακή ασφάλεια και διατηρήσιμη αύξηση της παραγωγικότητας.
Η βασική όμως πρόκληση είναι η χρηματοδοτική συνέχεια. Τα δάνεια του ταμείου λειτούργησαν ως καταλύτης για τραπεζικό δανεισμό και ιδιωτικά κεφάλαια, με μόχλευση μέσω εγγυοδοτικών εργαλείων, Το ζητούμενο είναι να διατηρηθεί αυτό το «μείγμα» και μετά το 2026 και σε αυτό το σημείο έχουν επικεντρωθεί τα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών,
