Ανθεκτική είναι η κερδοφορία των συστημικών ελληνικών τραπεζών και το 2025 – 2026, όπως αναφέρει σε σημείωμα της η Moody’s.
Αυτό έγκειται σύμφωνα με τον οίκο σε διάφορους παράγοντες όπως στην πιστωτική επέκταση, στα περιορισμένα έξοδα αλλά και στις απομειώσεις. Επίσης επισημαίνεται πως τα καθαρά έσοδα των ελληνικών τραπεζών -σε συνδυασμό με τους τόκους- κατέγραψαν μια μείωση της τάξεως του 2,4% το πρώτο εξάμηνο του 2025 σε ετήσια βάση κυρίως λόγω της πίεσης στα επιτόκια.
Αξιοσημείωτο είναι δε πως η κερδοφορία ενισχύθηκε περαιτέρω από τις χαμηλότερο κόστος απομείωσης και τα συνεχιζόμενα μέτρα οικονομικής αποδοτικότητας. Πάντως η Moody’s εκτιμά πως το 2025–2026 τα κέρδη θα παραμείνουν όπως έχουν, αν και θα υπάρξει κάποια περαιτέρω πίεση του περιθωρίου.
Τα δάνεια
Την ίδια στιγμή σύμφωνα με τον οίκο, τα προβληματικά δάνεια των τραπεζών είναι ελεγχόμενα ενώ η χρηματοδότηση και η ρευστότητα είναι δεν επηρεάζονται.
Συγκεκριμένα, τα προβληματικά δάνεια αγγίζουν τα επίπεδα του μέσου όρου της ΕΕ. Ο μέσος δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μειώθηκε σε περίπου 2,9% τον Ιούνιο του 2025 από 3% που ήταν τον Δεκέμβριο του 2024 και 4,2% το 2023. Το ποσοστό αυτό αγγίζει τον μέσο όρο των τραπεζών της ΕΕ ( σχεδόν 2,2%)
Η οριακή βελτίωση έγκειται κατά κόρον σε αναδιαρθρώσεις δανείων, σε συναλλαγές NPE μικρού μεγέθους και σε αύξηση δανείων. Είναι σημαντικό ότι οι ελληνικές τράπεζες διατήρησαν τη βελτιωμένη ποιότητα του ενεργητικού τους τον Ιούνιο του 2025 με περιορισμένο σχηματισμό νέων NPE.
Σταθερά όμως ήταν τα εποπτικά κεφάλαια, όπως αυτό προκύπτει από τα πρόσφατα stress tests της EBA. Οι συστημικές ελληνικές τράπεζες διατήρησαν τους εποπτικούς δείκτες κεφαλαίου σε υψηλότερα από τις ελάχιστες απαιτήσεις τους λόγω της υποστήριξης τους από ισχυρή κερδοφορία και συνεπή εσωτερική παραγωγή κεφαλαίου.
Ο μέσος δείκτης CET1 ανήλθε στο 16% τον Ιούνιο του 2025 από 16,1% που ήταν τον Δεκέμβριο του 2024 και από 15,7% που ήταν το 2023 και 13,8% το 2022. Παράλληλα, οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις εξακολουθούν να μειώνονται σταδιακά ως ποσοστό των εποπτικών κεφαλαίων, ενώ τα πρόσφατα stress tests της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EBA) δείχνουν πως η απόδοση των τραπεζών σε αντίξοες συνθήκες είναι ανθεκτική.
Τι λένε οι αναλυτές
Μάλιστα οι αναλυτές υποστηρίζουν πως οι ελληνικές τράπεζες συνέχισαν να επιδεικνύουν ισχυρές θέσεις χρηματοδότησης και ρευστότητας καθώς οι συνδυασμένες εγχώριες καταθέσεις πελατών αυξάνονται κατά περίπου 5,1% σε ετήσια βάση τον Ιούνιο του 2025. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σχεδόν στο 75% του συνολικού ενεργητικού.
Η ρευστότητα ήταν ισχυρή και ο μέσος δείκτης κάλυψης ρευστότητας (LCR) ήταν στο 209%. Περίπου το ήμισυ των ρευστών περιουσιακών τους στοιχείων είναι επενδυμένο σε τίτλους του ελληνικού δημοσίου. Από τον Ιούνιο του 2025, και οι συστημικές ελληνικές τράπεζες έχουν εκπληρώσει τις ελάχιστες απαιτήσεις τους αναφορικά με τα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL).
Σημειώνεται δε πως η μέση κάλυψη προβλέψεων για τις συστημικές τράπεζες βελτιώθηκε σε 79% στα τέλη Ιουνίου 2025 από 76% που ήταν τον Δεκέμβριο του 2024 και 70% το 2023. Επιπλέον, τα δάνεια σταδίου 2 για τις ελληνικές τράπεζες διαμορφώνονταν σχεδόν στο 7,7% των ακαθάριστων δανείων τον Ιούνιο του 2025από 9,8% που ήταν για τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες.
Από την άλλη πλευρά, στα 11,5 δισ. ευρώ ανέρχονταν τα DTCs τον Ιούνιο του 2025. Το ποσό αυτό αντιπροσώπευε περίπου το 46% του συνολικού ύψους 25,2 δισ. ευρώ σε κεφάλαιο CET1. Αυτό ήταν μειωμένο σχεδόν κατά 69% από τον Δεκέμβριο του 2022.
Μάλιστα η Moody’s θεωρεί τα CET1 από την ΕΚΤ ως κεφάλαια χαμηλότερης ποιότητας. Συνεπώς οι προσαρμοσμένοι από την Moody’s δείκτες ενσώματων κοινών ιδίων κεφαλαίων (TCE) για αυτές τις τράπεζες θα παραμείνουν σε χαμηλότερα επίπεδα από τους αναφερόμενους δείκτες CET1. Αυτό αντανακλά τις προσαρμογές για τις DTCs και RWAs.
Πάντως η ποιότητα κεφαλαίου των ελληνικών τραπεζών αναμένεται σύμφωνα με τον οίκο να βελτιωθεί με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι αναμενόταν το προηγούμενο διάστημα. Αυτή η επιτάχυνση έγκειται σε έναν τύπο που συνδέεται με τις κατανομές μερισμάτων των τραπεζών και εκτιμάται πως θα επισπεύσει την αφαίρεση των DTC από το κεφάλαιο CET1 κατά περίπου 6-7 έτη.