Quantcast
Νομοσχέδιο για τον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας: Ποιες παρατηρήσεις κάνει η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων - enikonomia.gr
share

Νομοσχέδιο για τον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας: Ποιες παρατηρήσεις κάνει η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων

δημοσιεύτηκε:

Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΝΔΕ) κάνει εκτενείς παρατηρήσεις επί του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης για τον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που είναι σε δημόσια διαβούλευση.

Αναλυτικότερα, η ΕΝΔΕ Επικεντρώνεται στις διατάξεις εκείνες, που, όπως ισχυρίζεται, επιβαρύνουν το δικαιοδοτικό έργο, οι οποίες είναι οι εξής:

«α) η ρύθμιση του 307 ΚΠολΔ για τη μείωση των προθεσμιών έκδοσης απόφασης και τη θέσπιση προληπτικής απολογίας προς τον Προϊστάμενο ενόψει ακόμα και μόνο του ενδεχομένου υπέρβασης της προθεσμίας, με παράλληλη ενημέρωση και των διαδίκων,

β) η ραγδαία αύξηση της καθ΄ ύλην αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου δικάζοντος κατ΄ έφεση από τις 30.000 ευρώ στις 80.000 ευρώ,

γ) η θέσπιση σταδίου προελέγχου του δικογράφου ακόμα και για την αοριστία,

δ) ο άμεσος προσδιορισμός δικασίμου με την κατάθεση του δικογράφου, χωρίς πρόνοια για μεταβατικό στάδιο και αποφυγή διπλών πινακίων και

ε) ο επαναπροσδιορισμός των ανακοπών».

Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει η ανακοίνωση της ΕΝΔΕ:

«Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων από την αρχή της εκδήλωσης των προθέσεων του Υπουργείου Δικαιοσύνης να προβεί σε αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, επιδίωξε να λάβει τη μεγαλύτερη δυνατή ενημέρωση για τους σχεδιασμούς του.

Πλην όμως παρά την αποδεδειγμένη πρόθεσή της Ένωσής μας να προσφέρει τη συλλογική της εμπειρία στην κατεύθυνση κατάρτισης ενός σχεδίου αποτελεσματικών αλλαγών, το παραχθέν αποτέλεσμα που παρουσίασε το υπουργείο στη διαβούλευση, ελάχιστα έλαβε υπόψη από τις προτάσεις μας και πολύ απέχει από τους στόχους της αποτελεσματικής και ρεαλιστικής νομοθέτησης.

Αντίθετα, εισάγονται μέσα στη διάρκεια του καλοκαιριού, δεκάδες ρυθμίσεις που συνδυαστικά εφαρμοζόμενες αναμένεται να προκαλέσουν έμφραγμα υπερχρέωσης στα δικαστήρια της χώρας, αντιμετωπίζουν τους δικαστές σαν μηχανές παραγωγής αποφάσεων και οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην μείωση της ποιότητας του παραγόμενου δικαιοδοτικού έργου».

Η ανακοίνωση

Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανακοίνωση:

«Άρθρο 18παρ.2 ΚΠολΔ (αρθ.4 ΣχΝ): Αρμοδιότητα Πολυμελούς Πρωτοδικείου εφέσεων

Με τη νέα διάταξη αλλάζει η πρόσφατα θεσμοθετημένη καθ΄ ύλην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων στον πρώτο και δεύτερο βαθμό. Ως προς το ζήτημα της συνολικής διαστρωμάτωσης της αστικής ύλης, η θέση της Ένωσης, που εκφράστηκε και ενόψει του νόμου ν.5134/2024, αλλά και στα πλαίσια της λειτουργίας της συσταθείσας επιτροπής επεξεργασίας των αλλαγών στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ήταν ότι ενόψει της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, είναι ευκαιρία να δημιουργηθεί στο ελληνικό δικονομικό σύστημα μία σαφής πυραμιδοειδής διαστρωμάτωση. Ως εκ τούτου ιδανικά οι υποθέσεις θα δικάζονταν σε πρώτο βαθμό αποκλειστικά από τα πρωτοδικεία, σε δεύτερο βαθμό αποκλειστικά από τα εφετεία και ο αναιρετικός έλεγχος από τον ‘Αρειο Πάγο. Στα πλαίσια της υλοποίησης της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, επισημάνθηκε έγκαιρα, ότι προκειμένου να λάβει χώρα αυτή ομαλά, θα πρέπει να συνοδευθεί από σημαντικό αριθμό αύξησης οργανικών θέσεων εφετών, καθώς πολύ σύντομα θα πρέπει οι περίπου 400 εφέτες να υποδεχθούν το σύνολο της δικαστικής «παραγωγής» του ενοποιημένου πρώτου βαθμού που πλησιάζει τους 2.000 δικαστές πρώτου βαθμού. Ήδη το υπάρχον όριο των 30.000 ευρώ το είχαμε σχολιάσει ενόψει της ψήφισης του ν. 5134/2024, ως έναν μεταβατικό λογικό προσωρινό συμβιβασμό, στην κατεύθυνση της τελικής του απάλειψης. Η τωρινή πρόταση όμως κινείται σε εντελώς εσφαλμένη κατεύθυνση, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο την ύλη του Πρωτοδικείου αφού αυξάνει το όριο της αρμοδιότητάς του από τις 30.000 ευρώ στις 80.000 ευρώ και σε συνδυασμό με την σχεδιαζόμενη μείωση της προθεσμίας άσκησης έφεσης από τα δύο έτη στο ένα, αναμένεται να αποτελέσει πηγή υπερχρέωσης και καθυστερήσεων.

Η επιλογή αυτή, παρά την προσωρινή ελάφρυνση που προκαλεί στο εφετείο, σε βάρος του πολυμελούς πρωτοδικείου,

α) ανατρέπει την κανονικότητα που είναι το κατ΄ έφεση δικαστήριο να συντίθεται από ιεραρχικά ανώτερους δικαστές σε σχέση με το πρωτοβάθμιο, αξιοποιώντας την εμπειρία τους,

β) θα προκαλέσει σημαντικά λειτουργικά προβλήματα στις συνθέσεις των νέων πολυμελών πρωτοδικείων, ιδίως των επαρχιακών, αφού οι πολυμελείς συνθέσεις του ίδιου δικαστηρίου, θα καλούνται να δικάζουν τις πρωτόδικες αποφάσεις των ομόβαθμων πια συναδέλφων τους,

γ) ενόψει του γεγονότος ότι το ύψος του ορίου απαιτήσεων (80.000 ευρώ) αφορά πολύ μεγάλο ποσοστό της δικαστικής ύλης, το οποίο αφαιρείται από τα εφετεία, καθιστά τα τελευταία ένα σχηματισμό προσανατολισμένο κυρίως στην εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων, εξέλιξη προβληματική δοθέντος ότι το εφετείο αποτελεί εκείνο το τμήμα του Σώματος που θα αποτελέσει τη δεξαμενή των δικαστών που θα στελεχώσουν τον ‘Αρειο Πάγο και

δ) περιορίζεται δραστικά το εύρος των λόγων αναίρεσης, λόγω των περιορισμών του άρθρου 560 ΚΠολΔ, σε ένα τεράστιο εύρος υποθέσεων, καθώς οι απαιτήσεις ύψους 80.000 ευρώ, κάθε άλλο παρά μικρές και επουσιώδεις θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν λαμβάνοντας υπόψιν και τις παρούσες οικονομικές συνθήκες.

