Αντιπαράθεση των μεγάλων βιομηχανικών καταναλωτών ενέργειας με τους
παραγωγούς ρεύματος από φωτοβολταϊκά υπήρξε σήμερα με αφορμή το μέτρο της
«διακοψιμότητας».
«Διακοψιμότητα» είναι η δυνατότητα που παρέχει η νομοθεσία για έκπτωση στα
τιμολόγια του ηλεκτρικού για τους μεγάλους καταναλωτές, με αντάλλαγμα τον
περιορισμό ή την διακοπή της τροφοδοσίας σε περίπτωση που το ζητήσει ο
διαχειριστής του δικτύου – μέτρο που χρηματοδοτείται κυρίως από τους παραγωγούς
με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
«Προκαλεί αλγεινή εντύπωση, ότι στην Ελλάδα, μεμονωμένοι επιχειρηματικοί
φορείς παραγωγών φωτοβολταϊκών με εγγυημένες υψηλές αμοιβές, έχουν ξεκινήσει
εκστρατεία παραπληροφόρησης εναντίον του μέτρου της διακοψιμότητας στη χώρα
μας, θέτοντας σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα εκατοντάδων επιχειρήσεων και χιλιάδων
θέσεων εργασίας», επισημαίνει σε δήλωση του ο Αντώνης Κοντολέων, μέλος της
διοίκησης της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ).
“Η ελληνική βιομηχανία έχει κατ’ επανάληψη ταχθεί υπέρ της υγιούς
ανάπτυξης της αγοράς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο πλαίσιο των στόχων που
έχουν τεθεί σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο», τονίζει ακόμη ο κ. Κοντολέων και
κάνει λόγο για υπονόμευση της προσπάθειας εξόδου από την κρίση, από «μεμονωμένα
συντεχνιακά ή επιχειρηματικά συμφέροντα που προτάσσουν τη διατήρηση των
απαράδεκτα υψηλών τιμών κερδοφορίας που εξασφάλισαν με κρατικές εγγυήσεις στο
παρελθόν, με πρόσχημα τη συμβολή τους στην ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών
ενέργειας».
Ο κ. Κοντολέων σημειώνει τέλος, ότι πριν από λίγες εβδομάδες η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή ενέκρινε μηχανισμό διακοψιμότητας στη Γερμανία, με ισχύ έως και το
2022, υπογραμμίζοντας στην απόφασή της, ότι «το μέτρο υποστηρίζει ακριβώς την
ευστάθεια του συστήματος ιδιαίτερα σε αγορές όπου υπάρχει αυξημένη διείσδυση
των ΑΠΕ».
Η δήλωση προκάλεσε την αντίδραση του Συνδέσμου Παραγωγών Ενέργειας από
Φωτοβολταϊκά (ΣΠΕΦ), με ενημερωτικό σημείωμα στο οποίο επισημαίνει μεταξύ άλλων
ότι το μέτρο της διακοψιμότητας, πουθενά δεν χρηματοδοτείται από τους
ηλεκτροπαραγωγούς, αλλά αντίθετα από πόρους του συστήματος που προορίζονται
ειδικά για την ευστάθεια.
Αναφορικά με το
παράδειγμα της Γερμανίας, ο ΣΠΕΦ τονίζει ότι εκεί το μέτρο αφορά ποσοστό 2,2% ως
προς το μέσο φορτίο του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας αυτής, ενώ στην Ελλάδα
το αντίστοιχο ποσοστό είναι 34,9%. Υπογραμμίζει τέλος, ότι ενώ το 2016 οι
θερμικές μονάδες χρειάζονταν κατά μέσο όρο να λειτουργούν γύρω στο 40% της
δυναμικότητάς τους, δηλαδή καταφανώς υπολειτουργούσαν και υπήρχε διαθέσιμο
παραγωγικό περιθώριο τουλάχιστον 2.000 – 3.000 MW, εντούτοις ο ΑΔΜΗΕ
δημοπρατούσε μονίμως επιπλέον περί το 1,5 GW, ως υπηρεσία διακοπτόμενου
φορτίου, χωρίς ουσιαστικά να το χρειάζεται η υποτιθέμενη ευστάθεια του
συστήματος.