Η συνεχής έκθεση των ανθρώπων στη ρύπανση της ατμόσφαιρας και στο θόρυβο από την κίνηση των οχημάτων αυξάνει τα περιστατικά υπέρτασης, σύμφωνα με μια νέα ευρωπαϊκή επιστημονική έρευνα, την μεγαλύτερη του είδους της μέχρι σήμερα στον κόσμο.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια περιβαλλοντικής επιδημιολογίας Μπάρμπαρα Χόφμαν του γερμανικού Πανεπιστημίου Χάινριχ Χάινε του Ντίσελντορφ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ευρωπαϊκό καρδιολογικό περιοδικό “European Heart Journal”, παρακολούθησαν πάνω από 41.000 ανθρώπους σε πέντε χώρες (Γερμανία, Ισπανία, Νορβηγία, Δανία, Σουηδία) για διάστημα πέντε έως εννέα ετών.
Ο αυξημένος κίνδυνος από τη ρύπανση ισοδυναμεί με τον παραπάνω κίνδυνο που έχει ένας υπέρβαρος άνθρωπος (με δείκτη μάζας σώματος 25-30), σε σχέση με έναν που έχει φυσιολογικό βάρος (με δείκτη 18,5-25).
Αντίστοιχα, όσον αφορά το θόρυβο, διαπιστώθηκε ότι όσοι ζουν σε δρόμους όπου τα μέσα επίπεδα θορύβου τα βράδια φθάνουν τα 50 ντεσιμπέλ, έχουν κατά 6% μεγαλύτερο κίνδυνο υπέρτασης, σε σχέση με όσους ζουν σε πιο ήσυχους δρόμους με μέσα επίπεδα θορύβου 40 ντεσιμπέλ.
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι η αύξηση του κινδύνου για υπέρταση συμβαίνει ακόμη και με επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης στις πόλεις, τα οποία είναι αρκετά κάτω από τα ευρωπαϊκά όρια ασφαλείας.
«Αυτό σημαίνει», δήλωσε η Χόφμαν, «ότι η τωρινή νομοθεσία δεν προστατεύει τον πληθυσμό της Ευρώπης επαρκώς από τις συνέπειες της ρύπανσης του αέρα. Με δεδομένο ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι πανταχού παρούσα και η υπέρταση είναι ο πιο σημαντικός παράγων καρδιαγγειακού κινδύνου, τα νέα ευρήματα έχουν σημαντικές συνέπειες από άποψη δημόσιας υγείας και συνηγορούν υπέρ της υιοθέτησης αυστηρότερων κανονισμών για τη ρύπανση».
Όσον αφορά τους πιθανούς βιολογικούς μηχανισμούς μέσω των οποίων επιβαρύνονται η καρδιά και τα αιμοφόρα αγγεία, η ρύπανση μπορεί να προκαλέσει τοπική και συστημική φλεγμονή στον οργανισμό, οξειδωτικό στρες και ανισορροπία στο νευρικό σύστημα. Ο θόρυβος επηρεάζει τόσο το νευρικό, όσο και το ορμονικό σύστημα.