Μέχρι τη θέσπιση των αναγκαίων τουλάχιστον 200 νέων οργανικών θέσεων εφετών, θα πρέπει η ύλη του Εφετείου να παραμείνει ανάλογη με τον αριθμό των υπηρετούντων σε αυτά δικαστών. Επομένως φρονούμε ότι η αρμοδιότητα ως προς τις εφέσεις κατά αποφάσεων Μονομελούς Πρωτοδικείου θα πρέπει να παραμείνει στα σημερινά επίπεδα, ήτοι όταν η αξία της διαφοράς δεν υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ, ή όταν το μίσθωμα της μισθωτικής διαφοράς δεν υπερβαίνει τα 800 ευρώ ή στις ειδικές περιπτώσεις των άρθρων 14 ως 24 του άρθρου 16.

Άρθρο 144 ΚΠολΔ (αρθ. 22 ΣχΝ): Δεσμευτικότητα προθεσμιών για το δικαστήριο.

Στο άρθρο 144 προστίθεται παρ. 4 ως εξής: «4. Οι προθεσμίες που αναφέρονται στον παρόντα Κώδικα, αν δεν ορίζεται άλλως, είναι αποκλειστικές και δεσμευτικές τόσο για τους διαδίκους όσο και για το δικαστήριο».

Με την ως άνω προσθήκη διάταξης επιχειρείται η δια νόμου παραβίαση του αυτοδιοίκητου των πολιτικών δικαστηρίων. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη διάταξη αυτή, οι προθεσμίες που θέτει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, θα πρέπει να αποκτούν ένα βαθμό υπέρτερης ισχύος, ώστε να ακυρώνονται δι΄ αυτών τα όσα ορίζονται στους κανονισμούς ως προς την οργάνωση της λειτουργίας του δικαστικού σχηματισμού και τον χρόνο προσδιορισμού της εκδίκασης των υποθέσεων, χωρίς να δύναται να ληφθούν οι υπόψιν οι λοιπές συνθήκες υπηρεσιακής οργάνωσης και στελέχωσης των δικαστικών σχηματισμών ή φαινόμενα υπερχρέωσης. Πλην όμως η αρμοδιότητα των δικαστηρίων να συντάσσουν Κανονισμούς έχει θεμέλιο την απορρέουσα από τις διατάξεις του Δευτέρου Κεφαλαίου του Συντάγματος «Οργάνωση και δικαιοδοσία των δικαστηρίων» (άρθρα 93-100), συνταγματική αρχή της ορθολογικής οργάνωσης και λειτουργίας των δικαστηρίων, σε συνδυασμό με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, με το οποίο θεσπίζεται το δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 19παρ.1 ν.4938/2022 «Με την επιφύλαξη του άρθρου 27, κάθε δικαστήριο ή εισαγγελία καταρτίζει κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, ο οποίος συμπληρώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, όταν επιβάλλεται από υπηρεσιακές ανάγκες», ενώ στην παράγραφο 5 προβλέπεται ότι

α) Ο κανονισμός ορίζει ιδίως:

αα) τα τμήματα των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, τον τρόπο συγκρότησής τους, το χρονικό διάστημα παραμονής των δικαστικών λειτουργών σε κάθε τμήμα και την κατανομή των υποθέσεων σε αυτά,

αβ) τον αριθμό των δικασίμων και των υποθέσεων ανά δικάσιμο, αγ) ζητήματα που αφορούν στη χρέωση των υποθέσεων ανά δικαστικό λειτουργό από τον πρόεδρο του οικείου τμήματος και

αδ) οποιοδήποτε ζήτημα ανάγεται στην εσωτερική οργάνωση των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών και στην εύρυθμη διεξαγωγή των εργασιών τους. Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι κανονισμοί αυτοί καταρτίζονται από την ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου, ενώπιον της οποίας έχουν δικαίωμα υποβολής προτάσεων η οικεία ένωση δικαστικών λειτουργών, ο γραμματέας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, ο δικηγορικός σύλλογος της έδρας του δικαστηρίου και η οικεία συνδικαλιστική οργάνωση των δικαστικών υπαλλήλων, και τελικά υποβάλλονται για έγκριση στην ολομέλεια του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου. Η τελευταία ως εκ της θέσεώς της στην κορυφή της οικείας δικαιοδοσίας, είναι η μόνη αρμόδια, λαμβάνοντας υπόψη τις προτάσεις κάθε δικαστηρίου, να αποφασίσει τελικά για το περιεχόμενο των κανονισμών με κριτήρια την αποτελεσματική παροχή δικαστικής προστασίας και τη συνεκτικότητα των ρυθμίσεων στα επιμέρους δικαστήρια (βλ. ΟλΣτΕ 2/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟS).

Ακολούθως, η προτεινόμενη διάταξη είναι αντίθετη με τον πυρήνα του συνταγματικώς κατοχυρωμένου αυτοδιοίκητου χαρακτήρα της οργάνωσης των δικαστηρίων, στο βαθμό που περιορίζει -στα στενότερα όρια που διαγράφουν οι θεσπιζόμενες προθεσμίες του ΚΠολΔ – τη δυνατότητα εύρυθμης διαμόρφωσης της δικαστικής οργάνωσης, όπως αυτή διαγράφεται στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων. Πρόκειται για διάταξη που παραβιάζει ευθέως τις διατάξεις του Συντάγματος και ιδίως του άρθρου 93παρ.1 και επόμενα και πρέπει να απαλειφθεί.

Άρθρο 215 ΚΠολΔ (αρθ. 24 ΣχΝ) για τον προσδιορισμό συζήτησης υποθέσεων

Προτεινόμενη ρύθμιση: «….Με την κατάθεση της αγωγής ορίζεται δικάσιμος, η οποία προσδιορίζεται μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από την κατάθεση και πάντως όχι πάνω από τον έβδομο μήνα μετά από αυτήν, και όταν η αγωγή θα πρέπει να επιδοθεί στο εξωτερικό, στην πρώτη δικάσιμο μετά την πάροδο εννέα (9) μηνών από την κατάθεση και πάντως όχι πάνω από τον δέκατο μήνα μετά απ’ αυτήν».

Η προτεινόμενη τροποποίηση είναι άλλη μία παρέμβαση στην οργάνωση των δικαστικών σχηματισμών, που θίγει ευθέως το αυτοδιοίκητο και την ισχύ των Κανονισμών εσωτερικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ως άνωθι εκτέθηκε ενόψει και της αλλαγής στο άρθρο 144 ΚΠολΔ, ενώ βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τις διατάξεις του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων που καθιερώνουν την ύπαρξη ανώτατης κατά κεφαλήν χρέωσης του δικαστικού λειτουργού (άρθρο 19παρ.5β ΚΟΔΔΚΛ). Σύμφωνα με την προτεινόμενη διάταξη, κατά την κατάθεση, προσδιορίζεται απευθείας και ο χρόνος συζήτησης της υπόθεσης, η οποία θα λαμβάνει χώρα σε διάστημα από 6 έως 7 μήνες από την κατάθεση (ή από 9 έως 10 αν αφορά επίδοση στο εξωτερικό).

Η ρύθμιση σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 144 ΚΠολΔ, επιχειρεί να διαμορφώσει ένα ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο εκδίκασης όλων των υποθέσεων, ανεξάρτητα από τη διαδικασία με την οποία εκδικάζονται και τις ανάγκες του δικαστηρίου. Ιδίως στο Πρωτοδικείο Αθηνών, όπου το περίσσευμα χρέωσης, έχει καταστήσει αδύνατο μέχρι σήμερα τον προσδιορισμό περίπου δύο ετών υποθέσεων τακτικής διαδικασίας, η ανελαστική λογική που διέπει τη ρύθμιση, οδηγεί με μαθηματικά βέβαιο τρόπο σε αριθμητικό τριπλασιασμό των πινακίων, καθώς στην απευκταία περίπτωση που η εφαρμογή της διάταξης εκκινήσει από 16 Σεπτεμβρίου 2025, αναμένεται η άμεση δημιουργία παράλληλων πινακίων με ορίζοντα τουλάχιστον διετίας.

