Συνολική συμφωνία για αξιολόγηση, χρέος και πρωτογενή πλεονάσματα, με τίμημα νέα μέτρα 1,8 δισ. ευρώ, που θα οριστικοποιηθούν το 2017 και νέο μνημόνιο με ΔΝΤ και υποχωρήσεις σε κρίσιμα θέματα της δεύτερης αξιολόγησης, είναι η πρόταση που ετοιμάζουν εδώ και τρεις ημέρες οι δανειστές.
Αυτό σηματοδοτεί και η σταδιακή απαγκίστρωση ακόμη και της Γερμανίας, από την άκαμπτη στάση που είχε αρχικά για το χρέος και σύντομα και για τους στόχους στα πρωτογενή πλεόνασμα.
Μπροστά στο πολιτικό κόστος που ενέχει το να παραμείνει εκτός του προγράμματος το ΔΝΤ, το γερμανικό κοινοβούλιο έχει εγκρίνει το ελληνικό πρόγραμμα με προϋπόθεση να συμμετέχει και το Ταμείο.
Σίγουρα η Γερμανία θα δεχθεί να υποσχεθεί ότι αν η Ελλάδα πετύχει τους στόχους για το 2016 και το 2017 μπορεί να συζητηθεί μια αναθεώρηση του στόχου του 2018 και των επόμενων ετών μέχρι και το 2028 με στόχο για πρωτογενή πλεόνασμα που δεν θα υπολείπεται του 2,5% του ΑΕΠ.
Το ΔΝΤ έχει υποχωρήσει στο θέμα του χρέους ζητώντας πλέον την αποτύπωση αλλά όχι την εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμών μέτρων της Ευρωπαϊκής Λύσης που επεξεργάζεται από την αρχή ο ευρωπαϊκός μηχανισμός σταθερότητας (ΕΜΣ).
Στο θέμα των πλεονασμάτων, όπως έχει πει, με τα μέτρα που έχουν ληφθεί από τον Μάιο, η Ελλάδα μπορεί να πετύχει πλεονάσματα που δεν ξεπερνούν το 1,5% του ΑΕΠ.
Το υπουργείο οικονομικών έχει ανακοινώσει δια στόματος του αναπληρωτή υπουργού οικονομικών κ. Γιώργου Χουλιαράκη ότι έχει σενάριο με βάση το οποίο το χρέος παραμένει βιώσιμο με χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2-2,5% του ΑΕΠ. Τούτο όχι χωρίς να έχει λάβει γνώση ο ΕΜΣ.
Τέταρτο μνημόνιο
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω για να πετύχει την συμφωνία που θέλει στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, αν έχει κλείσει τουλάχιστον τα βασικά θέματα της δεύτερης αξιολόγησης θα πρέπει να δεσμευτεί για νέα μέτρα της τάξης του 1% του ΑΕΠ (1,8 δισ. ευρώ) τα οποία θα αποτυπωθούν άμεσα, θα οριστικοποιηθούν το 2017 και θα εφαρμοστούν το 2018.
Μαζί βέβαια θα πρέπει να αυξηθεί και η υψηλή εποπτεία για πολλά χρόνια μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος στα μέσα του 2018.
Την ανάγκη αυτή υποδεικνύει και το μνημόνιο που θα πρέπει να υπογράψει με το ΔΝΤ, πριν το Ταμείο ενταχθεί ενεργά στο ελληνικό πρόγραμμα.
Οι γνωρίζοντες διαβεβαιώνουν ότι το Ταμείο θα μπει στο πρόγραμμα με χρηματοδότηση (έστω και συμβολική) καθώς το καταστατικό του δεν έχει μορφή εμπλοκής στην διάσωση κάποιας χώρας μέλους του χωρίς χρηματοδότηση και δέσμευση εκ μέρους του δανειζόμενου για νέα μέτρα.
Στην περίπτωση της Ελλάδας πλέον δεν είναι τίποτα άγνωστο: Το ταμείο έχει ζητήσει ήδη περικοπές συντάξεων, περαιτέρω μείωση του αφορολόγητου από τα 8.636 ευρώ που είναι σήμερα, στα 6.000 ή τα 5.000 ευρώ και πλήρη απελευθέρωση της αγοράς εργασίας.
Ο λογαριασμός της δεύτερης αξιολόγησης
Στις συναντήσεις που ξεκινούν σήμερα με το οικονομικό επιτελείο οι απαιτήσεις των δανειστών θα τεθούν ως μην διαπραγματεύσιμες.
Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη συνάντηση θα έχει θέμα τα εργασιακά.
Το υπουργείο εργασίας θα προσέλθει με πρόταση για αύξηση του ορίου των απολύσεων κατά 10%, από 5% που είναι σήμερα έναντι της απαίτησης του ΔΝΤ για πλήρη απελευθέρωση προκειμένου να ρυθμιστεί το κρίσιμο θέμα των ομαδικών απολύσεων.
Επίσης θα πρέπει να λυθούν ή να αναβληθούν λύσεις για την επαναφορά της ανταπεργίας, τις αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας όπου υπάρχει επίσης εμπλοκή, αφού το ΔΝΤ επιμένει ο κατώτερος μισθός να ορίζεται με νόμο, ενώ το υπουργείο εργασίας μέσα από συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Πιο εύκολη θα είναι η δουλειά του υπουργού οικονομικών κ. Ευκλείδη Τσακαλώτου και του αναπληρωτή του κ. Γιώργου Χουλιαράκη για τον προϋπολογισμό του 2017 που θα ακολουθήσει μετά τα εργασιακά.
Οι δανειστές δεν μπορούν να αντιτάξουν σοβαρά επιχειρήματα απέναντι στην πολύ καλή πορεία των εσόδων για το 2016.
Για το 2017 το μεγάλο στοίχημα θα είναι να παρουσιαστεί μια πειστική λύση για την χρηματοδότηση του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης που θα εφαρμοστεί σε όλη την χώρα από 1/1/2017.
Η ημέρα θα ολοκληρωθεί με την συνάντηση που θα έχει ο υπουργός υγείας κ. Ανδρέας Ξανθός, κυρίως για τις δαπάνες υγείας και την διαχείρισή τους.