Η Ελβετία και η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία για τον περιορισμό της εισροής μεταναστών στην αναφερόμενη χώρα, αμέσως μετά την έκβαση του δημοψηφίσματος που θα διεξαχθεί τον Ιούνιο για την παραμονή ή μη της Βρετανίας στην ΕΕ, δήλωσε ο Ελβετός υπουργός των Εξωτερικών Ντιντιέ Μπουρκχάλτερ.
Η δήλωση του Ελβετού ΥΠΕΞ στην εφημερίδα “NZZ am Sonntag” ακολουθεί τη δημοσιοποίηση από την κυβέρνησή του την προηγούμενη Παρασκευή, σχεδίου νομοθετικού πλαισίου μέτρων τα οποία περιορίζουν μονομερώς την είσοδο Ευρωπαίων μεταναστών στην Ελβετία. Η εξέλιξη αυτή, αποτελεί σήμα κινδύνου για τις Βρυξέλλες, στην περίπτωση αποτυχίας των διμερών διαπραγματεύσεων με την Ελβετία.
Ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις έχουν αναβληθεί μέχρι τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος για την παραμονή ή μη της Βρετανίας στην ΕΕ, το οποίο έχει προγραμματιστεί να διεξαχθεί στις 23 Ιουνίου. Οι Βρυξέλλες από την πλευρά τους, εμφανίζονται απρόθυμες να επιδείξουν οποιαδήποτε ευελιξία στις συνομιλίες με την Ελβετία, υπό το φόβο ενίσχυσης της αντιευρωπαϊκής τάσης στη Βρετανία.
Οι δύο πλευρές απέχουν στις απόψεις τους για την αντιμετώπιση του ζητήματος, παρατηρεί η υπουργός Δικαιοσύνης της Ελβετίας, Σιμονέτα Σομαρούγκα, με τον Ελβετό ΥΠΕΞ, να δηλώνει ότι τα πράγματα μπορούν να εξελιχθούν γρηγορότερα μετά το βρετανικό δημοψήφισμα.
“Το γεγονός ότι η ΕΕ ενδιαφέρεται για την επίτευξη μιας κοινής λύσης, αποδεικνύεται από τις εντατικές συνομιλίες που διεξάγουμε εδώ και ένα χρόνο. Κατά την άποψή μου δε θα είναι αναγκαίο να διαπραγματευτούμε επί μακρόν, καθώς είμαστε κοντά σε λύση με την ΕΕ,” δήλωσε ο Μπουρκχάλτερ.
Η Ελβετία έχει καλύψει τα 2/3 τριετούς προθεσμίας για την υποχρεωτική εφαρμογή δημοψηφισματικού αποτελέσματος του 2014 υπέρ των περιορισμών στην αποδοχή Ευρωπαίων μεταναστών οι οποίοι παραβιάζουν διμερή συμφωνία που εγγυάται την ελεύθερη διακίνηση των Ευρωπαίων εργαζομένων.
Η ελβετική κυβέρνηση προσδίδει χαρακτήρα εναλλακτικού πλάνου δράσης στο προσχέδιο της μεταναστευτικής νομοθεσίας που παρουσίασε την Παρασκευή, τονίζοντας ότι η επίτευξη μιας συμφωνίας αμοιβαίας αποδοχής με την ΕΕ, αποτελεί την προτιμητέα επιλογή της.
Η καθυστέρηση στην επίλυση του ζητήματος, αποσταθεροποιεί την εφαρμογή σειράς συμφωνιών μεταξύ της ΕΕ και της Ελβετίας που ρυθμίζουν τις διμερείς οικονομικές σχέσεις τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι μία έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2015 αποκάλυψε ότι η αποχώρηση της Ελβετίας από το πλαίσιο εφαρμογής των διμερών οικονομικών συμφωνιών της με την ΕΕ θα έχει κόστος 634 δισ. δολάρια για την ελβετική οικονομία μέχρι το έτος 2035 ή ποσοστό που αντιστοιχεί στο 7% του ελβετικού ΑΕΠ.