Επιπλέον, η ίδια η μορφή της διάταξης, αναμένεται να οδηγήσει και σε τεχνικά προβλήματα. Με την υπάρχουσα διαδικασία προσδιορισμού των υποθέσεων στην τακτική διαδικασία, που δε λαμβάνει χώρα κατά την κατάθεση, αλλά μετά το κλείσιμο των φακέλων στον εύλογο χρόνο που επιτρέπουν οι συνθήκες χρέωσης και οι Κανονισμοί εσωτερικής λειτουργίας, ο προϊστάμενος ή ο διευθύνων του Δικαστηρίου έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει πινάκια απαλλαγμένα από υποθέσεις των οποίων η συζήτηση δεν αναμένεται να λάβει χώρα, λόγω μη κατάθεση προτάσεων. Αντίθετα, με την προτεινόμενη ρύθμιση, ο προσδιορισμός κατά την κατάθεση, θα οδηγήσει στην επιβάρυνση των πινακίων και του χρόνου απονομής Δικαιοσύνης, με υποθέσεις οι οποίες εν τέλει δε θα εκδικασθούν για λόγους που αφορούν τους διαδίκους. Όμως αυτό δε θα μπορεί να διαπιστωθεί παρά μόνο όταν πλέον θα είναι αργά, προκαλώντας την ίδια κατάσταση την οποία το ΣχΝ επιδιώκει να αντιμετωπίσει στα πλαίσια του επαναπροσδιορισμού των ανακοπών.

Προτείνεται: η διατήρηση της διάταξης με την παρούσα μορφή.

Άλλως: α) η αύξηση της ανώτατης προθεσμίας προσδιορισμού των υποθέσεων από τους 7 στους 12 μήνες με ανάλογη αύξηση και της περίπτωσης επίδοσης στο εξωτερικό, β) η μετακίνηση του χρόνου έναρξης ισχύος της διάταξης την 16η Σεπτεμβρίου 2026, ώστε να έχει ολοκληρωθεί σταδιακά η εκδίκαση των εκκρεμών υποθέσεων με το τρέχον σύστημα, γ) ειδικά ως προς την τακτική διαδικασία, η μετάθεση του χρόνου προσδιορισμού της ημερομηνίας συζήτησης της υπόθεσης, σε χρόνο μετά το κλείσιμο των φακέλων.

Άρθρο 216 (αρθ. 25 ΣχΝ): Αλλαγή της έννοιας της αοριστίας

Με την προτεινόμενη αλλαγή, διαγράφεται ο προσδιορισμός «σαφής» από την απαίτηση ως προς την έκθεση των γεγονότων της αγωγής και επιπλέον διαγράφεται ο προσδιορισμός «ακριβής» ως προς την περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Η απάλειψη των συγκεκριμένων προσδιορισμών, γίνεται στην κατεύθυνση του περιορισμού της κατάφασης της αοριστίας, στοχεύοντας στην ανατροπή πάγιας νομολογίας αναφορικά με τα αναγκαία κριτήρια για να θεωρείται ορισμένη μία αγωγή. Πλην όμως, εν προκειμένω, την ίδια στιγμή που το σχέδιο νόμου προτείνει να ενταχθεί ο έλεγχος της αοριστίας στον ταχύτατο προέλεγχο της αγωγής, ταυτόχρονα οδηγεί σε νέες νομολογιακές προσεγγίσεις, που θα καταστήσουν τον έλεγχο της αοριστίας ακόμα πιο δυσχερές πεδίο της δικαιοδοτικής κρίσης.

Άρθρο 227 ΚΠολΔ (άρθρο 27 ΣχΝ): Προθεσμίες για άρση πραγματικής αοριστίας και συμπλήρωση αγωγής

Προτεινόμενη ρύθμιση: 1. Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις που μπορούν να αναπληρωθούν, ο πρόεδρος οποιουδήποτε πολυμελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής ή ο δικαστής μονομελούς δικαστηρίου μπορεί, με πρόταση του εναγομένου, τουλάχιστον είκοσι (20) ημέρες πριν από τη δικάσιμο ή αυτεπάγγελτα, εφόσον διαπιστώσει πραγματική αοριστία της αγωγής, να εκδώσει διάταξη τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από τη δικάσιμο, διατάσσοντας τη συμπλήρωση του ένδικου βοηθήματος. Πέντε (5) ημέρες πριν από τη δικάσιμο δύναται ο ενάγων να συμπληρώσει την αγωγή του και ο εναγόμενος αντιλέγει κατά τη συζήτηση. Αν απορριφθεί η αγωγή για πραγματική αοριστία, χωρίς να έχει εκδοθεί διάταξη, τότε αυτό αποτελεί λόγο έφεσης.

Η προτεινόμενη ρύθμιση, εντάσσει για πρώτη φορά, στη ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 227 ΚΠολΔ που αφορούσε τυπικές ελλείψεις (π.χ. εκθέσεις επίδοσης, γραμμάτια προείσπραξης, υπό προϋποθέσεις το δικαστικό ένσημο) τη διάγνωση και τη συμπλήρωση της ποσοτικής αοριστίας. Πλην όμως η διερεύνηση της αοριστίας μιας αγωγής, τόσο από άποψη δυσχέρειας, όσο και από άποψη παρεμβατισμού του Δικαστηρίου, δεν έχει καμία σχέση με τη συμπλήρωση τυπικών ελλείψεων. Πρόκειται για πεδίο της νομικής επεξεργασίας ενός δικογράφου, με σημαντικές προεκτάσεις, για το οποίο ο δικαστικός λειτουργός αφιερώνει σημαντικό χρόνο, ενώ τόσο η απόρριψη σχετικού ισχυρισμού, όσο και η αυτεπάγγελτη διάγνωσή της αοριστίας, δεν είναι δυνατόν να γίνονται χωρίς αιτιολογία, καθώς η δυνατότητα αυτή προσκρούει ευθέως στο άρθρο 93παρ.3 του Συντάγματος.

Περαιτέρω, στη διάταξη η διαδικασία περιγράφεται αφενός ως δυνητική (μπορεί…να εκδώσει διάταξη), πλην όμως ο δυνητικός της χαρακτήρας αίρεται από την συνέπεια του τελευταίου εδαφίου, κατά το οποίο «Αν απορριφθεί η αγωγή για πραγματική αοριστία, χωρίς να έχει εκδοθεί διάταξη, τότε αυτό αποτελεί λόγο έφεσης». Ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο της μη αξιοποίησης της δυνατότητας συμπλήρωσης της αοριστίας μέσω διάταξης, εκθέτει την απόφαση στη συνέπεια της δημιουργίας αυτοτελούς λόγου εφέσεως, επομένως κάθε άλλο παρά δυνητικό καθίσταται. Αντίθετα, σε περίπτωση που μετά από διάταξη για συμπλήρωση της αγωγής, εν τέλει απορριφθεί η απόφαση για αοριστία, τέτοιος λόγος έφεσης δε θεμελιώνεται.

Σημαντικό προβληματισμό προκαλεί και η σχέση της «διάταξης» συμπλήρωσης που προβλέπεται στο άρθρο 227 ΚΠολΔ με τη «διάταξη» που περιγράφεται στο άρθρο 237 ΚΠολΔ, η οποία αφορά αποκλειστικά την τακτική διαδικασία και μπορεί να οδηγήσει και σε απόρριψη της αγωγής, ενώ τέτοια περίπτωση δεν περιλαμβάνεται στην εμβέλεια του 227 ΚΠολΔ. Έτσι, δεν διαγράφονται σαφώς τα όρια της μίας από την άλλη διαδικασία, δεν αποσαφηνίζεται αν η διαδικασία του 227 ΚΠολΔ λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς αυτή του 237 ΚΠολΔ ή αν αφορά τις διαδικασίες που δεν καταλαμβάνονται από το 237 ΚΠολΔ ή αν αποτελεί διάταξη «ομπρέλα».

