Κινδύνους για τη διεθνή χρηματοπιστωτική σταθερότητα εγκυμονούν οι εταιρείες διαχείρισης ενεργητικού – κυρίως τα διάφορα επενδυτικά ταμεία αλλά και τα αμοιβαία κεφάλαια και κεφάλαια που διαπραγματεύονται σε χρηματιστήρια (exchange traded funds) – που αποτελούν τον σκιώδη τραπεζικό τομέα, αναφέρει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) σε έκθεσή του για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα (Global Financial Stability Report.
“Έχουν αυξηθεί οι ανησυχίες για τους δυνητικούς κινδύνους αναφορικά με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της βιομηχανίας διαχείρισης ενεργητικού (asset management industry), ως συνέπεια της επέκτασης του τομέα και των διαρθρωτικών αλλαγών στα χρηματοπιστωτικά συστήματα. Τα επενδυτικά ταμεία έχουν διογκωθεί σημαντικά, τα κεφάλαια επενδύονται σε λιγότερο ρευστά επενδυτικά μέσα και ο όγκος των επενδυτικών προιόντων που προσφέρονται στο ευρύ κοινό στις αναπτυγμένες οικονομίες έχει αυξηθεί σημαντικά”, σημειώνει η έκθεση.
“Οι κίνδυνοι από ορισμένα τμήματα του τομέα – από τα μοχλευμένα hedge funds και τα ταμεία που επενδύουν στις αγορές χρήματος – έχουν ήδη αναγνωρισθεί. Ωστόσο, οι απόψεις διχάζονται σχετικά με τη φύση και το μέγεθος των κινδύνων που συνδέονται με λιγότερο μοχλευμένα επενδυτικά προιόντα (plain vanilla), όπως τα αμοιβαία κεφάλαια και τα ETFs”, σημειώνει το ΔΝΤ και προσθέτει:
“Κατ’ αρχήν, ακόμη και αυτά τα plain vanilla ταμεία μπορεί να αποτελέσουν κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η διεκπεραίωση της καθημερινής διαχείρισης χαρτοφυλακίου θέτει προβλήματα κινήτρων μεταξύ των επενδυτών και των διαχειριστών χαρτοφυλακίου, που μπορεί να ενθαρρύνουν αποσταθεροποιητικές συμπεριφορές και να διογκώσουν διάφορα σοκ. Οι ευκολίες αποπληρωμής μπορεί να δημιουργήσουν κινδύνους μίας επιδρομής και οι επακόλουθς δυναμικές τιμών μπορεί να διαχυθούν σε άλλα τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος…”.
Η έκθεση τονίζει ότι: “Η εποπτεία του τομέα πρέπει να ενισχυθεί, με καλύτερη εποπτεία των κινδύνων και την υιοθέτηση ενός συνετούς προσανατολισμού. Οι εποτικές Αρχές πρέπει να μετακινηθούν σε ένα μοντέλο πιο άμεσης εποπτείας, που θα στηρίζεται σε διεθνή πρότυπα και σε καλύτερα στοιχεία και δείκτες κινδύνου”.