Η απόφαση των Βρετανών βρήκε απροετοίμαστες τις αγορές και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Και τώρα τι… αναρωτιούνται οι πάντες. Πανθομολογείται βέβαια ότι η σημερινή κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί. Οι ελίτ των Γερμανών οικονομολόγων φαίνεται πως έχει ήδη μια σχεδόν σαφή ιδέα του τι πρέπει να γίνει.
Σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας στρατηγικών συμβούλων «Leaders Parliament» και του δημοσιογραφικού ομίλου στον οποίο ανήκει η εφημερίδα «Die Welt», το 52% των ερωτηθέντων τάσσεται υπέρ της Ε.Ε. των δύο ταχυτήτων. Εάν δεν θέλουν και οι 27 άλλες χώρες μέλη να ακολουθήσουν σημαντικές αποφάσεις τότε θα πρέπει ορισμένες ισχυρές, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, να προχωρήσουν.
Μόνο το 10% των κορυφαίων οικονομολόγων της Γερμανίας υποστηρίζει γενικώς την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Περισσότερη επιρροή των Βρυξελλών δεν αποτελεί για τους ερωτηθέντες ιδιαίτερα ελκυστική προοπτική. Παράλληλα όμως απορρίπτεται από την μεγάλη πλειοψηφία και η επιστροφή στα εθνικά κράτη. Μόνο το 30% θα ενθουσίαζε μια τέτοια ιδέα.
Προφανώς, η οικονομική ελίτ της Γερμανίας έχει διακρίνει τον κίνδυνο ότι «περισσότερες» Βρυξέλλες ή πάρα πολύς εθνικισμός καταστρέφουν εξίσου την ευρωπαϊκή ιδέα. Το σίγουρο είναι όμως ότι θέλουν να σωθεί πάση θυσία το οικοδόμημα της Ευρώπης. Και ως τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο θεωρούν τις ευέλικτες διοικητικές δομές, οι οποίες να δίνουν το αίσθημα της ευημερίας.
Η βασική ιδέα τους δεν είναι καινούργια. Κάτι παρόμοιο έγινε με τη συνθήκη Σένγκεν το 1985 με την οποία οι χώρες του Μπενελούξ (Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο), η Γαλλία και η Γερμανία συμφώνησαν μεταξύ τους την κατάργηση των ελέγχων στα σύνορα και πολλές άλλες χώρες ακολούθησαν αργότερα μέχρις ότου, το 1999, με την συνθήκη του Άμστερνταμ, η κατάργηση αυτή ενσωματώθηκε στο ευρωπαϊκό δίκαιο.
Επίσης, το 1994 ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είχε μιλήσει για την «πυρηνική Ευρώπη», για τις χώρες του πυρήνα της Ευρώπης εντός της Ε.Ε., δηλαδή τη Γερμανία, τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο, οι οποίες μέσω της στενότερης συνεργασίας τους θα προωθούσαν το μεγάλο στόχο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Τον όρο είχε χρησιμοποιήσει πριν από 16 χρόνια και ο Γιόσκα Φίσερ σε ομιλία του εν όψει της διεύρυνσης προς ανατολάς, με την δημιουργία μιας ομάδας «ιδιαίτερα αποφασισμένων χωρών», με τη Γερμανία και τη Γαλλία σε ηγετικό ρόλο.
Αν το δει κανείς οικονομικά δεν μπορεί να έχει αντιρρήσεις για περισσότερη ευελιξία, διότι τα ευρωπαϊκά κράτη δεν είναι μόνο κοινωνικά και πολιτιστικά πολύ διαφορετικά. Πολύ διαφορετικά λειτουργούν επίσης οι οικονομίες και οι αγορές τους. Χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία , η Φινλανδία και η Γερμανία είναι δύσκολα συγκρίσιμες. Η ιδέα της Ευρώπης των διαφορετικών ταχυτήτων λαμβάνει αυτό το γεγονός υπόψη και αν κάποιο αδύναμο κράτος καλύψει την απόσταση θα μπορούσε άνευ ετέρου / δίχως άλλο να ενταχθεί στην «ηγετική ομάδα».
Αυτά στη θεωρία, αλλά οι Βρυξέλλες σκέφτονται πολιτικά και με ευκολία δημιουργούν δεδομένα. Οικονομικές αλήθειες συχνά απωθούνται και υποτάσσονται στην πολιτική βούληση. Ένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εισαγωγή του ευρώ -παρά τις προειδοποιήσεις των οικονομολόγων- με καταστρεπτικές συνέπειες για ορισμένα κράτη.
Όποιος επιθυμεί τώρα μια στενότερη συνεργασία των προθύμων κρατών να προχωρήσουν διακινδυνεύει να συνενωθούν ξανά οικονομικά ανόμοιες χώρες. Ακόμα και οι χώρες κλειδιά της Ε.Ε. όπως η Γερμανία και η Γαλλία είναι οικονομικά εντελώς διαφορετικά οργανωμένες και επομένως έχουν και πολιτικά αποκλίνοντες στόχους.
Κορυφαίοι οικονομολόγοι γνωρίζουν αυτές τις πολιτικές ανασφάλειες, αλλά σκέφτονται ρεαλιστικά. Έτσι δεν μπορεί να βλάψει το γεγονός ότι λ.χ. η Goldman Sachs επιστρατεύει προσωπικότητες όπως ο πρώην πρόεδρος της Κομισιόν Μανουέλ Μπαρόζο, όπως επισημαίνει η Welt.