Τέλος, ορίζεται ο απώτατος χρόνος συμπλήρωσης της αοριστίας και το δικαίωμα του εναγομένου να αντιλέξει στη συμπλήρωση κατά τη συζήτηση. Θεωρούμε ότι η όλη λογική που διέπει τη ρύθμιση, προσκρούει στην αρχή της «διαθέσεως» των διαδίκων στην πολιτική δίκη και μεταβάλει τον αυτονόητο καθοδηγητικό ρόλο του δικαστικού λειτουργού, σε επίκουρο των μη επιμελών δικηγόρων.

Άρθρο 237 ΚΠολΔ (άρθρο 28 ΣχΝ):

Με την σχοινοτενή προτεινόμενη διάταξη του 237 ΚΠολΔ, επιχειρούνται νέες αλλαγές στην τακτική διαδικασία, για πολλοστή φορά, μετά την αρχική της θέσπιση. Ως αρχική τοποθέτηση, αξίζει να σημειωθεί ότι οι διαρκείς αλλαγές των προθεσμιών και του τρόπου υπολογισμού τους, αποτελεί άλλη μια αιτία τόσο καθυστέρησης στην απονομή Δικαιοσύνης, όσο και υπονόμευσης της ποιότητας, καθώς όλοι οι παράγοντες της Δικαιοσύνης, αναγκάζονται να προσαρμόζονται σε αυτές τις νέες αλλαγές, που χωρίς κανένα όφελος, καθιστούν ευχερέστερο το περιθώριο του λάθους, ιδίως για τους δικηγόρους, με κίνδυνο απώλειας δικαιωμάτων για τους διαδίκους. Πάντως τα περιγραφόμενα στο άρθρο 237 ΚΠολΔ, δημιουργούν αντιφάσεις και με άλλες διατάξεις, όπως την προαναφερθείσα του 227 ΚΠολΔ. Ειδικότερα:

Οι προτάσεις των διαδίκων, η έκθεση επίδοσης, τα αποδεικτικά και διαδικαστικά τους έγγραφα και τα πληρεξούσια κατατίθενται 90 ημέρες (ή 120 αν στην αλλοδαπή) από τη λήξη της 20ημερης προθεσμίας επίδοσης της αγωγής. Ήτοι, 110 ημέρες ή 140 αντίστοιχα από την κατάθεση της αγωγής. Με την προσθήκη που κατατίθεται εντός 15 ημερών (ήδη 125 ή 155 από την κατάθεση), προσκομίζεται και το δικαστικό ένσημο. Στις επόμενες 10 ημέρες (ήδη 135 ή 165 από την κατάθεση) ορίζεται ο δικαστής ή η σύνθεση και ο εισηγητής σε πολυμελές. Από το σημείο αυτό εκκινά προθεσμία 30 ημερών (ήδη 165 ή 195 αντίστοιχα) εντός της οποίας ο δικαστής εκδίδει διάταξη χωρίς αιτιολογία με την οποία

α) απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη,

β) απορρίπτει αγωγή ως μη ασκηθείσα, γ) διατάσσει απόδειξη με μάρτυρες ή διαδίκους ή αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη,

δ) διατάσσει ένωση, χωρισμό ή διαδοχική εξέταση δικογράφων ή αναστολή κατ΄ άρθρα 249 και 250, ε) επισημαίνει στον ενάγοντα αοριστία και ο ενάγων «δύναται να τη συμπληρώσει» έως 10 ημέρες πριν τη συζήτηση (η οποία κατά το άρθρο 215 ορίζεται ότι λαμβάνει χώρα μεταξύ 6 και 7 μηνών, δηλαδή 180 και 210 ημερών από την κατάθεση), με προσθήκη επί των προτάσεων. Αντίκρουση για κάθε συμπλήρωση μετά τη διάταξη γίνεται με παραπομπή στον κανόνα του 269 ΚΠολΔ.

Παρατηρείται ότι θεσπίζεται διαφορετικός χρόνος κατάθεσης των εγγράφων που κατά τη νομολογία θεωρούνται τυπικές ελλείψεις, όπως π.χ. η έκθεση επίδοσης και άλλων διαδικαστικών εγγράφων, σε σχέση με την πρόβλεψη του 227 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, υφίσταται τεράστια ασάφεια, ως προς τη διαχείριση της αοριστίας. Όπως προαναφέρθηκε, η αοριστία δεν είναι δυνατό να συμπεριλαμβάνεται στον προέλεγχο, καθώς δεν αποτελεί συμπλήρωση τυπικών ελλείψεων. Η απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης, χωρίς αιτιολογία για όλους τους περιγραφόμενους λόγους, προσκρούει στο άρθρο 93παρ.3 του Συντάγματος. Για το λόγο αυτό ο προέλεγχος είναι εφικτός μόνο για τυπικές ελλείψεις (εκθέσεις επίδοσης, δικαστικό ένσημο, πιστοποιητικά μεταγραφής, πληρεξούσια ή ισότιμης αξίας διαδικαστικά έγγραφα) και πρέπει να έχει ως μοναδική συνέπεια την υποχρέωση συμπλήρωσης και μόνο σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, να οδηγεί σε απόρριψη με αιτιολογημένη απόφαση και όχι με διάταξη.

Στην παράγραφο 4 ορίζεται ότι με τη διάταξη η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η ρύθμιση πάσχει και νομοτεχνικά και χαρακτηρίζεται από προχειρότητα, καθώς ούτως η άλλως περιγράφονται περιπτώσεις διατάξεων που δε σχετίζονται με δυνατότητα απόρριψης, όπως οι διατάξεις απόδειξης (μάρτυρες, διαδίκους, αυτοψία κλπ) ή ένωσης δικών ή αναστολής δίκης. Προτείνεται να περιορισθεί η εμβέλεια της παραγράφου 4 στις περιπτώσεις που αφορούν την απόρριψη λόγω ύπαρξης λόγου απαραδέκτου του άρθρου 237παρ.3 περ.α΄ του ΣχΝ.

Στην παράγραφο 5 ορίζεται η διαδικασία διενέργειας αυτοψίας και πραγματογνωμοσύνης. Η ρύθμιση παρουσιάζεται ως μη λαμβάνουσα υπόψιν τις πραγματικές συνθήκες όσον αφορά τη λειτουργία του αποδεικτικού μέσου ιδίως της πραγματογνωμοσύνης, οι οποίες έχουν οδηγήσει στη διαμόρφωση μίας προβληματικής κατάστασης ήδη υπό το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, κατά το οποίο η μη εκτελεσθείσα διάταξη για πραγματογνωμοσύνη, γινόταν αντιληπτή ως εκκρεμής χρέωση των δικαστικών λειτουργών. Είναι εντελώς άτοπο το βάρος και αυτής της καθυστέρησης, για την οποία ο δικαστικός λειτουργός δεν έχει καμία ευθύνη και καμία δυνατότητα ελέγχου, να επηρεάζει τον ίδιο. Είναι τεράστιος ο αριθμός των περιπτώσεων κατά τις οποίες λαμβάνει χώρα είτε αποποίηση πραγματογνώμονα, είτε τεράστια καθυστέρηση στην διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Ταυτόχρονα, η λύση που παρουσιάζεται ως διέξοδος στην προτεινόμενη διάταξη, ήτοι η ανάκληση της διάταξη για πραγματογνωμοσύνη, θίγει ευθέως την ουσιαστική απονομή Δικαιοσύνης, αφού υφίσταται μεγάλο αριθμός υποθέσεων στις οποίες οι γνώσεις της επιστήμης ή της τέχνης (π.χ. ιατρική αμέλεια, σύνθετες συμβάσεις έργου, ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη) οι οποίες είναι αναγκαίες για τη δικαστική διάγνωση εκφεύγουν πολύ από το γνωστικό πεδίο των δικαστών, η δε αξιοποίηση του αντικειμενικού βάρους απόδειξης απομακρύνει την απόφαση από την αλήθεια. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές το ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο αναμένεται να προκαλεί πίεση στο δικαστικό λειτουργό ως προς την απόφαση περί της αναγκαιότητας διενέργειας πραγματογνωμοσύνης. Σημειώνεται, ότι κατά το υπάρχον σύστημα, η πραγματογνωμοσύνη διεξάγεται και ο πραγματογνώμονας αμείβεται από τον επιμελέστερο των διαδίκων.

Προτείνεται: Η προθεσμία έκδοσης της απόφασης να εκκινά από το χρόνο παράδοσης του πλήρους φακέλου, που περιλαμβάνει και τη διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη.

Άρθρο 307 ΚΠολΔ (αρθ.32 ΣχΝ): Προθεσμίες έκδοσης οριστικής απόφασης

Με την προτεινόμενη ρύθμιση, που είναι με διαφορά, η πιο αποκομμένη από την πραγματικότητα και η πιο προσανατολισμένη στην οριζόντια εντατικοποίηση του δικαστικού έργου, επιχειρείται η μείωση του χρόνου έκδοσης δικαστικών αποφάσεων, όταν αφορά υποθέσεις τακτικής και ειδικής διαδικασίας και εκούσιας δικαιοδοσίας στους 6 και 4 μήνες αντίστοιχα. Οι προτεινόμενες προθεσμίες, που αποτελούν σημαντική απόκκλιση από τον κανόνα του εύλογου χρόνου έκδοσης απόφασης στους οκτώ μήνες κατά τον ΚΟΔΚΔΛ, δε λαμβάνουν υπόψιν τόσο το μεγάλο αριθμό των χρεώσεων των δικαστικών λειτουργών, τα πολλαπλά καθήκοντά τους, λαμβανομένου υπόψιν του ότι πλην της ειδικής περίπτωσης του Πρωτοδικείου Αθηνών, όπου λειτουργεί αυτοτελές ποινικό τμήμα, οι λοιποί δικαστές ταυτόχρονα με τις πολιτικές υποθέσεις, προετοιμάζονται, δικάζουν και εν τέλει παραδίδουν καθαρογραμμένες και πλήθος ποινικών αποφάσεων ετησίως, χρέωση ιδιαίτερα σημαντική που όμως παρουσιάζεται ως αμελητέα.

Ταυτόχρονα, ο νομοθέτης επιχειρεί να θεσπίσει ένα θεσμό προκαταβολικής απολογίας του δικαστή, ενόψει του ενδεχομένου υπέρβασης του καθορισμένου χρόνου έκδοσης των αποφάσεων. Για το λόγο αυτό σχεδιάζεται ότι θα υποχρεούται ο δικαστής να ενημερώνει τον διευθύνοντα το δικαστήριο περίπου ένα μήνα πριν την υπέρβαση του ορίου, ότι ενδέχεται να οδηγηθεί σε υπέρβαση του χρόνου και αυτή του η δήλωση θα διαβιβάζεται στην Επιθεώρηση του ΑΠ. Μετά τη διαδικασία αυτή, το δικαστήριο θα πρέπει να ενημερώνει τους διαδίκους για την ενδεχόμενη καθυστέρηση.

Με το σχεδιασμό αυτό, εισάγεται μια χαοτική γραφειοκρατία, κατά την οποία ο δικαστής θα πρέπει να αφιερώνει κάθε μήνα χρόνο και κόπο για να καταγράφει εκείνες τις δικογραφίες για τις οποίες το επόμενο μήνα θα συμπληρώνεται η προθεσμία του ή στην περίπτωση των ασφαλιστικών, οι 20 ημέρες από τη συζήτηση της υπόθεσης. Η ενημέρωση της διοίκησης του δικαστηρίου αλλά και της επιθεώρησης όχι για την καθυστέρηση, αλλά μόνο για το ενδεχόμενο αυτής, είναι μια πρωτοφανής σύλληψη, η οποία εκτός του ότι καθιστά υπόλογους ακόμα και εκείνους που συστηματικά κατορθώνουν να τηρούν τις προθεσμίες, επιβαρύνει πολύ το δικαστικό έργο χωρίς να προσφέρει τίποτα και άγει σε ένα μοντέλο φοβισμένου και διαρκώς ελεγχόμενου δικαστή, ο οποίος θα πρέπει στη δικανική του κρίση να συνυπολογίζει ότι το κόστος της σε βάθος διερεύνησης μίας υπόθεσης, μπορεί να είναι ο πειθαρχικός έλεγχος ή και η απόλυσή του. Το δε ενδεχόμενο, το δικαστήριο να ενημερώνει και τους διαδίκους, για τους λόγους καθυστέρησης της υπόθεσης, που μπορεί να είναι προσωπικοί, οικογενειακοί ή υγείας, σίγουρα πάντως απόρρητοι και προστατευόμενοι από τη νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα, δεν αποτελεί ένδειξη λογοδοσίας έναντι των πολιτών, όπως εσφαλμένα διατείνεται το υπουργείο Δικαιοσύνης, αλλά σαφή παραβίαση της προσωπικής τους ζωής και των προσωπικών τους δεδομένων.

Η διάταξη του άρθρου 307 ΚΠολΔ, αποτελεί στο σύνολό της κόκκινη γραμμή για την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και πρέπει να απαλειφθεί στο σύνολό της. Ο χρόνος δημοσίευσης των πολιτικών αποφάσεων να παραμείνει ως ορίζεται στο σημερινό άρθρο 307 ΚΠολΔ.

Άρθρο 466 (άρθρο 39 ΣχΝ): Αξία αντικειμένου μικροδιαφορών

Με την προτεινόμενη διάταξη αυξάνεται το όριο της αξίας των μικροδιαφορών από τις 5.000 ευρώ στις 8.000 ευρώ. Θεωρούμε ότι η διάταξη ελέγχεται ως προς την σκοπιμότητα της αύξησης του ορίου.

Η αξιολόγηση ότι υποθέσεις με αξία αντικειμένου 8.000 ευρώ μπορούν να ενταχθούν στην κατηγορία των διαφορών μικρής αξίας, σχετίζεται με μια ακμάζουσα οικονομία στην οποία η αγοραστική δύναμη αυξάνεται. Πλην όμως λαμβάνοντας υπόψιν τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη διαμόρφωση των μέσων αποδοχών των εργαζομένων στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, δεν φαίνεται να συνάδει με την έννοια της μικροδιαφοράς ένα ποσό το οποίο αποτελεί το σύνολο των ετήσιων αποδοχών, των πολιτών που λαμβάνουν τον κατώτατο μισθό. ‘Αλλωστε, αποτελεί αντίφαση μια οικονομία να επικαλείται έλλειψη δημοσιονομικού χώρου για την επιστροφή των δώρων εορτών στους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους και ταυτόχρονα να αναγορεύει σε μικρή αξία το ποσό των 8.000 ευρώ. Ως εκ τούτου θεωρούμε ότι θα πρέπει το όριο να παραμείνει στις. 5.000 ευρώ.

Τροποποίηση άρθρου 495 ΚΠολΔ (άρθρο 43 ΣχΝ): Αρμόδια γραμματεία δικαστηρίου άσκησης ενδίκων μέσων

Προβληματική η πρόβλεψη κατάθεσης του ενδίκου μέσου στο δικαστήριο στο οποίο αυτό απευθύνεται. Δεν θα υπάρχει ασφάλεια δικαίου για την τελεσιδικία της απόφασης, αφού δεν είναι δυνατό ο διάδικος να μπορεί να διαπιστώσει αν κατατέθηκε έφεση σε οποιοδήποτε εφετείο της χώρας, ενόψει και της εφαρμογής των διατάξεων περί αναρμοδιότητας και παραπομπής.

Προτείνεται: Προκειμένου να θεραπευθεί το άτοπο, να προστεθεί στην παράγραφο 2Α ότι η επίδοση του ενδίκου μέσου με την ορισθείσα δικάσιμο, πρέπει να λαμβάνει χώρα υποχρεωτικά εντός της σύντομης προθεσμίας της διάταξης αυτής, όχι μόνο για το παραδεκτό συζήτησης του ενδίκου μέσου, αλλά για το παραδεκτό της άσκησης του ενδίκου μέσου.

Άρθρο 518 ΚΠολΔ (άρθρο 44 ΣχΝ): Καταχρηστική προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων

Με τη διάταξη αυτή μειώνεται η καταχρηστική προθεσμία άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης από τα δύο έτη, στο ένα έτος. Θεωρούμε ότι η μείωση είναι ιδιαίτερα δραστική και αναμένεται σε συνδυασμό με την αύξηση της καθ΄ ύλην αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου εφέσεων να οδηγήσει σε ραγδαία άσκηση εφέσεων, προκαλώντας εμπροσθοβαρώς εκθετική αύξηση της ύλης των εφέσεων, την ίδια στιγμή, που θα αυξάνεται για όλους τους άλλους λόγους (διπλά πινάκια τακτικής διαδικασίας, αναπροσδιορισμός ανακοπών, αύξηση αρμοδιότητα Πολυμελούς) προκαλώντας τεράστια υπερχρέωση.

Προτείνουμε: Να μειωθεί στους 18 μήνες η καταχρηστική προθεσμία έφεσης.

Άρθρα 625-630 και 638 ΚΠολΔ (63-68 και 73 ΣχΝ)

Με τις προτεινόμενες διατάξεις, οι διαταγές πληρωμής και οι διαταγές απόδοσης χρήσης μισθίου θα εκδίδονται στο εξής αποκλειστικά από δικηγόρους, χωρίς τη μεσολάβηση δικαστικής κρίσης.

Θεωρούμε ότι η πρόβλεψη ελέγχεται ως προς τη συνταγματικότητά της και τη συμβατότητα με την ΕΣΔΑ. Η διαταγή πληρωμής, παρόλο που δεν είναι δικαστική απόφαση, αποτελεί τίτλο εκτελεστό από το οποίο μπορεί να παραχθεί δεδικασμένο (633παρ.2 ΚΠολΔ) και η έκδοσή της προϋποθέτει δικαιοδοτική κρίση σε σειρά ζητημάτων, που σχετίζονται τόσο με την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που τη στηρίζουν, όσο και την δικονομική τους ωριμότητα. Η αξιολόγηση αυτή, που έχει χαρακτηριστικά δικαιοδοτικής κρίσης ανάλογης με της δικαστικής απόφασης, προϋποθέτει τουλάχιστον τον τελικό έλεγχο από όργανο, που έχει εχέγγυα προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας κατά το Σύνταγμα (άρθρο 87παρ.1), στα οποία όμως δεν εμπίπτουν οι δικηγόροι. Περαιτέρω, διαγιγνώσκεται ασυμβατότητα τόσο με το άρθρο 20παρ.1 του Συντάγματος όσο και με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ως προς το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστική προστασία, καθώς ο καθ’ ού η διαταγή πληρωμής θα καθίσταται υπόχρεος μέσω πράξης ιδιώτη, χωρίς δικαίωμα ακρόασης και θα επιβαρύνεται με τις συνέπειες του δεδικασμένου, χωρίς κρίση ανεξάρτητου δικαστή.

Η μεταφορά ύλης εκτελεστών τίτλων στους δικηγόρους, μέτρο που σαφώς υπηρετεί σκοπούς που ανάγονται στην – κατά τα άλλα ευπρόσδεκτη- οικονομική ενίσχυση του δικηγορικού λειτουργήματος και όχι σε ανάγκες του δικαιικού συστήματος, αναμένεται να πολλαπλασιάσει την ύλη και τους λόγους ανακοπών κατά της διαταγής πληρωμής και της εκτέλεσης. Πλέον, οι ίδιοι που είναι ήδη υπεύθυνοι για τον δικονομικό έλεγχο των διαταγών πληρωμής ως εκτελεστών τίτλων (δικηγόροι), θα είναι ταυτόχρονα υπεύθυνοι και για την έκδοσή τους. Το ασυμβίβαστο και η σύγκρουση συμφερόντων είναι περισσότερο από προφανή, ακόμα και στους τρίτους που δε σχετίζονται με τη νομική επιστήμη. Η εικόνα ασυμβίβαστου, διευρύνεται έτι περαιτέρω, από το γεγονός κατά το προτεινόμενο μοντέλο έκδοσης εκτελεστού τίτλου, ο αιτών την έκδοση του εκτελεστού τίτλου είναι ταυτόχρονα και ο χρηματοδότης του εκδότη του τίτλου, αφού στην ουσία ο τίτλος λαμβάνει χώρα κατά παραγγελία. Πλην, όμως, έκδοση εκτελεστού τίτλου, η οποία γίνεται στο «όνομα του ελληνικού λαού», δεν είναι παροχή υπηρεσίας. Είναι λειτούργημα και για το λόγο αυτό η φυσική του θέση είναι να ανήκει στο δικαιοδοτικό έργο. Η δε αντίληψη ότι με τον τρόπο αυτό υφίσταται ελάφρυνση του δικαστικού συστήματος από τον κόπο του ελέγχου των διαταγών πληρωμής, αποτελεί ένα ανεπαρκές αφήγημα, το οποίο φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται αφενός ότι σε σχέση με τα λοιπά δικαστικά καθήκοντα, η συγκεκριμένη ενασχόληση αποτελεί «σταγόνα στο ωκεανό» καθώς και ότι οι δικαστές δεν επιθυμούν η μείωση της δικαστικής τους ύλης, να γίνεται με κάθε τρόπο, αν αυτός εγκυμονεί κινδύνους για τους πολίτες και την άσκηση των δικαιωμάτων τους.

Αντίστοιχοι προβληματισμοί ανακύπτουν και αναφορικά με την έκδοση διαταγών απόδοσης χρήσης μισθίου από δικηγόρους.

Άρθρο 145 ΣχΝ: Παράταση θητείας συμβουλίων διοίκησης

Με την παραπάνω ρύθμιση του υπό ψήφιση νομοσχεδίου, παρατείνεται για άλλο ένα χρόνο η θητεία των Τριμελών Συμβουλίων Διοίκησης των Πρωτοδικείων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς και των δικαστηρίων του δευτέρου βαθμού στα οποία πραγματοποιείται ανακατασκευή και τμηματική μετεγκατάσταση υπηρεσιών του Δικαστικού τους Μεγάρου.

Η διάταξη, αποτελεί για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά παραβίαση του θεσμού του αυτοδιοίκητου των μεγάλων δικαστηρίων της χώρας. Σύμφωνα με τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών λειτουργών, οι διοικήσεις των ως άνω τριών δικαστικών σχηματισμών προκύπτουν μετά από δημοκρατική εκλογική διαδικασία επιλογής από τις Ολομέλειες. Πέρυσι, με αιτιολογία αναγόμενη στην υλοποίηση της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, το Υπουργείο παρέκαμψε νομοθετικά τη λήξη της θητείας των συμβουλίων και αποφάσισε την παράτασή τους. Η φετινή επανάληψη όμως, που είναι επίσης αδικαιολόγητη, καταδεικνύει την εμμονή του νομοθέτη να παρεμβαίνει στα εσωτερικά της οργάνωσης της Δικαιοσύνης καθώς και την έλλειψη εμπιστοσύνης του στην κρίση των δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι στερούνται το δικαίωμά τους τόσο στο εκλέγειν, όσο και στο εκλέγεσθαι της διοίκησης των δικαστηρίων. Πρόκειται για μια σοβαρή εκτροπή, που πλέον λαμβάνει επικίνδυνα χαρακτηριστικά μονιμότητας. Καλούμε το υπουργείο να υπαναχωρήσει ως προς την επιλογή αυτή και να μην εισάγει τη συγκεκριμένη ρύθμιση προς ψήφιση.

Άρθρο 147 ΣχΝ: Ανώτατες χρεώσεις

Με το ως άνω νομοσχέδιο, εισάγεται ρύθμιση περί ανωτάτων χρεώσεων τόσο στο Πρωτοδικείο, όσο και στο Εφετείο. Η συγκεκριμένη ρύθμιση, που ως σύλληψη έχει σαφή θετικά χαρακτηριστικά, καθώς αποτέλεσε πρόταση της Ένωσής μας, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οι χρεώσεις των δικαστών δε θα εκτιναχθούν ραγδαία σε μη διαχειρίσιμα μεγέθη, καθιστώντας πειθαρχικά ελεγχόμενο ολόκληρο το δικαστικό σώμα και μειώνοντας την ποιότητα του δικαστικού έργου, εν τέλει δεν ικανοποιεί καθόλου ως προς το αποτέλεσμα, καθώς με τη μορφή με την οποία εισάγεται, εν τέλει οι προστατευτικές της δυνατότητες συρρικνώνονται δραστικά. Ειδικότερα:

Ενώ η πρόταση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων ήταν η ανώτατη χρέωση να είναι 130 δικογραφίες στο Πρωτοδικείο και 50 στο Εφετείο, αριθμοί που κατά τη συνάντηση που είχε η Ένωση με τον υπουργό και τον υφυπουργό, είχαν χαρακτηρισθεί ρεαλιστικοί, εν τέλει στο νομοσχέδιο εισάγεται πρόβλεψη για χρέωση 150 δικογραφιών στο Πρωτοδικείο και 70 στο εφετείο, ενώ ρητά εξαιρούνται του πλαφόν οι υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, εκουσίας δικαιοδοσίας και μικροδιαφορών.

Μόνο ως ομολογία διάθεσης για υπερχρέωση μπορεί να γίνει αντιληπτή αυτή η μορφή ρύθμισης, καθώς ακυρώνει στην πράξη, τον προστατευτικό χαρακτήρα της σύλληψής της, δεδομένου ότι 150 δικογραφίες τακτικής ή ειδικών διαδικασιών, αποτελούν αφ εαυτού τους πλήρη και βαριά ετήσια χρέωση. Η δε πρόβλεψη ότι δεν λαμβάνονται υπόψιν τα ασφαλιστικά μέτρα, ουσιαστικά εκμηδενίζει το δικαστικό έργο ενός ολόκληρου δικαστικού βαθμού, ήτοι των προέδρων πρωτοδικών, ενώ φαίνεται να αντιμετωπίζει ενιαία ολόκληρη την εκούσια δικαιοδοσία, είτε αφορά ακούσιες νοσηλείες, είτε πτωχευτικό και εταιρικό δίκαιο, που είναι υποθέσεις με σοβαρά και δυσχερή νομικά ζητήματα. Τέλος, είναι κατανοητή η μη ενιαία προσμέτρηση των μικροδιαφορών, που λόγω της ευκολίας που παρουσιάζουν ως αντικείμενο, δικαιολογημένα δεν θα μπορούσαν να προσμετρώνται ενιαία, αυτό όμως δεν οδηγεί στον εκμηδενισμό τους ως δικαστικό έργο, αλλά μόνο στον διαφορετικό υπολογισμό τους, σε σχέση με τις λοιπές υποθέσεις.

Η ρύθμιση θα πρέπει να λάβει τη μορφή που είχε η πρόταση της ΕΝΔΕ κατά την οποία: «Δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση η υπέρβαση του ανώτατου αριθμού υποθέσεων που χρεώνονται ανά δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό, σε ποσοστό μεγαλύτερο του 20% του προβλεπόμενου στους οικείους κανονισμούς ορίου. Για τους δικαστές της πολιτικής δικαιοσύνης ο ανώτατος αριθμός αναλογούσας χρέωσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 130 δικογραφίες κατ΄ έτος στον πρώτο βαθμό και τις 50 δικογραφίες στον δεύτερο βαθμό».

Άρθρα 127-137 ΣχΝ: Ως προς τον επαναπροσδιορισμό των ανακοπών

Με τις προτεινόμενες διατάξεις επιχειρείται η προσπάθεια να λάβει χώρα διαχείριση του όγκου των προσδιορισμένων ανακοπών, ιδίως στο Πρωτοδικείο Αθηνών, οι χρόνοι προσδιορισμού των οποίων έχουν καταστεί μη διαχειρίσιμοι. Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων αναγνωρίζει την αναγκαιότητα να λάβει χώρα μια διαδικασία εκκαθάρισης, ώστε να προκύψει το πραγματικό μέγεθος της εκκρεμότητας, καθώς ένας σημαντικός αριθμός εκ των προσδιορισμένων ανακοπών έχει ήδη εκδικασθεί κατά προτίμηση ή αναμένεται να ματαιωθεί, πλην όμως καταλαμβάνει χώρο στα πινάκια, εμποδίζοντας την επιτάχυνση της εκδίκασης των πραγματικά εκκρεμών υποθέσεων.

Όμως, η διαδικασία του επαναπροσδιορισμού, πρέπει να επιτρέπει στις Διοικήσεις των δικαστηρίων τη διακριτκή ευχέρεια να προσδιορίσουν εκ νέου σε συντομότερο χρόνο μεν την εκδίκαση, λαμβάνοντας, όμως, υπόψιν και τα υπόλοιπα δεδομένα υπερχρέωσης που αναμένεται να προκύψουν λόγω των προτεινόμενων ρυθμίσεων του παρόντος Σχεδίου Νόμου. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο ο επαναπροσδιορισμός να γίνει σταδιακά, λαμβάνοντας υπόψιν τον συνολικό αριθμό των αιτήσεων επαναπροσδιορισμού που θα λάβουν χώρα, ώστε να καταστεί διαχειρίσιμη η εκδίκαση υποθέσεων, που είχαν προσδιορισθεί για να εκδικασθούν σε πολύ μακρύτερο χρονικό σημείο, αλλά ταυτόχρονα να αποφευχθεί η δημιουργία νέας πηγής παράλληλης υπερχρέωσης για τους δικαστές σε όλα τα δικαστήρια. Σε αντίθετη περίπτωση, λόγω του τεράστιου όγκου αυτής της δικαστικής ύλης, που έχει καταλάβει δικασίμους μέχρι και το 2034, αναμένεται το ύψος των χρεώσεων κάθε δικαστή να υπερβεί κατά πολύ ακόμα και τα προτεινόμενα από το υπουργείο ανώτατα όρια χρεώσεων. Ρυθμίσεις που περιορίζουν την διακριτική ευχέρεια της διοίκησης των δικαστηρίων, ως προς το χρόνο επαναπροσδιορισμού, θα πρέπει να απαλειφθούν.

Νομοτεχνικές παρατηρήσεις σε επιμέρους άρθρα:

Άρθρο 209 ΚΠολΔ (άρθρο 23 ΣχΝ) ως προς τη συμβιβαστική επέμβαση

Προτεινόμενη διάταξη: «Συμβιβαστική επέμβαση: 1. Όποιος έχει την πρόθεση να ασκήσει αγωγή μπορεί πριν από την κατάθεσή της να ζητήσει τη συμβιβαστική επέμβαση του αρμόδιου για την εκδίκαση της αγωγής πρωτοδίκη. Για τον σκοπό αυτό υποβάλλεται αίτηση προς τον αρμόδιο Πρωτοδίκη, στην οποία αναγράφεται συνοπτικά το αντικείμενο της διαφοράς, ή εμφανίζονται αυθόρμητα οι ενδιαφερόμενοι ενώπιόν του. 2. Οι διάδικοι μπορούν να εμφανιστούν αυθόρμητα ενώπιον του προέδρου υπηρεσίας οποιουδήποτε Πρωτοδικείου και να ζητήσουν τη συμβιβαστική επέμβασή του».

Η διάταξη επαναφέρει την καταργηθείσα με τον ν.5134/2024 παλαιότερη μορφή συμβιβαστικής επέμβασης του αρμόδιου για την εκδίκαση της αγωγής ειρηνοδίκη. Παρόλο που η δημιουργία θεσμών εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών με απεύθυνση σε δικαστικό λειτουργό είναι απολύτως αναγκαία τόσο για την βελτίωση του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης, όσο και για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πολιτών, καθώς μόνο οι δικαστικοί λειτουργοί απολαμβάνουν την αναγκαία για αυτό το καθήκον προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνει χώρα φαίνεται εντελώς πρόχειρος, εμβαλωματικός, ενώ περιλαμβάνει σημαντικές αντιφάσεις.

Ειδικότερα, η αρμοδιότητα της συμβιβαστικής επέμβασης, περιορίζεται κατά τη ρύθμιση στον αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής πρωτοδίκη. Ο αποκλεισμός της απεύθυνσης και προς τον πρόεδρο πρωτοδικών, είναι ακατανόητος, καθώς ο τελευταίος, λόγω της εμπειρίας διαθέτει αυξημένα εχέγγυα αποτελεσματικότητας, ως προς το λεπτό ζήτημα μιας συμβιβαστικής επίλυσης διαφοράς.

Η διάταξη γίνεται ακόμα πιο προβληματική στη δεύτερη παράγραφο καθώς εκεί ορίζεται ότι αντί της αίτησης ενώπιον πρωτοδίκη, είναι δυνατή η αυθόρμητη εμφάνιση ενώπιον του προέδρου υπηρεσίας οποιουδήποτε δικαστηρίου για να ζητήσουν συμβιβαστική επέμβαση. Από την περιγραφή καταρχήν αφήνεται τεράστιο πεδίο παράκαμψης της κατά τόπον αρμοδιότητας των διαφορών, το οποίο υπονομεύει τη δικαστική οργάνωση. Περαιτέρω, η απεύθυνση στο πρόεδρο υπηρεσίας, που είναι κατά κανόνα πρόεδρος πρωτοδικών, βρίσκεται σε αντίφαση με την παράγραφο ένα όπου ρητά ορίζεται ότι ο αρμόδιος δικαστικός λειτουργός για τη συμβιβαστική επέμβαση είναι πρωτοδίκης.

Θεωρούμε ότι θα πρέπει η διάταξη να ενταχθεί σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα λειτουργίας δικαστικής διαμεσολάβησης. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον προχωρήσει με αυτό το περιεχόμενο, να συμπεριληφθούν στο εύρος της αρμοδιότητας συμβιβαστικής επέμβασης και οι πρόεδροι πρωτοδικών.

Άρθρο 67 ΚΠολΔ (αρθ.10 ΣχΝ)

Στην προτεινόμενη ρύθμιση της περίπτωσης διόρθωσης ελλείψεων σε σχέση με τη δικαστική παράσταση ή τη νομιμοποίηση, φαίνεται να ορίζεται ότι σε περίπτωση χορήγησης προθεσμίας συμπλήρωσης της έλλειψης και άπρακτης παρέλευσης αυτής, το Δικαστήριο δικάζει την υπόθεση ερήμην. Πλην όμως, η πρόβλεψη αυτή δεν περιλαμβάνει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ελλείψεις στην δικαστική παράσταση ή την νομιμοποίηση αφορούν όλους τους διαδίκους, οπότε η δικονομική κύρωση θα έπρεπε να ορίζεται ότι είναι η ματαίωση της δίκης. Πρέπει επομένως η διάταξη να διορθωθεί.

Άρθρο 468 ΚΠολΔ (άρθρο 41 ΣχΝ) ‘Ασκηση της αγωγής και επίδοσή της

Προτεινόμενη διάταξη άρθρου 468 παρ.5: «Με την επιφύλαξη του πέμπτου εδαφίου της παρ. 2, μετά την παρέλευση των ως άνω προθεσμιών προσδιορίζεται αμέσως η ημέρα συζήτησης με εγγραφή της υπόθεσης σε πινάκιο». Περαιτέρω, το πέμπτο εδάφιο της παραγράφου 2 ορίζει ότι: «Αμέσως μετά την παρέλευση των ως άνω προθεσμιών, εφόσον οι διάδικοι δεν προσκομίσουν αποδεικτικά μέσα και ο εναγόμενος δεν υποβάλει υπόμνημα, η διαδικασία ολοκληρώνεται, το άρθρο 260, η παρ. 3 του άρθρου 271 και οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 272 εφαρμόζονται αναλόγως και εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών το δικαστήριο εκδίδει απόφαση».

Κατά τη νέα ρύθμιση σε περίπτωση που δεν κατατεθούν αποδεικτικά μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται στο ίδιο άρθρο η υπόθεση, είτε θα ματαιώνεται κατά το 260 παρ.3, είτε θα εκδίδεται απόφαση ερήμην του διαδίκου, χωρίς όμως να εγγράφεται η υπόθεση στο πινάκιο και χωρίς προσδιορισμό. Η διάταξη αυτή είναι προβληματική διότι μετατρέπει την διαδικασία των μικροδιαφορών σε διαταγές πληρωμής , όπου εκδίδεται απόφαση χωρίς δημοσιότητα. Ωστόσο οι αποφάσεις επί μικροδιαφορών είναι αποφάσεις επί της ουσίας, με αιτιολογία για την πλασματική ερημοδικία των διαδίκων και αφού προηγουμένως, στην περίπτωση της πλασματικής ερημοδικίας του εναγομένου, η αγωγή έχει ερευνηθεί για το παραδεκτό και νόμω βάσιμο αυτής. Επομένως η ρύθμιση αυτή πρέπει να απαλειφθεί και να προβλεφθεί ο προσδιορισμός δικασίμου και στις ερήμην.

Άρθρο 469ΚΠολΔ (άρθρ. 43 ΣχΝ): Ανακοπή ερημοδικίας τις μικροδιαφορές

Με τη διάταξη αυτή προβλέπεται αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας, Από προφανή παραδρομή όμως το κείμενο παραπέμπει αντί για το εδάφιο 5 στο εδάφιο 4 της παραγράφου 2.

Άρθρο 566 ΚΠολΔ (αρθ.54 ΣχΝ):

Η διάταξη της παραγράφου 2 που ορίζει ότι «Αν με το ίδιο αναιρετήριο προσβάλλονται δύο ή περισσότερες αποφάσεις πρωτοβάθμιου και δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η κατάθεσή του πρέπει να γίνεται στο καθένα από τα δικαστήρια αυτά» παρουσιάζει ασυμβατότητα με την προτεινόμενη στο άρθρο 43 ΣχΝ, όσον αφορά το δικαστήριο στο οποίο ασκείται το ένδικο μέσο.

Η διάταξη παρουσιάζεται ως ασύμβατη με το νέο εισαγόμενο τρόπο άσκησης ενδίκων μέσων, με κατάθεση στο δικαστήριο στο οποίο απευθύνονται.

Προτείνεται: Η παράγραφος 2 του άρθρου 566 ΚΠολΔ πρέπει να απαλειφθεί».

 

share
Σχόλια Αναγνωστών
Ροή
Οικονομία
Επιχειρήσεις
Επικαιρότητα

Ενημερωθείτε πρώτοι με τον τρόπο που θέλετε.